Τι σημαίνει το favor στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης favor στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του favor στο Αγγλικά.
Η λέξη favor στο Αγγλικά σημαίνει χάρη, προτίμηση, συμπάθεια, προτιμάω, προτιμώ, ευνοώ κπ/κτ σε βάρος κάποιου, ευνοώ, δώρο που δίνει ο οικοδεσπότης στους καλεσμένους του, ζητώ μια χάρη, ζητώ μια χάρη, ζητώ μια χάρη, προτίμηση σε κτ/κτ, κερδίζω την εύνοια κπ, κερδίζω την εύνοια κπ, κάνω διακρίσεις υπέρ κάποιου, κάνω τη χάρη σε κπ, κάνω μια χάρη σε κπ, κάνε μου τη χάρη να κάνεις κτ, xάνω την εκτίμηση, υπέρ, υπέρ, υπέρ, δημοφιλής, που έχει την εύνοια κάποιου, υπέρ σου, κάνε μου τη χάρη να κάνεις κτ, επιλέγω, διαλέγω, δεν είμαι πια δημοφιλής, παρακαλώ, χάρη σε ειδική περίπτωση, δώρο προσκεκλημένων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης favor
χάρηnoun (helpful act) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Do me a favor and lend me $50. Κάνε μου τη χάρη και δάνεισέ μου 50 δολάρια. |
προτίμηση, συμπάθειαnoun (preference) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προτιμάω, προτιμώtransitive verb (like best) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Keith wears a suit to work six days a week, so on Sunday he tends to favour jeans and a T-shirt. |
ευνοώ κπ/κτ σε βάρος κάποιου(prefer) (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It's not unusual for parents to favor one child over the others. Δεν είναι ασυνήθιστο για τους γονείς να ευνοούν ένα παιδί εις βάρος των άλλων. |
ευνοώtransitive verb (give [sb] an advantage) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Luck favours those who work hard. |
δώρο που δίνει ο οικοδεσπότης στους καλεσμένους τουnoun (gift for party guest) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ζητώ μια χάρηverbal expression (request that [sb] do [sth]) May I ask a favor? Could you please water my garden while I'm out of town? Μπορώ να ζητήσω μια χάρη; Θα μπορούσες να ποτίζεις τον κήπο μου όσο θα λείπω; |
ζητώ μια χάρηverbal expression (request that [sb] do [sth]) (από κάποιον) |
ζητώ μια χάρηverbal expression (request that [sb] do [sth]) (από κάποιον) Could I ask a favor of you? Μπορώ να σου ζητήσω μια χάρη; |
προτίμηση σε κτ/κτnoun (inclination: in favor) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The electoral system suffers from bias in favour of one particular party. |
κερδίζω την εύνοια κπverbal expression (US (be ingratiating) (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Roderick is always attempting to curry favor to gain an advantage. |
κερδίζω την εύνοια κπverbal expression (US (ingratiate yourself) (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) See if you can curry favor with one of the directors. |
κάνω διακρίσεις υπέρ κάποιουverbal expression (show prejudice in favor of [sb]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The referee seems to be discriminating in favor of the home team. |
κάνω τη χάρη σε κπ, κάνω μια χάρη σε κπverbal expression (do [sth] kind) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Will you do me a favor and post this letter for me? Μπορείς να μου κάνεις τη χάρη να μου ταχυδρομήσεις αυτό το γράμμα; |
κάνε μου τη χάρη να κάνεις κτinterjection (please would you) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
xάνω την εκτίμησηverbal expression (lose popularity) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπέρadjective (in agreement) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) When they first announced the scheme, only one or two people were in favour. |
υπέρ(approving of [sth]) (με γενική) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) |
υπέρexpression (approving of [sth]) (του να γίνει κτ, του να κάνω κτ) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) |
δημοφιλήςadjective (popular, liked) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cocktails bars are no longer in favour. Τα κοκτέιλ μπαρ δεν είναι πια δημοφιλή. |
που έχει την εύνοια κάποιου(liked by, popular among) (άτομο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπέρ σουadverb (in a way that benefits you) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνε μου τη χάρη να κάνεις κτinterjection (please would you) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Kindly do me the favour of not turning your back on me when I'm talking to you! |
επιλέγω, διαλέγωverbal expression (choose over [sth] else) (κάτι αντί για κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We opted in favor of a smaller, more economical car. Προτιμήσαμε ένα μικρότερο, πιο οικονομικό αμάξι. |
δεν είμαι πια δημοφιλήςverbal expression (have lost popularity) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παρακαλώ(Spanish (please) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χάρη σε ειδική περίπτωσηnoun (act of preferential kindness) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) As a special favour he was allowed to stay up late on his birthday. |
δώρο προσκεκλημένωνnoun (gift for guests at a marriage) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του favor στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του favor
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.