Τι σημαίνει το pro στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pro στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pro στο Αγγλικά.

Η λέξη pro στο Αγγλικά σημαίνει επαγγελματίας, εξπέρ, γκουρού, επαγγελματίας, υπέρ, υπέρ, τα υπέρ και τα κατά, τα συν και τα πλην, αφιλοκερδώς, προτιμολόγιο, για τους τύπους, για τυπικούς λόγους, αναλογικά, κατ' αναλογία, αναλογικός, προσωρινός, πρόσκαιρος, προσωρινά, προσωρινός, πρόσκαιρος, προσωρινά, πρόσκαιρα, υπέρ των αμβλώσεων, υπέρ των αμβλώσεων, κατά των αμβλώσεων, αντιστάθμιση, μισθός κατ' αναλογία, ημιεπαγγελματικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pro

επαγγελματίας

noun (informal, abbreviation (sport: professional) (αθλητικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The tournament's open to pros and amateurs alike.
Το τουρνουά είναι ανοιχτό τόσο στους επαγγελματίες όσο και στους ερασιτέχνες.

εξπέρ, γκουρού

noun (figurative, slang, abbreviation (expert) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
He claimed to be a pro at crossword puzzles.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι επαΐοντες της τεχνολογίας θεωρούν ότι ο εθισμός στα κινητά θα αυξηθεί τις επόμενες δεκαετίες.

επαγγελματίας

adjective (informal, abbreviation (professional)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He turned pro in 1990 after winning two amateur titles.
Έγινε επαγγελματίας το 1990, αφού κέρδισε δυο ερασιτεχνικούς τίτλους.

υπέρ

adverb (in favor) (σύμφωνος)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
I voted against the increased budget; my partner voted pro.
Ψήφισα κατά της αύξησης του προϋπολογισμού. Ο συνέταιρός μου ψήφισε υπέρ.

υπέρ

preposition (informal (for, in favor of)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
I'm pro the idea of the European Union, but in practice their regulations often seem unfair.
Είμαι υπέρ της ύπαρξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά, συχνά, στην πράξη, οι κανονισμοί της είναι, μάλλον, άδικοι.

τα υπέρ και τα κατά, τα συν και τα πλην

plural noun (advantages and disadvantages)

She weighed the pros and cons of the situation before making a decision. We're making a list of the pros and cons of living in France.

αφιλοκερδώς

adverb (Latin (not for profit)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The claimant's lawyers were acting pro bono.

προτιμολόγιο

adjective (Latin (invoice, balance: advance)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

για τους τύπους, για τυπικούς λόγους

adjective (Latin (done as a formality)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We'll need to have a pro forma interview to satisfy the legal department.

αναλογικά, κατ' αναλογία

adverb (proportionately)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The job is paid pro rata.

αναλογικός

adjective (proportionate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Julia is paid a pro-rata salary.

προσωρινός, πρόσκαιρος

adjective (abbreviation (pro tempore)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προσωρινά

adverb (abbreviation (pro tempore)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She was brought in to serve as judge pro tem until the regular judge recovered from his illness.

προσωρινός, πρόσκαιρος

adjective (Latin, formal (temporary)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προσωρινά, πρόσκαιρα

adverb (Latin, formal (temporarily)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

υπέρ των αμβλώσεων

adjective (favoring legalization of abortion)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπέρ των αμβλώσεων

adjective (abortion: supporting right to choose)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατά των αμβλώσεων

adjective (anti-abortion)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντιστάθμιση

noun (Latin (fair exchange)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In a quid pro quo, the union accepted salary decreases in exchange for an increase in overtime.

μισθός κατ' αναλογία

noun (wage: full-time equivalent)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ημιεπαγγελματικός

adjective (informal, abbreviation (semiprofessional)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pro στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του pro

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.