Τι σημαίνει το entrada στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης entrada στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του entrada στο πορτογαλικά.

Η λέξη entrada στο πορτογαλικά σημαίνει είσοδος, είσοδος, ορεκτικό, εισαγωγή, καταχώρηση, δικαίωμα εισόδου, ορεκτικό, ορεκτικό, είσοδος, πόρτα, χολ, χωλ, κεφαλή λήμματος, προκαταβολή, είσοδος, είσοδος, κύρια είσοδος, κεντρική είσοδος, τροφοδοσία, είσοδος, εισιτήριο για κτ, δικαίωμα εισόδου, εισροή, είσοδος, είσοδος, προκαταβολικός, εισιτήριο, καταχώριση, εγγραφή, είσοδος, τάκλιν, εισαγωγή, αποτέλεσμα, εισιτήριο, είσοδος, πύλη, εισαγωγή, εισαγωγή, στόμιο, είσοδος, φουαγιέ, είσοδος, προθάλαμος, αποδοχή, είσοδος, ενδοπαραγραφοποίηση, κατώφλι, βεράντα, είσοδος, δρόμος, είσοδος, είσοδος, εισροή, είσοδος/έξοδος, μπαίνω με τη βία, καταχωρώ, εισάγω, χωλ, χολ, είσοδος, χαλάκι, θήκη αλληλογραφίας, δωματιάκι, είσοδος ορυχείου, καταχώρηση δεδομένων, είσοδος, στόμιο εισόδου αέρα, δωρεάν εισιτήριο, ελεύθερη είσοδος, πρόσκληση, απαγορεύεται/δεν υπάρχει η είσοδος, δικαίωμα πρόσβασης, είσοδος προσωπικού και προμηθευτών, διάδρομος εκκλησίας, απλή λογιστική καταχώρηση, προϋπόθεση εισόδου, υποδοχή μονάδας δίσκου, θυρίδα μονάδας δίσκου, σημείο εισόδου, τρύπα κουνελιού, φύλλο εγγραφής, έντυπο υπογραφής, ενιαίος σειριακός δίαυλος, είσοδος νερού, ουσία εισόδου, στοιχεία σύνδεσης, εισαγωγή/εξαγωγή, μπαίνω με τη βία, ορμάω, ορμώ, κάνω τσεκ ιν, παρασύρω κτ μέσα σε κόλπο, εισερχόμενος, πόρτα, εισερχόμενα, εισαγωγή, σημείο εισόδου, απαγορεύεται η είσοδος, σκαλιά, εισαγωγής/εξαγωγής, κάνω την εμφάνισή μου, κάνω την είσοδό μου, τοις μετρητοίς, σε μετρητά, εισερχόμενα, εισερχόμενα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης entrada

είσοδος

(prédio: saguão, corredor)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O prédio tem uma grande entrada que era compartilhada por todos os apartamentos.
Το κτίριο είχε μια μεγάλη είσοδο την οποία μοιράζονταν όλα τα διαμερίσματα.

είσοδος

substantivo feminino (portão, acesso)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tina deu a volta em todo o prédio, em busca da entrada.
Η Τίνα περπάτησε γύρω από όλο το κτίριο ψάχνοντας για την είσοδο.

ορεκτικό

(κυρίως στην Ελλάδα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Gostaria de pedir uma entrada antes do prato principal?
Θα θέλατε να παραγγείλετε κάποιο ορεκτικό πριν το κυρίως πιάτο;

εισαγωγή, καταχώρηση

(informática) (διαδικασία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O servidor está tendo problemas com as entradas em cirílico.
Ο εξυπηρετητής έχει πρόβλημα με την εισαγωγή (or: καταχώρηση) δεδομένων με κυριλλικούς χαρακτήρες.

δικαίωμα εισόδου

substantivo feminino (κατά λέξη: δίνω)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
O proprietário da majestosa casa oferecia entrada ao público nos fins de semana.
Ο ιδιοκτήτης του μεγαλοπρεπούς σπιτιού επέτρεψε στο κοινό την είσοδο τα σαββατοκύριακα.

ορεκτικό

substantivo feminino

O garçom serviu às pessoas suas entradas.
Ο σερβιτόρος σέρβιρε στους πελάτες τα ορεκτικά τους.

ορεκτικό

substantivo feminino (πιάτο πριν από το κύριο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A entrada foi um pequeno prato de alcachofras.

είσοδος, πόρτα

(κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
uma equipe de repórteres lotava a entrada.
Μια ομάδα από ρεπόρτερ μπλόκαραν την είσοδο.

χολ, χωλ

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κεφαλή λήμματος

(palavra-chave no dicionário)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

προκαταβολή

substantivo feminino (de prestação)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quando compramos um carro novo, demos uma entrada de £1000 e pagamos o restante em prestações.
Όταν αγοράσαμε καινούριο αυτοκίνητο δώσαμε προκαταβολή 1000 λίρες και πληρώσαμε τα υπόλοιπα με δόσεις.

είσοδος

substantivo feminino (entrada)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

είσοδος

(valor pago para entrar) (μεταφορικά: κόστος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κύρια είσοδος, κεντρική είσοδος

τροφοδοσία

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Desligue a entrada elétrica antes de tentar reparar.
Κλείσε την τροφοδοσία του ρεύματος πριν προσπαθήσεις να κάνεις την επισκευή.

είσοδος

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tom estava sempre alegre e sua entrada iluminava a atmosfera do lugar.
Ο Τομ ήταν πάντα ευδιάθετος και η είσοδός του ελάφρυνε την ατμόσφαιρα στο δωμάτιο.

εισιτήριο για κτ

(figurado: para o sucesso) (μεταφορικά)

Kelly considerava a educação superior uma entrada para uma vida melhor.
Η Κέλλυ θεωρούσε την ανώτατη εκπαίδευση εισιτήριο για μια καλύτερη ζωή.

δικαίωμα εισόδου

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Os tíquetes te darão entrada durante o dia inteiro.
Τα εισιτήρια θα σου δώσουν δικαίωμα εισόδου για ολόκληρη τη μέρα.

εισροή

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Οι δύο είσοδοι της λίμνης ήταν φραγμένες με μπάζα.

είσοδος

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

είσοδος

(meios de acesso) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προκαταβολικός

substantivo feminino (dinheiro pago no início) (χρηματικό ποσό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εισιτήριο

(για να μπεις κάπου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A entrada no zoológico é barata.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η ετήσια συνδρομή στον σύλλογο ορειβασίας είναι πενήντα ευρώ.

καταχώριση, εγγραφή

substantivo feminino (registro)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vejo que há duas entradas no banco de dados para Sr. Smith; precisamos deletar uma delas.
Βλέπω πως υπάρχουν δύο καταχωρίσεις στη βάση δεδομένων για τον Κύριο Σμιθ, πρέπει να σβήσουμε μία απ' αυτές.

είσοδος

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A entrada da atriz vestida extravagantemente chamou a atenção.

τάκλιν

(esporte: derrubar o adversário para impedir que avance com a bola)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
A entrada impediu o jogador de rúgbi de marcar um try.
Το τάκλιν σταμάτησε τον παίκτη του ράγκμπι από το να σκοράρει ένα try.

εισαγωγή

substantivo feminino (hospital, admissão)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Após a entrada no hospital, a doença de Ivan começou a melhorar.
Μετά την εισαγωγή του στο νοσοκομείο η κατάσταση του Ιβάν άρχισε να καλυτερεύει.

αποτέλεσμα

(informática: contador estatístico de sites) (αναζήτησης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Minha primeira busca não retornou nenhum resultado.

εισιτήριο

substantivo feminino (para evento)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Você tem entradas para o jogo dos Broncos?
Έχετε κλείσει θέσεις για τον αγώνα;

είσοδος

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πύλη

substantivo feminino (geografia) (μεταφορικά: με γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εισαγωγή

substantivo feminino (mercadoria, objeto) (ως ποσότητα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εισαγωγή

substantivo feminino (ato de deixar entrar)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στόμιο

substantivo feminino (abertura natural)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A entrada da caverna era pequena, mas a parte interna era grande.
Το στόμιο της σπηλιάς ήταν μικρό, αλλά το εσωτερικό της ήταν τεράστιο.

είσοδος

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φουαγιέ

(estrangeirismo)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

είσοδος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Os turistas entraram no castelo através da passagem principal.
Οι τουρίστες μπήκαν στο κάστρο μέσω της κυρίας εισόδου.

προθάλαμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Aaron esperou seu amigo no saguão do hotel.
Ο Άαρον περίμενε τον φίλο του στο λόμπι του ξενοδοχείου.

αποδοχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

είσοδος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quanto é o ingresso para a apresentação das oito horas?
Πόσο κοστίζει τον εισιτήριο για την παράσταση των οκτώ;

ενδοπαραγραφοποίηση

substantivo feminino (texto) (κείμενο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κατώφλι

(degrau da porta) (πόρτας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βεράντα

(ισόγεια ή ελαφρώς υπερυψωμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Peter e Matthew amam se sentar na varanda nas noites de verão.
Ο Πήτερ και ο Μάθιου λατρεύουν να κάθονται έξω στην βεράντα τους τα καλοκαιρινά βράδια.

είσοδος

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Deixe suas botas lamacentas na entrada; não traga lama para dentro de casa.
Άσε τις λασπωμένες μπότες σου στην είσοδο. Μην φέρεις λάσπη μέσα στο σπίτι.

δρόμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O caminho para a casa era ladeado por árvores.

είσοδος

substantivo feminino (μεταφορικά: κόστος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Há uma taxa de dez dólares para entrar no clube.

είσοδος

(de pessoa)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A entrada em cena do ator marcou uma nova fase da trama. Eram 6 da tarde e a esposa de Tom estava para chegar em casa do trabalho, então ele manteve o olhar fixo na porta, esperando sua entrada.
Η είσοδος του ηθοποιού στη σκηνή σηματοδοτούσε με νέα φάση της πλοκής.

εισροή

(απότομη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

είσοδος/έξοδος

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπαίνω με τη βία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καταχωρώ, εισάγω

(informações) (εισάγω δεδομένα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fornecemos todos os nomes e endereços.
Είχαμε περάσει στα έγγραφα όλα τα ονόματα και τις διευθύνσεις.

χωλ, χολ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Jane deixou sua vizinha entrar no saguão para conversar, mas não a convidou a entrar.
Η Τζέιν άφησε την γειτόνισσά της να μπει στο χολ για να τα πουν, αλλά δεν την κάλεσε να περάσει μέσα.

είσοδος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sara estacionou o carro na entrada da garagem.
Η Σάρα πάρκαρε το αμάξι της στο δρομάκι.

χαλάκι

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

θήκη αλληλογραφίας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δωματιάκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

είσοδος ορυχείου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

καταχώρηση δεδομένων

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Trabalhar com entrada de dados é chato e não paga bem.

είσοδος

(κόστος εισόδου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στόμιο εισόδου αέρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δωρεάν εισιτήριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O Milton deu-me alguns ingressos gratuitos para o espetáculo dele.
Ο Μίλτον μου έδωσε μερικά δωρεάν εισιτήρια για να δω την τελευταία του παράσταση.

ελεύθερη είσοδος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πρόσκληση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απαγορεύεται/δεν υπάρχει η είσοδος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δικαίωμα πρόσβασης

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

είσοδος προσωπικού και προμηθευτών

substantivo feminino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διάδρομος εκκλησίας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απλή λογιστική καταχώρηση

substantivo feminino (sistema simples de contabilidade)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προϋπόθεση εισόδου

(para ingresso num país) (σε χώρα, κράτος)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υποδοχή μονάδας δίσκου, θυρίδα μονάδας δίσκου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σημείο εισόδου

(projétil de bala)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τρύπα κουνελιού

(abertura de uma toca de coelho)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φύλλο εγγραφής, έντυπο υπογραφής

(entrada registrada e assinada) (προσέλευση, παρουσία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ενιαίος σειριακός δίαυλος

(USB: porta comum de computador) (επίσημο)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

είσοδος νερού

(abertura feita para permitir a passagem de água)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ουσία εισόδου

substantivo feminino (que leva ao consumo de outras drogas)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

στοιχεία σύνδεσης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εισαγωγή/εξαγωγή

expressão (computação)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μπαίνω με τη βία

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ορμάω, ορμώ

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω τσεκ ιν

(anglicismo: hotel)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A que horas podemos fazer o check-in no quarto do hotel?
Τι ώρα μπορούμε μπούμε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μας;

παρασύρω κτ μέσα σε κόλπο

expressão verbal (άνεμος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εισερχόμενος

locução adjetiva (informática: dados que chegam)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Os dados de entrada estão enfileirados e serão processados durante a noite.
Τα εισερχόμενα δεδομένα μπαίνουν στην αναμονή και υποβάλλονται σε επεξεργασία στη διάρκεια της νύχτας.

πόρτα

(figurado: conceitual: caminho) (μεταφορικά, συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Espero que este emprego seja sua porta de entrada para uma grande carreira no mundo da moda.
Ελπίζω αυτή η δουλειά να σου ανοίξει τις πόρτες για μια μεγάλη καριέρα στον χώρο της μόδας.

εισερχόμενα

(e-mails)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

εισαγωγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σημείο εισόδου

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

απαγορεύεται η είσοδος

expressão (aviso, placa)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Entrada proibida", uma placa grosseiramente pintada avisava no portão.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μια ταμπέλα στην πόρτα του δωματίου της έφηβης κόρης μου έγραφε: «Απαγορεύεται η είσοδος».

σκαλιά

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Rapazes estavam sentados nos degraus na entrada do edifício, assobiando para meninas.
Κάποια αγόρια κάθονταν στα σκαλιά και σφύριζαν στα κορίτσια.

εισαγωγής/εξαγωγής

locução adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω την εμφάνισή μου, κάνω την είσοδό μου

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τοις μετρητοίς, σε μετρητά

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Quanto dinheiro você pode dar de entrada?
Πόσα χρήματα μπορείς να δώσεις τοις μετρητοίς;

εισερχόμενα

(e-mail) (ηλεκτρονικό ταχυδρομείο)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Προσπαθώ να αδειάσω τα εισερχόμενά μου πριν φύγω διακοπές.

εισερχόμενα

substantivo feminino (para documentos)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του entrada στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του entrada

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.