Τι σημαίνει το story στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης story στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του story στο Αγγλικά.
Η λέξη story στο Αγγλικά σημαίνει ιστορία, ιστορία, εκδοχή, πλοκή, ψέμα, όροφος, άρθρο, -ώροφος, -ώροφος, -ώροφος, ιστορία περιπέτειας, περιπέτεια, σύμφωνα με τα όσα λέγονται, κατά τα λεγόμενα, παρελθόν, παραμύθι, ιστορία της γέννησης του Χριστού, παρατραβηγμένη ιστορία, ιστορία ενηλικίωσης, κεντρικό θέμα, αστυνομική ιστορία, παραμύθι, συνηθισμένη ιστορία, κύριο άρθρο, παρατραβηγμένη ιστορία, αστεία ιστορία, ιστορία φαντασμάτων, ιστορία με φαντάσματα, ωραία ιστορία, ευχάριστη ιστορία, ωραία ιστορία, ευχάριστη ιστορία, ιστορία τρόμου, ανθρώπινη ιστορία, ιστορικό, μη αληθοφανής εκδοχή, παραμύθα, φούμαρα, αισθηματική ιστορία, ηθικό δίδαγμα, ηθικό δίδαγμα, πολυώροφος, ρεπορτάζ, κόμικ με φωτογραφίες, είδος μακροσκελούς αστείας ιστορίας, διήγημα, συγγραφέας διηγημάτων, δακρύβρεχτη ιστορία, συγγραφέας, υπόθεση, ιστορία, πλοκή, ιστορία επιτυχίας, απίθανη ιστορία, απίθανη ιστορία, παρατραβηγμένη ιστορία, λέω ένα παραμύθι, αφηγούμαι ένα παραμύθι, λέω μια ιστορία, αφηγούμαι μια ιστορία, αυτό είναι άλλη ιστορία, όλη την αλήθεια, τριώροφο διαμέρισμα, πρώτο θέμα, αληθινή ιστορία, διώροφος, τελευταίος όροφος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης story
ιστορίαnoun (fictional tale) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) That author writes wonderful stories. Αυτή η συγγραφέας γράφει ωραίες ιστορίες. |
ιστορίαnoun (narrative account) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Granny, tell us the story of how you met Grandpa. Γιαγιάκα, πες μας την ιστορία του πώς γνώρισες τον παππού. |
εκδοχήnoun (version of events) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Her story is different from mine. Η εκδοχή της είναι διαφορετική από τη δική μου. |
πλοκήnoun (plot) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This book has a great story. Αυτό το βιβλίο έχει καταπληκτική πλοκή. |
ψέμαnoun (informal (lie) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The mischievous children told their parents a story. Τα σκανταλιάρικα παιδιά είπαν στους γονείς τους ένα παραμύθι. |
όροφοςnoun (floor, level of a building) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) This building has five stories. Αυτό το κτίριο έχει πέντε ορόφους. |
άρθροnoun (journalism: article) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Jillian is hoping for a big story. Η Τζίλιαν ελπίζει να γράψει ένα μεγάλο άρθρο. |
-ώροφοςnoun as adjective (as suffix (storied: with a given number of floors) Locals objected to the proposed construction of a 20-storey building in the city centre. |
-ώροφοςnoun (US (layer, tier) They had a five-story cake at their wedding. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μαμά, θέλω μια δίπατη τούρτα για τα γενέθλιά μου! |
-ώροφοςnoun as adjective (as suffix (with a given number of tiers, layers) They had a five-story cake at their wedding. |
ιστορία περιπέτειας, περιπέτειαnoun (fiction with exciting plot) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) When I was a child I wanted to be a pirate like the ones I read about in adventure stories. |
σύμφωνα με τα όσα λέγονται, κατά τα λεγόμεναexpression (as has been said) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) As the story goes, Hector was out of town when the bank was robbed. |
παρελθόνnoun (fiction: character's background) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
παραμύθιnoun (story read to a child before sleep) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The children begged their father to read them a bedtime story. |
ιστορία της γέννησης του Χριστούnoun (Bible tale: birth of Jesus) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nativity plays tell the Christmas story. |
παρατραβηγμένη ιστορίαnoun (figurative, informal (far-fetched account) |
ιστορία ενηλικίωσηςnoun (novel, film: child becomes adult) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κεντρικό θέμαnoun (magazine: story on front page) |
αστυνομική ιστορίαnoun (story about crime investigation) |
παραμύθιnoun (fantasy story) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The movie is a modern adaptation of a classic fairy tale. Η ταινία συνιστά σύγχρονη προσαρμογή ενός κλασικού παραμυθιού. |
συνηθισμένη ιστορίαnoun (common situation) It's a familiar story; she came to New York to be a star on Broadway and ended up on the streets. |
κύριο άρθροnoun (article in magazine, newspaper) |
παρατραβηγμένη ιστορίαnoun (figurative, informal (far-fetched account) |
αστεία ιστορίαnoun (amusing anecdote, joke) He told us a funny story about his holiday in Thailand. |
ιστορία φαντασμάτων, ιστορία με φαντάσματαnoun (tale of the supernatural) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) They sat around the fire and told ghost stories to each other. |
ωραία ιστορία, ευχάριστη ιστορίαnoun (entertaining account, anecdote) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It wasn't much fun when it happened, but it makes a good story now. |
ωραία ιστορία, ευχάριστη ιστορίαnoun (good piece of fiction) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I read a good story by Carol Shields last week. |
ιστορία τρόμουnoun (scary story, film, etc.) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ανθρώπινη ιστορίαnoun (news item about people's lives) It's a human interest story about a boy who successfully battled against cancer. |
ιστορικόnoun ([sb]'s past experiences and history) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μη αληθοφανής εκδοχή, παραμύθα, φούμαραnoun (informal (account considered dubious or untrue) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Are you telling me you never heard the phone? That's a likely story! |
αισθηματική ιστορίαnoun (story about a romantic relationship) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ηθικό δίδαγμαnoun (literal (ethical lesson in a fable or story) (κυριολεκτικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) In the tale of the tortoise and the hare, the slow tortoise wins the race - the moral of the story is that steady persistence wins in the end. |
ηθικό δίδαγμαnoun (figurative (lesson to be learned from [sth]) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The engine blew up after a week so the moral of the story is not to buy a really cheap second-hand car. |
πολυώροφοςnoun as adjective (building: with levels) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ρεπορτάζ(news report) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
κόμικ με φωτογραφίεςnoun (photography) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
είδος μακροσκελούς αστείας ιστορίαςnoun (figurative, informal (long wordy anecdote) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
διήγημαnoun (written fiction shorter than a novella) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) He wrote short stories about people living in rural areas. Έγραφε διηγήματα για ανθρώπους που ζούσαν σε αγροτικές περιοχές. |
συγγραφέας διηγημάτωνnoun (author of short fiction) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) Edgar Allan Poe was a famous 19th-century American short story writer. |
δακρύβρεχτη ιστορίαnoun (informal (tale or account meant to evoke pity) Just get on with your job – I don't want to hear any more of your sob stories. |
συγγραφέαςnoun (author of prose fiction) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I want to be a story writer when I grow up. |
υπόθεση, ιστορία, πλοκήnoun (fiction: plot, story) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I found the storyline of “War and Peace” really difficult to follow. Βρήκα την υπόθεση του «Πόλεμος και Ειρήνη» πραγματικά δύσκολη να την καταλάβω. |
ιστορία επιτυχίαςnoun (figurative (real-life example of [sb] succeeding) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
απίθανη ιστορίαnoun (figurative, informal (far-fetched account) |
απίθανη ιστορία, παρατραβηγμένη ιστορίαnoun (figurative, informal (far-fetched story) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I don't want to hear any of your tall tales about being abducted by aliens on your way to school. |
λέω ένα παραμύθι, αφηγούμαι ένα παραμύθιverbal expression (recite a narrative) (κάτι φανταστικό) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The children asked their grandfather to tell them a story. |
λέω μια ιστορία, αφηγούμαι μια ιστορίαverbal expression (figurative (reflect events) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Every picture tells a story. |
αυτό είναι άλλη ιστορίαinterjection (informal (quite the contrary) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Singing pop is pretty easy, but singing opera – well, that's a different story! |
όλη την αλήθειαnoun (the full truth) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We'll never know the whole story about what she did that night. |
τριώροφο διαμέρισμαnoun (flat with three floors) |
πρώτο θέμαnoun (headline news item) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αληθινή ιστορίαnoun (account of a real-life experience) |
διώροφοςnoun as adjective (building: having two floors) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τελευταίος όροφοςnoun (building: higher floor) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του story στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του story
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.