Τι σημαίνει το ended στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ended στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ended στο Αγγλικά.

Η λέξη ended στο Αγγλικά σημαίνει που τελειώνει, που λήγει, τέλος, τέλος, τέλος, τέλος, σκοπός, άκρη, τελειώνω, τελειώνω, σκοπός, τελικός, τέλος, θέμα, τέλος, άσος, υπόλειμμα, offensive lineman, Τέλος, καταλήγω, καταλήγω, βάζω τέλος, αποτελειώνω, σκοτώνω, κλειστή ερώτηση, διπλής απολήξεως, που έχει αβέβαιο αποτέλεσμα, που δεν καταλήγει κάπου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ended

που τελειώνει, που λήγει

adjective (as suffix (having a type of end) (σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τέλος

noun (conclusion) (έκβαση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The story gripped me from the opening line right to the end.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο διαιτητής σφύριξε τον τερματισμό του αγώνα.

τέλος

noun (furthest part) (το πιο μακρινό μέρος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They live at the end of the street.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μένουν στην άλλη άκρη του δρόμου.

τέλος

noun (limit: time) (όριο: χρόνος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We're moving at the end of the month.
Μετακομίζουμε στο τέλος του μήνα.

τέλος

noun (figurative (limit, bounds) (όριο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Is there no end to our problems?
Θα έχουν, ποτέ, τελειωμό τα προβλήματά μας;

σκοπός

noun (outcome)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Does the end justify the means?
Τελικά, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα;

άκρη

noun (tip, extremity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You should place the end of the board against the wall.
Τοποθέτησε την άκρη της σανίδας στον τοίχο.

τελειώνω

transitive verb (bring to a conclusion) (φέρνω σε τέλος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She ended their relationship after just two months.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μετά από την παρέμβαση τρίτης δύναμης, οι αντίπαλοι συμφώνησαν να λήξουν τις εχθροπραξίες.

τελειώνω

intransitive verb (finish) (φτάνω στο τέλος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The concert ended with a Mozart violin concerto.
Η συναυλία έκλεισε με ένα κονσέρτο για βιολιά του Μότσαρτ.

σκοπός

noun (formal (goal, objective) (επίτευξη στόχου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
To what end are we doing all this?
Με ποιο σκοπό τα κάνουμε όλα αυτά;

τελικός

adjective (final)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
By the time the film came to the end credits, most of the audience was crying.

τέλος

noun (literary (death) (ευφημισμός: θάνατος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He met an untimely end.
Είχε πρόωρο τέλος.

θέμα

noun (portion, aspect)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It was the marketing end of the enterprise that caused the failure.
Ήταν το θέμα μάρκετινγκ που προκάλεσε την αποτυχία της επιχείρησης.

τέλος

noun (destruction)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It's the end of the world as we know it.
Είναι το τέλος του κόσμου που γνωρίσαμε ως τώρα.

άσος

noun (slang, dated (the best) (αργκό, μτφ, παλαιό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I love John Coltrane. He's the end!
Αγαπώ τον Τζον Κολτρέιν. Είναι τέλειος!

υπόλειμμα

noun (UK (remnant, butt)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Please put your cigar ends in the ashtray.
Παρακαλώ βάλε τη γόπα του πούρου σου στο τασάκι.

offensive lineman

noun (American football: lineman)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He was the best offensive end in the team's history.
Ήταν ο καλύτερος offensive lineman στην ιστορία της ομάδας.

Τέλος

noun (written (book, film: indicating the finish)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
"The End" appeared on the screen in giant letters.

καταλήγω

intransitive verb (result) (σε κάποιο αποτέλεσμα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Where will it all end?
Πού θα πάει αυτή η κατάσταση;

καταλήγω

intransitive verb (arrive, find yourself)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We were trying to get to Brighton, but we ended up in Hastings.
Προσπαθούσαμε να φτάσουμε στο Μπράιτον, αλλά καταλήξαμε στο Χέιστινγκς.

βάζω τέλος

transitive verb (destroy, thwart)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The rain ended our plans to play tennis.
Η βροχή έθεσε τέρμα στα σχέδιά μας να παίξουμε τένις.

αποτελειώνω, σκοτώνω

transitive verb (literary (kill)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If only God would end the person who did this!

κλειστή ερώτηση

noun (enquiry eliciting "yes" or "no")

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διπλής απολήξεως

adjective (having two ends)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει αβέβαιο αποτέλεσμα, που δεν καταλήγει κάπου

adjective (inconclusive)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We hadn't intended for this meeting to be so open-ended.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ended στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του ended

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.