Τι σημαίνει το hear στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hear στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hear στο Αγγλικά.

Η λέξη hear στο Αγγλικά σημαίνει ακούω, ακούω, ακούω, ακούω, ακούω, πραγματοποιώ ακρόαση, Μπράβο!, ακούω, ακούω, παρακολουθώ, καταλαβαίνω, εισακούω, Έχεις δίκιο!, ακούω, μαθαίνω, περιμένω απάντηση, περιμένω απάντηση, έχω νέα από, ακούω, μαθαίνω, αφήνω κπ να ολοκληρώσει, μαθαίνω κτ από κπ, ακούω κτ από κπ, δεν έχω νέα, δεν ακούω κάτι, ακούω, ακούω ότι/πως, μαθαίνω κτ από τα κουτσομπολιά, δεν δέχομαι κτ με τίποτα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hear

ακούω

transitive verb (sound: perceive)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He heard a crash in the kitchen and went to see what had happened.
Άκουσε έναν κρότο στην κουζίνα και πήγε να δει τι έγινε.

ακούω

transitive verb (detect sound of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can you hear the train whistle? // I didn't hear you come home last night.
Ακούς το τρένο που σφυρίζει; // Δεν σε άκουσα όταν ήρθες χτες το βράδυ.

ακούω

intransitive verb (sound: be able to perceive)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She can no longer hear well and is becoming deaf.
Δεν ακούει πλέον καλά και παθαίνει κώφωση.

ακούω

transitive verb (information: receive) (ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Did you hear that Mr. Johnson has died?
Έμαθες ότι ο κύριος Τζόνσον πέθανε;

ακούω

transitive verb (be in audience)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We went to hear the concert in the park.
Πήγαμε να παρακολουθήσουμε τη συναυλία στο πάρκο.

πραγματοποιώ ακρόαση

transitive verb (consider officially)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The court will hear his testimony on Tuesday.
Το δικαστήριο θα πραγματοποιήσει την ακρόαση της μαρτυρίας του την Τρίτη.

Μπράβο!

interjection (UK (imperative: endorse)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
The Members of Parliament cried, "Hear, hear!"

ακούω

intransitive verb (listen with favour)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The manager will hear with sympathy, if you present your argument calmly.

ακούω

transitive verb (listen to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Will you please hear what I have to say?

παρακολουθώ

transitive verb (mass: attend)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We hear Mass every Sunday morning.

καταλαβαίνω

transitive verb (understand)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I hear you, but I don't agree.

εισακούω

transitive verb (listen with favor)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pray for forgiveness and the Lord will hear you.
Προσευχήσου στον Θεό για συγχώρεση και οι προσευχές σου θα εισακουστούν.

Έχεις δίκιο!

interjection (strong agreement)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
'We're all disgusted with the treatment we received.' 'Hear, hear!'.

ακούω, μαθαίνω

phrasal verb, transitive, inseparable (learn latest news) (για ειδήσεις/νέα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Did you hear about the earthquake in Japan?

περιμένω απάντηση

phrasal verb, intransitive (receive a response from [sb])

I left him a voicemail inviting him to the party and I'm waiting to hear back.

περιμένω απάντηση

(receive a response)

I sent my friend an e-mail and heard back from him immediately.

έχω νέα από

phrasal verb, transitive, inseparable (receive news from [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Do you hear from David these days? She hasn't heard from her brother in 3 months.
Έχεις νέα από τον Ντέιβιντ αυτές τις μέρες; Δεν έχει νέα από τον αδερφό της εδώ και 3 μήνες.

ακούω, μαθαίνω

phrasal verb, transitive, inseparable (be told about [sth]) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If I hear of any jobs opening up I will let you know.
Αν ακούσω (or: μάθω) για κάποια ελεύθερη θέση εργασίας, θα σε ενημερώσω.

αφήνω κπ να ολοκληρώσει

phrasal verb, transitive, separable (listen to the end)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I won't believe his excuse, but I'll hear him out.
Δεν πιστεύω τη δικαιολογία του αλλά θα τον ακούσω.

μαθαίνω κτ από κπ, ακούω κτ από κπ

(learn [sth] via [sb])

I heard from your mother that you're getting married next year?
Μου είπε η μητέρα σου ότι παντρεύεσαι του χρόνου.

δεν έχω νέα, δεν ακούω κάτι

(receive no news of [sb], [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Since Mark moved to London, I have heard nothing from him.

ακούω

verbal expression (hear a rumour)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They say they're still married but we have heard talk of a secret divorce.

ακούω ότι/πως

verbal expression (hear [sth] mentioned)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We hear talk that he keeps a mistress in Brooklyn.

μαθαίνω κτ από τα κουτσομπολιά

verbal expression (figurative (hear a rumor)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν δέχομαι κτ με τίποτα

verbal expression (refuse to accept [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She wants to go backpacking on her own, but her parents won't hear of it! I wanted to pay for dinner but he wouldn't hear of it.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hear στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του hear

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.