Τι σημαίνει το gone στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης gone στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gone στο Αγγλικά.
Η λέξη gone στο Αγγλικά σημαίνει απών, είμαι παρελθόν, χάθηκα, τελειώνω, φεύγω, έγκυος, πηγαίνω, πηγαίνω σε κτ, πάω σε κτ, κινούμαι, φτάνω, πηγαίνω, οδηγώ, γίνομαι, -, θα κάνω κτ, έτοιμος, ολέ, ζωντάνια, προσπάθεια, δοκιμή, σειρά, πάω να κάνω κτ, λειτουργώ, φεύγω, είμαι, πωλούμαι, περνάω, περνώ, πάω στο μπάνιο, πάω στην τουαλέτα, κάνω, ισχύω, λέω, φεύγω, καταρρέω, χαλάω, χαλώ, πάω, πάω, πηγαίνω, διαιρούμαι, πάω σε κπ/κτ, πηγαίνω σε κπ/κτ, κάνω, στρέφομαι σε κπ, που έχει τελειώσει, που έχει εξαφανιστεί, δρόμο, πάρε δρόμο, νεκρός, πεθαμένος, που έχει πεθάνει, πάω και κάνω κτ, που έχει περάσει, πάει καιρός που έφυγε, πάει καιρός που έφυγε, πάει καιρός που τον χάσαμε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης gone
απώνadjective (person: absent) (επίσημο) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Sorry, John is gone. He'll be back tomorrow. Με συγχωρείτε, ο Τζον λείπει. Θα γυρίσει αύριο πίσω. |
είμαι παρελθόνadjective (time: ended) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) At one time I would have trusted him, but that time is gone. Μια φορά θα τον εμπιστευόμουν, αλλά αυτό είναι παρελθόν. |
χάθηκαadjective (object: missing) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I left my keys on the kitchen table and now they're gone. Άφησα τα κλειδιά μου στην κουζίνα και τώρα λείπουν. |
τελειώνωadjective (item: used up) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The red paint is gone, and there isn't very much blue. Η κόκκινη μπογιά τελείωσε, και δεν έχει μείνει και πολύ μπλε. |
φεύγωadjective (figurative, euphemism (person: deceased) (ευφημισμός) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He carved "Gone, but not forgotten" on the tombstone. Σκάλισε στην ταφόπετρα την επιγραφή «Έφυγε, αλλά δεν ξεχάστηκε». |
έγκυοςadjective (slang (woman: pregnant) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) She was six months gone and buying things for the baby. |
πηγαίνωintransitive verb (leave, depart) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) You'd better go. It's getting late. Καλύτερα να φύγεις. Είναι αργά. |
πηγαίνω σε κτ, πάω σε κτ(proceed to, head for) I'm going to London this summer. // Anne went to Italy for her holiday last year. // Robert goes to the market every Saturday morning. Θα πάω στο Λονδίνο φέτος το καλοκαίρι. // Η Αν πήγε στην Ιταλία για διακοπές πέρυσι. // Ο Ρόμπερτ πάει κάθε Σάββατο πρωί στην αγορά. |
κινούμαιintransitive verb (move along, advance) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The train was going at top speed. Electricity goes along wires. Το τρένο έτρεχε με τη μέγιστη ταχύτητά του. |
φτάνωintransitive verb (extend) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Our property goes all the way down to the river. Το κτήμα μας φτάνει μέχρι κάτω στο ποτάμι. |
πηγαίνωintransitive verb (with adverb: turn out, pass) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The wedding went very well, thank you. Ο γάμος πήγε πολύ καλά, ευχαριστώ. |
οδηγώ(lead to [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) These stairs go to the attic. Αυτές οι σκάλες πάνε στη σοφίτα. |
γίνομαιintransitive verb (with adjective: become) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) I think I'm going crazy. Νομίζω ότι καταντώ τρελός. |
-intransitive verb (with adjective: act in a given way) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) They went crazy when they heard the news. Αγρίεψαν μόλις άκουσαν τα νέα. |
θα κάνω κτauxiliary verb (future) (μέλλοντας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jake is going to clean the bathroom later. Ο Τζέικ θα καθαρίσει το μπάνιο αργότερα. |
έτοιμοςadjective (informal (ready) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) All systems are go. |
ολέinterjection (cheering on a team, participant) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) The fans were shouting "Go Steelers!" |
ζωντάνιαnoun (colloquial (energy) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She's sure got a lot of go. |
προσπάθεια, δοκιμήnoun (informal (try) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Can I have a go? |
σειράnoun (informal (turn) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It's your go. Here are the dice. |
πάω να κάνω κτverbal expression (make a move to do) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jake went to brush a stray hair from Leah's cheek, but at that moment she turned away. |
λειτουργώintransitive verb (function, perform) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) This fan won't go. |
φεύγωintransitive verb (time: pass) (χρόνος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Weekends go really fast. Τα Σαββατοκύριακα περνούν πολύ γρήγορα. |
είμαιintransitive verb (tend to be) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) As exams go, that wasn't too bad. |
πωλούμαιintransitive verb (be sold) (επίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The rare book will go quickly at auction. |
περνάω, περνώintransitive verb (pass, fit, enter) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The couch just won't go through the door. |
πάω στο μπάνιο, πάω στην τουαλέταintransitive verb (informal, euphemism (relieve yourself) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Excuse me. I've got to go. Is there a bathroom near here? |
κάνωintransitive verb (perform an action) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Go like this with your hands. |
ισχύωintransitive verb (be valid) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Whatever Mike says, goes. |
λέωintransitive verb (informal (say) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Boys will be boys, as the saying goes. |
φεύγωintransitive verb (euphemism (die) (ευφημισμός) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He went just after midnight, with his wife at his side. |
καταρρέωintransitive verb (informal (give way, collapse) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) There was so much snow the roof went. |
χαλάω, χαλώintransitive verb (informal (stop working) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The car engine went, so we had to walk home. |
πάω(be allotted) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A quarter of their income goes to food. |
πάω, πηγαίνω(pass to [sb] in a will) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) His house went to the elder son, its contents to the younger. |
διαιρούμαι(number: be divisor of) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) How many times does six go into eighty-four? Πόσες φορές διαιρεί το έξι το ογδόντα τέσσερα; |
πάω σε κπ/κτ, πηγαίνω σε κπ/κτ(be awarded to) And the Oscar goes to Steve McQueen! |
κάνωphrasal verb, intransitive (resort: to [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They went to great effort to get here on time. |
στρέφομαι σε κπphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (consult, ask a favor of) When I need advice, I go to my rabbi. |
που έχει τελειώσειadjective (finished, used up) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I can't make beef stroganoff tonight because the mushrooms are all gone. |
που έχει εξαφανιστείadjective (disappeared) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The snow banks in the garden are all gone after this week of warm weather. |
δρόμο, πάρε δρόμοinterjection (archaic or humorous (leave, go away) (φύγε) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
νεκρός, πεθαμένοςadjective (dead, deceased) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cyril has been dead and gone for over twenty years now. |
που έχει πεθάνειadjective (figurative (long since over, finished) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The mining industry in this country is dead and gone. |
πάω και κάνω κτverbal expression (informal (do [sth] foolish) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) My stupid brother went and broke his leg the day before the race! |
που έχει περάσειadjective (times, days: in the past) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Two old friends sat on the porch talking about days gone by. |
πάει καιρός που έφυγεadjective (having left a long time ago) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tony is long gone; he now lives in Chicago. |
πάει καιρός που έφυγε, πάει καιρός που τον χάσαμεadjective (having died a long time ago) (ευφημισμός) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) These cave paintings were created by our long-gone ancestors. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gone στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του gone
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.