Τι σημαίνει το bias στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bias στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bias στο Αγγλικά.

Η λέξη bias στο Αγγλικά σημαίνει προτίμηση, προτίμηση σε κτ/κτ, προκατάληψη, κλίση, θέση, μεροληψία, διαγώνιος, πόλωση, προκαταλαμβάνω, προδιαθέτω, πολώνω, προκατάληψη της επιβεβαίωσης, διακρίσεις λόγω φύλου, μεροληψία λόγω φύλου, είμαι προκατειλημμένος, κοινωνική προκατάληψη, ασυνείδητη προκατάληψη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bias

προτίμηση

noun (inclination: in favour) (για κάποιον/κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His bias for attractive employees was obvious.
Η προτίμησή του προς τις εμφανίσιμες υπαλλήλους ήταν εμφανής.

προτίμηση σε κτ/κτ

noun (inclination: in favor)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The electoral system suffers from bias in favour of one particular party.

προκατάληψη

noun (prejudice: against) (εναντίον: με γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The manager was fired because of his bias against women.
Ο διευθυντής απολύθηκε εξαιτίας της προκατάληψής του εναντίον των γυναικών.

κλίση, θέση

noun (viewpoint)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I don't trust his judgement because of his strong political bias.

μεροληψία

noun (statistics: systematic distortion) (στατιστική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The results might have a bias because the sample was not random.
Ενδέχεται να υπάρχει μια μεροληψία (or: ένα συστηματικό σφάλμα) στα αποτελέσματα, διότι το δείγμα δεν ήταν τυχαίο.

διαγώνιος

noun (fabric direction)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The dress is cut on the bias.

πόλωση

noun (electronics: regulating factor)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The bias regulates current flow through the vacuum tube.

προκαταλαμβάνω, προδιαθέτω

transitive verb (prejudice [sb] against) (εναντίον: με γενική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The media may have biased people against voting for Taylor.

πολώνω

transitive verb (electronics: give a bias)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I biased the circuit to run from 1.0V to 5.0V.

προκατάληψη της επιβεβαίωσης

noun (favoring facts that confirm own belief)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διακρίσεις λόγω φύλου, μεροληψία λόγω φύλου

noun (sexual discrimination)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The professor's gender bias was clear when he said that women could not write as well as men.

είμαι προκατειλημμένος

transitive verb (be prejudiced against)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They have a bias against assertive women.

κοινωνική προκατάληψη

noun (class discrimination)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ασυνείδητη προκατάληψη

noun (implicit prejudice)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bias στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bias

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.