Τι σημαίνει το completed στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης completed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του completed στο Αγγλικά.
Η λέξη completed στο Αγγλικά σημαίνει ολοκληρωμένος, συμπληρωμένος, ολοκληρώνω, τελειώνω, συμπληρώνω, πλήρης, ολοκληρωμένος, τελειωμένος, ολοκληρωτικός, παντελής, ολοσχερής, πλήρης, ολοκληρωμένος, ολοκληρώνω, ολοκληρώνω, ολοκληρώνω, ολοκληρώνω, συμπληρωμένη αίτηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης completed
ολοκληρωμένοςadjective (task, work: finished) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The writer sent the completed novel to the publisher. |
συμπληρωμένοςadjective (form, etc.: filled in) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Lucy put the completed form in an envelope. |
ολοκληρώνω, τελειώνωtransitive verb (finish) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I will complete the painting by Friday. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι αποφασισμένος να εργαστεί σκληρά, προκειμένου να αποπερατώσει το έργο που του έχει ανατεθεί. |
συμπληρώνωtransitive verb (fill in) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Please complete the form first. Παρακαλώ συμπληρώστε πρώτα τη φόρμα. |
πλήρηςadjective (lacking nothing) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The collection was complete with the acquisition of the final missing book. This is the complete trilogy. Η συλλογή έγινε πλήρης μετά την απόκτηση του τελευταίου βιβλίου που έλειπε. Αυτή είναι η πλήρης τριλογία. |
ολοκληρωμένος, τελειωμένοςadjective (finished) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Is that project complete, or is it still going? Είναι ολοκληρωμένο (or: τελειωμένο) αυτό το έργο, ή συνεχίζεται ακόμα; |
ολοκληρωτικός, παντελής, ολοσχερής, πλήρηςadjective (100 percent) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The war caused the complete destruction of the city. Ο πόλεμος προκάλεσε την ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης. |
ολοκληρωμένοςadjective (accomplished) (μτφ: με πολλές γνώσεις) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) He was a complete professional, able to do anything asked of him. |
ολοκληρώνωintransitive verb (UK (finalize house purchase) (την αγορά σπιτιού) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Our house purchase fell through a week before we were due to complete. |
ολοκληρώνωtransitive verb (reach 100 percent) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They completed the fundraising, having reached their target. Ολοκλήρωσαν τον έρανο πετυχαίνοντας τον στόχο τους. |
ολοκληρώνωtransitive verb (US (sports) (την πάσα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The Yankees completed a sweep of their Boston opponents. |
ολοκληρώνωtransitive verb (UK (house purchase: finalize) (τη συναλλαγή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We have exchanged contracts, and are due to complete the house purchase next week. |
συμπληρωμένη αίτηση(filled-out form) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Send your completed application with a self-addressed stamped envelope to the address printed on page 4. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του completed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του completed
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.