Τι σημαίνει το perdu στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης perdu στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του perdu στο Γαλλικά.

Η λέξη perdu στο Γαλλικά σημαίνει χάνω, χάνω, χάνω, χάνω, χάνω, χάνω, χάνω, πεθαίνω, χάνω, υποφέρω από απώλεια, ξεφορτώνομαι,απορρίπτω, πετάω, μπερδεύω, παρανοώ, μείον, μειώνεται η απόδοσή μου, πέφτει η απόδοσή μου, ξοδεύω, ρίχνω, χάνω, μαδάω, παραχωρώ, τεμπελιάζω, χαζολογάω, χαζολογώ, ιδρώνω για να χάσω κτ, εγκαταλείπω, χάνω, χαραμίζω, ξεμαθαίνω, σπαταλαώ, χαραμίζω, αποβάλλω, χάνω, απομονωμένος, που έχει χαθεί, που έχει μπερδευτεί, σαστισμένος, απορημένος, ξαφνιασμένος, αμήχανος, χάνομαι, χαμένος, χάνομαι, χαμένος, απομονωμένος, ανεστίαστος, πεταμένος, χαμένος, ξεγραμμένος, τελειωμένος, αδέσποτος, χαμένος, θολωμένος, χάνομαι από προσώπου γης, εξαφανίζομαι από προσώπου γης, χάνομαι στην πορεία, χάνομαι στο δρόμο, μπερδεμένος, μπερδεμένος, συγχυσμένος, σαστισμένος, μπερδεμένος, μακρινός, απόμακρος, άχρηστος, αχρησιμοποίητος, χαμένος, εγκαταλελειμμένος, στερώ, πάω χαμένος, βάση, διατηρώ φρούδες ελπίδες, αλλάζω τρίχωμα, αδυνατίζω, χάνω βάρος, αργοσβήνω, αποξενώνω, απομακρύνω, απομακρύνομαι, διαλύομαι, σκοτοδίνη, χαζολογώ, χασομερώ, χαζολογώ, χασομερώ, δεν σπαταλάω, καταστρέφω, πλήττω, αναίσθητος, λιπόθυμος, αγύμναστος, ελεύθερος χρόνος, ψηλά το κεφάλι, λανθασμένη τοποθέτηση, εσφαλμένη τοποθέτηση, μείωση αξίας, πτώση, άτομο που με κάνει να χάνω τον χρόνο μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης perdu

χάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a perdu ses clés.
Έχασε τα κλειδιά του.

χάνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils savaient qu'ils allaient perdre le jeu.
Ήξεραν ότι θα έχαναν τον αγώνα.

χάνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils ont perdu le droit d'utiliser la bibliothèque à cause du bruit qu'ils faisaient.
Έχασαν (or: Στερήθηκαν) το δικαίωμά να χρησιμοποιούν τη βιβλιοθήκη γιατί έκαναν πολλή φασαρία.

χάνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous avons perdu mille dollars à la Bourse.
Χάσαμε χίλια δολάρια στο χρηματιστήριο.

χάνω

(μτφ, καθομ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vous m'avez perdu. Vous pourriez répéter plus doucement ?
Με έχασες. Μπορείς να το πεις άλλη μια φορά πιο αργά;

χάνω

verbe transitif (μτφ, ευφημισμός)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a perdu son mari d'un cancer il y a deux ans.
Έχασε τον σύζυγό της από καρκίνο πριν από δύο χρόνια.

χάνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu viens de perdre (or: gâcher) toute cette nourriture parce que tu la brûles !
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αν δεν ενεργήσεις τώρα, θα χάσεις μια πολύ σημαντική ευκαιρία.

πεθαίνω

verbe transitif (changement de sujet : mourir)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χάνω

verbe transitif (des droits, privilèges...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En épousant une femme divorcée, le roi perdit ses prétentions au trône.
Καθώς παντρεύτηκε μια χωρισμένη, ο βασιλιάς στερήθηκε τα δικαιώματά του για τον θρόνο.

υποφέρω από απώλεια

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεφορτώνομαι,απορρίπτω, πετάω

(serpent : la peau durant la mue)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ξεφορτώθηκα τα νεκρά κύτταρα με μια βούρτσα για το δέρμα.

μπερδεύω, παρανοώ

verbe transitif (figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu m'as perdu : tu parles de quel film, là ?
Με μπέρδεψες τώρα! Για ποια ταινία μιλάς;

μείον

verbe transitif (Jeux d'argent)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
J'ai perdu trois cents dollars.
Έχω μπει μέσα τρακόσια δολάρια.

μειώνεται η απόδοσή μου, πέφτει η απόδοσή μου

(baisse des capacités)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le joueur a un peu perdu par rapport à son extraordinaire performance de l'an dernier.
Ο παίκτης έχει πέσει λίγο σε σχέση με την εκπληκτική περσινή του απόδοση.

ξοδεύω

verbe transitif (argent) (ελαφρώς αρνητικό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a perdu mille euros au casino ce week-end.

ρίχνω

verbe transitif (ses feuilles) (για δέντρο, φυτό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les arbres perdent leurs feuilles à la fin de l'été.

χάνω

verbe transitif (du poids)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vous allez perdre plusieurs kilos à l'aide de ce régime.

μαδάω

verbe transitif (animal : ses poils)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mes chiens perdent leurs poils parce qu'il fait très chaud.

παραχωρώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'équipe de rugby a vite perdu son avantage.

τεμπελιάζω, χαζολογάω, χαζολογώ

(son temps)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ιδρώνω για να χάσω κτ

verbe transitif (du poids)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Après les fêtes de Noël, il va falloir que je perde quelques kilos à la salle de sport.
Μετά το καλοκαίρι θα πρέπει να ιδρώσω στο γυμναστήριο για να χάσω μερικά κιλά.

εγκαταλείπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Τομ αποφάσισε να εγκαταλείψει τον αγώνα όταν στραμπούληξε τον αστράγαλό του αντί να διακινδυνεύσει να τραυματιστεί χειρότερα.

χάνω, χαραμίζω

verbe transitif (figuré : rater une opportunité) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il ne faut pas que tu perdes cette occasion de rencontrer le roi.
Δεν πρέπει να χάσεις αυτή την ευκαιρία να γνωρίσεις το βασιλιά.

ξεμαθαίνω

(soutenu)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπαταλαώ, χαραμίζω

(de l'argent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποβάλλω

(peau)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le serpent mue.
Το φίδι ρίχνει το δέρμα του.

χάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απομονωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

που έχει χαθεί

(objet)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Προσπαθώ να βρω τα χαμένα κλειδιά.

που έχει μπερδευτεί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Clara était perdue dans ce cours de calcul infinitésimal avancé.

σαστισμένος, απορημένος, ξαφνιασμένος, αμήχανος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χάνομαι

adjectif (désorienté)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ma boussole ne marche pas. Je suis complètement perdu.
Η πυξίδα μου δε δουλεύει. Έχω χαθεί εντελώς.

χαμένος

adjectif (figuré, personne) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Tu as l'air perdu. Lis la première page avant de commencer.
Φαίνεσαι χαμένος. Φρόντισε να διαβάσεις πρώτα την αρχική σελίδα.

χάνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si tu annules ta réservation après cette date, ton dépôt de garantie sera perdu.

χαμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Βρήκε επιτέλους τα χαμένα κλειδιά της.

απομονωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ανεστίαστος

(image) (οπτική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πεταμένος, χαμένος

(μεταφορικά, καθομ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
John en voulait à sa femme d'avoir acheté des vêtements chers ; l'argent gaspillé aurait pu servir à l'achat d'un nouveau canapé dont ils avaient grand besoin.
Ο Τζον ήταν εκνευρισμένος που η γυναίκα του αγόραζε ακριβά ρούχα. Με τα πεταμένα αυτά λεφτά θα μπορούσαν να είχαν αγοράσει τον καινούριο καναπέ που τόσο χρειάζονταν.

ξεγραμμένος, τελειωμένος

(objet) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le téléphone portable de Olga était irréparable après qu'elle l'ait fait tomber dans le bain.

αδέσποτος

(plusieurs objets) (καθομιλουμένη, μτφ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jane a ramassé les jouets épars laissés par son tout-petit dans le salon et les a rangés dans le coffre à jouets.

χαμένος

(μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Lorsque mon mari m'a quittée, je me suis sentie complètement perdue (or: démunie).
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Όταν με άφησε ο άντρας μου, ένιωσα εντελώς χαμένη.

θολωμένος

(personne) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

χάνομαι από προσώπου γης, εξαφανίζομαι από προσώπου γης

adjectif (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χάνομαι στην πορεία, χάνομαι στο δρόμο

adjectif (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπερδεμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

μπερδεμένος, συγχυσμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

σαστισμένος, μπερδεμένος

adjectif (personne)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Désorienté (or: perdu), le garçon s'en alla au lieu de réessayer.
Το παιδί, σαστισμένο (or: μπερδεμένο), απλά απομακρύνθηκε αντί να προσπαθήσει πάλι.

μακρινός, απόμακρος

adjectif (éloigné dans l'espace) (σε χώρο, χρόνο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il vit dans un village isolé (or: perdu), à environ 100 km d'ici.
Ζει σ' ένα μακρινό (or: απόμακρο) χωριό, περίπου 100 χμ από 'δω.

άχρηστος, αχρησιμοποίητος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Maggie a jeté la nourriture gâchée dans la poubelle.
Η Μάγκι πέταξε στα σκουπίδια το παραπανίσιο φαγητό.

χαμένος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Est-ce que quelqu'un a déjà localisé les commandes égarées (or: perdues) ?
Εντόπισε κανείς αυτές τις χαμένες παραγγελίες;

εγκαταλελειμμένος

adjectif (endroit)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

στερώ

(κάτι από κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Son manque de ponctualité lui a coûté sa place.
Η έλλειψη συνέπειας τού στέρησε (or: κόστισε) τη δουλειά του.

πάω χαμένος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Une nouvelle étude a découvert que 50 pour cent de la nourriture à l'échelle mondiale est gaspillée (or: gâchée).
Μια νέα μελέτη ανακάλυψε ότι το 50 τις εκατό της τροφής παγκοσμίως πάει χαμένο.

βάση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les nouveaux marins ont bientôt trouvé leur équilibre sur le bateau.

διατηρώ φρούδες ελπίδες

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai essayé de le convaincre de venir avec nous mais j'ai bien senti que je m'acharnais en vain.

αλλάζω τρίχωμα

(oiseau, serpent) (ζώο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αδυνατίζω, χάνω βάρος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αργοσβήνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποξενώνω, απομακρύνω

(peu courant)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απομακρύνομαι

(personnes) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Parfois, les amis s'éloignent (or: se perdent de vue) avec le temps.
Κάποιες φορές οι φίλοι απομακρύνονται με το πέρασμα του χρόνου.

διαλύομαι

(familier) (μεταφορικά: χάνω τον έλεγχο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il est important de ne pas craquer quand les choses ne vont pas exactement comme vous voudriez.
Είναι σημαντικό να μην διαλυθείς, όταν τα πράγματα δεν πάνε ακριβώς όπως τα θέλεις.

σκοτοδίνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sam a été pris d'un évanouissement quand sa tension artérielle a chuté d'un coup.

χαζολογώ, χασομερώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χαζολογώ, χασομερώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δεν σπαταλάω

(sa salive)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Garde ta salive !

καταστρέφω, πλήττω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'arrestation d'un diplomate a détruit les relations entre les deux pays.

αναίσθητος, λιπόθυμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le patient était déjà inconscient quand il est arrivé à l'hôpital.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έπεσε αναίσθητος την ώρα του φαγητού και μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο.

αγύμναστος

locution verbale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ελεύθερος χρόνος

ψηλά το κεφάλι

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λανθασμένη τοποθέτηση, εσφαλμένη τοποθέτηση

nom masculin

μείωση αξίας, πτώση

locution verbale

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άτομο που με κάνει να χάνω τον χρόνο μου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του perdu στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του perdu

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.