Τι σημαίνει το écran στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης écran στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του écran στο Γαλλικά.
Η λέξη écran στο Γαλλικά σημαίνει οθόνη, οθόνη, οθόνη προβολής, κάλυψη, συγκάλυψη, ασπίδα, παραβάν, οθόνη, σκριν, ενδοεπικοινωνία, ασπίδα, προστατεύω, προφυλάσσω, προστατευτικό τζακιού, κάλυμμα τζακιού, κινηματογράφος, καλυπτική ανάμνηση, ευρείας οθόνης, πλήρους οθόνης, στην τηλεόραση, που δε λαμβάνεται υπόψη, αντιηλιακό, αντηλιακό, δραματοποίηση, προπέτασμα καπνού, οθόνη ραντάρ, μεγάλη οθόνη, διαφημιστικό διάλειμμα, τηλεόραση με επίπεδη οθόνη, προπέτασμα καπνού, οθόνη, επίπεδη οθόνη, αρχείο εικόνας με την απεικόνηση της οθόνης του υπολογιστή, βιτρίνα, γυαλιστερή οθόνη, χαζοκούτι, οθόνη προβολής διαφανειών, τηλεόραση Plasma, τηλεόραση Plasma, οθόνη προβολής, στιγμιότυπο οθόνης, ανάλυση οθόνης, προφύλαξη οθόνης, οθόνη αφής, τηλεορασάκιας, κινηματογράφος, αρχική οθόνη, στιγμιότυπο οθόνης, διάστημα χρήσης ηλεκτρονικής συσκευής, δραματοποιώ, στην οθόνη, διασκευασμένος, στην κάμερα, προπέτασμα καπνού, προπέτασμα καπνού, φόντο, χρόνος στην οθόνη, με οθόνη αφής, παίρνω screenshot από κτ, στην οθόνη, θερμική ασπίδα, τηλεόραση, κινηματογραφική οθόνη, πλήκτρο εκτύπωσης οθόνης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης écran
οθόνηnom masculin (d'ordinateur) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'ai un nouvel écran de 21 pouces. Regarder un écran trop longtemps peut donner la migraine. Πήρα μια καινούρια οθόνη 21 ιντσών. Αν κοιτάς πολύ ώρα την οθόνη της τηλεόρασης θα σε πιάσει πονοκέφαλος. |
οθόνηnom masculin (de cinéma) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tout le monde avait les yeux rivés sur l'écran quand le film a commencé. Όταν άρχισε η ταινία, όλοι κοίταζαν την οθόνη. |
οθόνη προβολήςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Il installa l'écran et le projecteur dans la salle. |
κάλυψη, συγκάλυψηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'organisation caritative servait d'écran au trafic de drogue. |
ασπίδαnom masculin (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La haie forme un écran protecteur contre le vent. |
παραβάν
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Le paravent divisait la salle. |
οθόνη(informatique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mon ordinateur possède un grand écran. Ο υπολογιστής μου έχει μεγάλη οθόνη. |
σκρινnom masculin (Basket-ball) (στο μπάσκετ) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) L'arrière a fait écran pour arrêter l'ailier. Ο γκαρντ έκανε σκριν για να σταματήσει τον επιθετικό. |
ενδοεπικοινωνία(appareil de surveillance) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le visiteur s'est présenté à l'interphone et le gardien lui a ouvert. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η ενδοεπικοινωνία τούς επέτρεπε να ακούν το μωρό από το διπλανό δωμάτιο. |
ασπίδα(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προστατεύω, προφυλάσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il protégeait son visage du vent avec ses mains. Προστάτεψε (or: Προφύλαξε) το πρόσωπό του από τον άνεμο με τα χέρια του. |
προστατευτικό τζακιού, κάλυμμα τζακιού
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Le pare-feu empêche les braises d'atterrir sur le sol. |
κινηματογράφος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les vedettes du théâtre et du cinéma assistèrent à la première. |
καλυπτική ανάμνησηnom masculin (Psychologie) (ψυχολογία) Ό,τι ανακαλούσε στη μνήμη του λειτουργούσε, απλώς και μόνο, ως καλυπτική ανάμνηση και όχι η πραγματική αιτία για το τραύμα που υπέστη στην παιδική του ηλικία. |
ευρείας οθόνης(télévision) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πλήρους οθόνηςadjectif invariable (Η/Υ) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Pour passer en mode plein écran, appuyez sur la touche F11. |
στην τηλεόρασηadverbe (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που δε λαμβάνεται υπόψηadjectif (figuré) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αντιηλιακό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) N'oublie pas de mettre de la crème solaire avant d'aller skier. Μην ξεχάσετε να βάλετε αντιηλιακό προτού πάτε για σκι. |
αντηλιακό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δραματοποίηση(théâtre) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προπέτασμα καπνούnom masculin (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
οθόνη ραντάρnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μεγάλη οθόνηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διαφημιστικό διάλειμμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τηλεόραση με επίπεδη οθόνη(courant) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) On peut accrocher un écran plat au mur comme un tableau. |
προπέτασμα καπνούnom masculin (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les bandits dissimulèrent leur fuite derrière un écran de fumée. |
οθόνηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επίπεδη οθόνηnom masculin Mon nouvel écran plan me laisse plus de place pour mon clavier. Je viens d'acheter un nouvel écran plat pour le salon. Η νέα επίπεδη οθόνη μου αφήνει περισσότερο χώρο για το πληκτρολόγιο. Πρόσφατα αγόρασα μια καινούρια επίπεδη οθόνη για το καθιστικό. |
αρχείο εικόνας με την απεικόνηση της οθόνης του υπολογιστήnom féminin (Informatique) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Envoie-moi par e-mail une capture d'écran du message d'erreur que tu vois. |
βιτρίναnom féminin (μεταφορικά: συγκάλυψη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γυαλιστερή οθόνηnom masculin |
χαζοκούτιnom masculin (figuré : télévision) (ανεπ, μτφ: τηλεόραση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il passe tous ses après-midis devant le petit écran à regarder des films en noir et blanc. |
οθόνη προβολής διαφανειώνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τηλεόραση Plasmanom masculin (courant) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τηλεόραση Plasma(courant) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Notre nouvel écran plasma prend moins de place que la télévision cathodique que nous avions. |
οθόνη προβολήςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
στιγμιότυπο οθόνηςnom féminin (οθόνη υπολογιστή) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανάλυση οθόνηςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La définition d'écran est souvent confondue avec la résolution d'écran. |
προφύλαξη οθόνηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
οθόνη αφήςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τηλεορασάκιας(familier) (ανεπίσημο, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κινηματογράφοςnom masculin (figuré : cinéma) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αρχική οθόνηnom masculin (Informatique) |
στιγμιότυπο οθόνηςnom féminin (Informatique) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
διάστημα χρήσης ηλεκτρονικής συσκευής
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
δραματοποιώ(théâtre) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στην οθόνηlocution adjectivale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
διασκευασμένοςlocution adjectivale (histoire) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
στην κάμερα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προπέτασμα καπνού(figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προπέτασμα καπνούnom masculin (figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ce procès a servi d'écran de fumée pour détourner l'attention du public des véritables responsables. |
φόντοnom masculin (Informatique) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il y a beaucoup de fonds d'écran que vous pouvez télécharger gratuitement sur internet. |
χρόνος στην οθόνηnom masculin (acteur) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
με οθόνη αφήςlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ces nouvelles bornes à écran tactile ne sont pas faciles à utiliser pour les personnes âgées. |
παίρνω screenshot από κτlocution verbale (Informatique) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στην οθόνηlocution adverbiale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
θερμική ασπίδα
|
τηλεόρασηnom masculin (TV) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κινηματογραφική οθόνηnom masculin |
πλήκτρο εκτύπωσης οθόνηςnom féminin (touche) (το πλήκτρο) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Appuyez sur impression d'écran pour faire une capture d'écran. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του écran στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του écran
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.