Τι σημαίνει το facile στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης facile στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του facile στο Γαλλικά.

Η λέξη facile στο Γαλλικά σημαίνει εύκολος, εύκολος, άνετος, απλός, Μη σκας!, γρήγορος, άμεσος, εύκολος, άκοπος, εύκολος, ανεξάρτητος, εύκολος, απλός, που δε θέλει κόπο, τσουλίστικος, ανώδυνος, άτακτος, ατακτούλης, απλός, που δεν παρουσιάζει προβλήματα, πανεύκολος, τσουλίστικος, απλός, ξεκάθαρος, ελευθέρων ηθών, καλόβολος, ευκολάκι, εύπλαστος, προσιτός, προσιτός, ευπρόσιτος, περιζήτητος, που αλείφεται εύκολα, πιο εύκολο να το λες παρά να το κάνεις, πανεύκολος, προσηνής, καταδεκτικός, φιλικός, εύληπτος, ευκολονόητος, κατανοητός, ευπρόσιτος, προσπελάσιμος, δύσκολος, που μπορείς να φτάσεις εύκολα, εύκολος στην χρήση, δεν μπορώ να πω με σιγουριά, εύκολος στη χρήση, χωρίς κούμπωμα, όλα πήγαν καλά/ρολόι, δεν είναι εύκολο, Εύκολο να το λες., εύκολο μάθημα, παιχνιδιάρα, εύκολος στόχος, εύκολος στόχος, εύκολο χρήμα, εύκολη λεία, εύκολο θύμα, εύκολος στόχος, εύκολος στόχος, εύκολο, ευκολάκι, εύκολο χρήμα, διαβάζω με ευκολία, που απορροφάται με ευκολία, εύκολος στόχος, ρούχο ή παπούτσι χωρίς κούμπωμα, διαβάζω με ευκολία, προσβάσιμος, εύκολος στην περιποίηση, που αφομοιώνεται με ευκολία, αρχάριος, προσιτός, εύκολη, παιχνιδάκι, ξεκάθαρος, προφανής, πανεύκολος, που δεν απαιτεί ιδιαίτερη φροντίδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης facile

εύκολος

adjectif (καθομ: χαλαρής ηθικής)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Selon la rumeur, c'est une fille facile.
Υπήρχαν φήμες ότι ήταν εύκολη.

εύκολος

adjectif (όχι δύσκολος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Corriger l'orthographe fut un travail facile (or: simple).
Η διόρθωση των ορθογραφικών λαθών ήταν εύκολη υπόθεση.

άνετος

adjectif (οικονομικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Oui, nous avons une vie facile (or: confortable) ici.
Ναι, έχουμε μια άνετη ζωή εδώ.

απλός

adjectif (εύκολος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le puzzle était facile à résoudre pour lui.
Ήταν απλό γι' αυτόν να λύσει το παζλ.

Μη σκας!

interjection (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tu peux réparer ma voiture ? "Facile !"

γρήγορος, άμεσος

adjectif (réplique)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sa réplique facile nous a tous impressionnés.

εύκολος, άκοπος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Notre victoire hier soir était facile. Je sais que nous ne l'avons pas méritée.
Η χθεσινοβραδινή νίκη της ομάδας μας ήταν εύκολη (or: άκοπη). Ξέρω ότι δεν την αξίζαμε.

εύκολος

adjectif (tâche, travail)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
On a donné au nouvel employé une tâche facile pour sa première mission.

ανεξάρτητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
S'occuper d'un bernard-l'ermite est plutôt facile.

εύκολος, απλός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'entretien était une tâche facile pour Helen parce qu'elle connaissait déjà le candidat.

που δε θέλει κόπο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Faire un gâteau en utilisant une préparation préemballée est facile (or: aisé).

τσουλίστικος

(fille, femme) (υβριστικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανώδυνος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Voyager dans un autre pays est une manière aisée d'apprendre une langue.

άτακτος, ατακτούλης

(καθομιλουμένη, χιουμοριστικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dan sort avec une fille différente toutes les semaines : il a les mœurs légères.

απλός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που δεν παρουσιάζει προβλήματα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πανεύκολος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τσουλίστικος

(καθομ: συμπεριφορά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απλός, ξεκάθαρος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Bien, la tâche semble simple ; je ne crois pas que j'aurai de problèmes.
Λοιπόν, η δουλειά φαίνεται απλή. Δεν νομίζω ότι θα έχω προβλήματα.

ελευθέρων ηθών

adjectif (de peu de morale) (λόγιος, καθομιλουμένη)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Les gens ont traité la jeune femme de débauchée, mais pour sa part, elle passait juste du bon temps.
Ο κόσμος αποκαλούσε τη νεαρή κοπέλα «ελευθέρων ηθών», αλλά εκείνη θεωρούσε ότι απλά περνάει καλά.

καλόβολος

(personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'adore être avec elle parce que c'est une fille sympa, facile à vivre.
Μου αρέσει να είμαι μαζί της γιατί είναι ένα ευχάριστο, καλόβολο κορίτσι.

ευκολάκι

(familier) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εύπλαστος

(υλικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le PVC est un matériau malléable qui peut facilement être plié et coupé.

προσιτός

(personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La personnalité chaleureuse de Jane la rendait accessible.
Η φιλική προσωπικότητα της Τζέιν την έκανε προσιτή σε όλους.

προσιτός, ευπρόσιτος

adjectif (caractère)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est très accessible (or: facile à aborder) et il donne généralement une réponse rapide.
Είναι πολύ προσιτός και συνήθως απαντάει με ένα γρήγορο ναι ή όχι.

περιζήτητος

locution adjectivale (για πώληση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le nouveau service de télévision par câble sera facilement vendable (or: facile à vendre) car l'ancien était vraiment horrible.

που αλείφεται εύκολα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πιο εύκολο να το λες παρά να το κάνεις

(δύσκολο στην εφαρμογή)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Perdre du poids, c'est plus facile à dire qu'à faire.

πανεύκολος

(familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quand tu l'as fait plusieurs fois, c'est du gâteau !

προσηνής, καταδεκτικός, φιλικός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jim est un mec sympa qui est facile à vivre.

εύληπτος, ευκολονόητος, κατανοητός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Utilisez des schémas pour montrer un nombre important d'informations, d'une façon qui soit facile à comprendre.

ευπρόσιτος, προσπελάσιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Notre hôtel est facile d'accès depuis l'autoroute.

δύσκολος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il n'est pas facile d'élever un enfant de nos jours.

που μπορείς να φτάσεις εύκολα

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εύκολος στην χρήση

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je n'ai jamais vu un ordinateur aussi facile d'utilisation.

δεν μπορώ να πω με σιγουριά

adjectif (fam)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εύκολος στη χρήση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χωρίς κούμπωμα

locution adjectivale (vêtement) (κατά περίπτωση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όλα πήγαν καλά/ρολόι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le professeur disait que la traduction nous poserait problème, mais finalement, c'était facile.

δεν είναι εύκολο

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ce n'est pas facile de trouver l'âme sœur par les temps qui courent.

Εύκολο να το λες.

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εύκολο μάθημα

nom féminin (Université)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Déjà bien pris par le sport, Jim a décidé d'opter pour une voie facile ce semestre.
Ο Τζιμ ήταν τόσο απασχολημένος με τα σπορ που αποφάσισε αυτό το τρίμηνο να πάρει κάμποσα εύκολα μαθήματα.

παιχνιδιάρα

nom féminin (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εύκολος στόχος

nom féminin (figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
L'étude est une cible facile pour les critiques qui suggèrent que les résultats étaient prévisibles.

εύκολος στόχος

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
C'était une personne âgée et vivant seule : elle était donc une proie facile pour l'escroc.

εύκολο χρήμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εύκολη λεία, εύκολο θύμα, εύκολος στόχος

nom féminin (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εύκολος στόχος

nom féminin

εύκολο

nom masculin

ευκολάκι

nom féminin (à l'école) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εύκολο χρήμα

adjectif

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διαβάζω με ευκολία

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

που απορροφάται με ευκολία

(nourriture)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εύκολος στόχος

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le navire qui avançait lentement était une cible facile pour les tirs ennemis.

ρούχο ή παπούτσι χωρίς κούμπωμα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

διαβάζω με ευκολία

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσβάσιμος

(για ΑμΕΑ, για αμαξίδια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le nouveau bâtiment est entièrement aménagé pour les personnes handicapées, avec des portes automatiques et des couloirs assez larges pour des fauteuils roulants.
Το κτίριο είναι πλήρως προσβάσιμο διαθέτοντας αυτόματες πόρτες και αρκετά πλατιούς διαδρόμους για αμαξίδια.

εύκολος στην περιποίηση

locution adjectivale (μαλλιά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'après-shampoing rend mes cheveux plus faciles à coiffer.
Το κοντίσιονερ κάνει τα μαλλιά μου πιο εύκολα στην περιποίηση.

που αφομοιώνεται με ευκολία

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αρχάριος

adjectif (figuré)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προσιτός

locution adjectivale (personne) (άνθρωπος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εύκολη

nom féminin (péjoratif) (για γυναίκα)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

παιχνιδάκι

(μεταφορικά, καθομ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ξεκάθαρος, προφανής

locution adjectivale (cas)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πανεύκολος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που δεν απαιτεί ιδιαίτερη φροντίδα

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του facile στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του facile

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.