Τι σημαίνει το farm στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης farm στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του farm στο Αγγλικά.
Η λέξη farm στο Αγγλικά σημαίνει αγρόκτημα, φάρμα, καλλιεργώ, καλλιεργώ τη γη, χαμηλής κατηγορίας, αναθέτω σε υπεργολάβο, αναθέτω, κέντρο ομορφιάς, φάρμα όπου εκτρέφονται αρκούδες για τη χολή τους, φάρμα εκτροφής βοοειδών, βουστάσιο, ζώο αγροκτήματος, κατευθείαν από το αγρόκτημα, κατάστημα αγροτικών προϊόντων, τοπικά προϊόντα, με τοπικά προϊόντα, αγρεργάτης, αγρεργάτρια, ιχθυοτροφείο, σπα, αγρόκτημα για μη εμπορική εκμετάλλευση, φάρμα με άλογα, εκτός φάρμας, εκτός αγροκτήματος, στη φάρμα, μέσα στη φάρμα, στο αγρόκτημα, μέσα στο αγρόκτημα, ζωολογικός κήπος όπου τα παιδιά μπορούν να χαϊδέψουν τα ζώα, ορνιθοτροφείο, στάνη, εκτροφείο προβάτων, αγρόκτημα εκτοφής μεταξοσκώληκων, ιπποφορβείο, ιπποτροφείο, κυματικό πάρκο, αιολικό πάρκο, φάρμα σκουληκιών, φάρμα γαιοσκώληκων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης farm
αγρόκτημαnoun (land: productive, farming) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The family farm covered almost five hundred acres of land. Το οικογενειακό αγρόκτημα κάλυπτε σχεδόν πεντακόσια στρέμματα. |
φάρμαnoun (land: living, vacation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We have a farm near the mountains that we go to on the weekends. Έχουμε μια φάρμα κοντά στα βουνά και πηγαίνουμε τα Σαββατοκύριακα. |
καλλιεργώtransitive verb (cultivate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They farm sugarcane. Καλλιεργούν ζαχαροκάλαμο. |
καλλιεργώ τη γηintransitive verb (cultivate land) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Her family had farmed for more than ten generations. Η οικογένειά της ασχολείται με την καλλιέργεια εδώ και τουλάχιστον δέκα γενιές. |
χαμηλής κατηγορίαςadjective (minor league team) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) His successful squad was a farm team for the major league leader. |
αναθέτω σε υπεργολάβοphrasal verb, transitive, separable (subcontract) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He just made the units and farmed out the maintenance to a subcontractor. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όχι, το γραφείο μας δεν ασχολείται με τη μετάφραση των κειμένων. Το αναθέτουμε σε εξωτερικό συνεργάτη. |
αναθέτωphrasal verb, transitive, separable (place in another's care) (κάποιον σε κάποιον άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The Fergusons farmed their children out to various relatives and went on holiday. |
κέντρο ομορφιάςnoun (health spa) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
φάρμα όπου εκτρέφονται αρκούδες για τη χολή τουςnoun (place where bear bile is extracted) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
φάρμα εκτροφής βοοειδώνnoun (farm that raises cattle) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
βουστάσιοnoun (produces dairy products) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ζώο αγροκτήματοςnoun (agriculture: livestock or poultry) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κατευθείαν από το αγρόκτημαadjective (food: direct from the producer) (για φρέσκα προϊόντα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) These eggs are farm fresh. |
κατάστημα αγροτικών προϊόντωνnoun (UK (store selling local produce) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
τοπικά προϊόνταnoun (uncountable (use of local produce) |
με τοπικά προϊόνταadjective (using local produce) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αγρεργάτης, αγρεργάτριαnoun (worker on a farm) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
ιχθυοτροφείο(fish breeding place) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σπαnoun (type of hotel) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) For a birthday treat I went to a health spa. |
αγρόκτημα για μη εμπορική εκμετάλλευσηnoun (UK (small farm not run to make money) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mary runs a hobby farm in the town where she used to work. |
φάρμα με άλογαnoun (place where horses are bred) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εκτός φάρμας, εκτός αγροκτήματοςadjective (not taking place on a farm site) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στη φάρμα, μέσα στη φάρμα, στο αγρόκτημα, μέσα στο αγρόκτημαadjective (taking place on a farm site) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ζωολογικός κήπος όπου τα παιδιά μπορούν να χαϊδέψουν τα ζώαnoun (place where children can pet animals) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ορνιθοτροφείοnoun (place where fowl are bred) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
στάνη, εκτροφείο προβάτωνnoun (place where sheep are raised) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The children always enjoyed visiting the sheep farm. |
αγρόκτημα εκτοφής μεταξοσκώληκωνnoun (place where silk fibres are cultivated) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ιπποφορβείο, ιπποτροφείοnoun (place where horses are bred) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) After the horse was past his prime, he was sent to a stud farm to produce more champions like himself. |
κυματικό πάρκοnoun (facility: generates tidal power) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αιολικό πάρκοnoun (facility that generates electricity from wind) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) An increasing amount of our electricity is generated by wind farms. |
φάρμα σκουληκιών, φάρμα γαιοσκώληκωνnoun (facility where worms are bred) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του farm στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του farm
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.