Τι σημαίνει το odd στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης odd στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του odd στο Αγγλικά.

Η λέξη odd στο Αγγλικά σημαίνει μονός, περιττός, παράξενος, περίεργος, παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος, παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος, παράξενος, μονός, τυχαίος, περίπου, επιπλέον, πιθανότητες, υπερβολική δόση, παίρνω υπερβολική δόση, παίρνω υπερβολική δόση, μονά-ζυγά, παράξενος, μέλος της αδελφότητας των Odd Fellows, περίεργος/αλλόκοτος/εκκεντρικός τύπος, μικροδουλειά, τυχαίο ποσό, παράγων ανωμαλίας, αυτός που δεν ανήκει στο σύνολο, άσχετες στιγμές, μονός αριθμός, μονός αριθμός, ξεκάρφωτος, άσχετος, λίγα λόγια, τεχνίτης, μάστορας, που κάνει μερεμέτια, παράξενος, περίεργος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης odd

μονός, περιττός

adjective (uneven number: 3, 5, 9, etc.)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
5181 is an odd number.
Το 5181 είναι μονός αριθμός.

παράξενος, περίεργος

adjective (strange)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That's odd that she didn't go directly home after work.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο καθηγητής έκανε κάτι κουλό χτες· δεν μας έβαλε ασκήσεις για το σπίτι.

παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος

adjective (person: eccentric)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That guy was quite odd. He kept asking the time.
Αυτός ο τύπος ήταν πολύ παράξενος. Ρωτούσε συνέχεια την ώρα.

παράξενος, περίεργος

adjective (unusual, peculiar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her clothing is odd, with unfashionable lines, and lots of fur.
Τα ρούχα της είναι παράξενα, με ξεπερασμένες γραμμές και πολλή γούνα.

αλλόκοτος, παράξενος

adjective (fantastical, strange)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The Cyclops looks so odd, with just a single eye on his forehead.
Ο Κύκλωπας φαίνεται τόσο παράξενος με μόνο ένα μάτι στο μέτωπό του.

μονός

adjective (part of a pair)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
After doing the laundry, there was an odd sock remaining.
Αφού έβαλε πλυντήριο, της έμεινε μια μονή κάλτσα.

τυχαίος

adjective (occasional)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jeff has mostly recovered from his illness, though he still has the odd dizzy spell.
Ο Τζεφ έχει αναρρώσει σχεδόν εντελώς από την ασθένειά του, αν και έχει ακόμα τυχαία περιστατικά ζαλάδας.

περίπου

adjective (approximately)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
There were 50-odd people at the party.
Υπήρχαν πάνω-κάτω (or: συν-πλην) 50 άτομα στο πάρτι.

επιπλέον

adjective (additional)

Ten euros and a few odd cents were left.
Περίσσεψαν δέκα Ευρώ και μερικά επιπλέον λεπτά.

πιθανότητες

plural noun (probability ratio)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The odds of winning the lottery are not good.

υπερβολική δόση

noun (informal, initialism (overdose)

The celebrity died of an OD.

παίρνω υπερβολική δόση

intransitive verb (informal, initialism (overdose)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The doctor told the patient to be careful not to OD.

παίρνω υπερβολική δόση

(informal, initialism (overdose on [sth]) (με γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It is easy to OD on painkillers.

μονά-ζυγά

noun (betting game)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παράξενος

noun (figurative (strange person)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μέλος της αδελφότητας των Odd Fellows

noun (member: fraternal society) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
My grandfather was an Odd Fellow; he was a member of the Odd Fellows Friendly Society.

περίεργος/αλλόκοτος/εκκεντρικός τύπος

noun (informal (eccentric man) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μικροδουλειά

noun (usually plural (small manual task)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I wish we could find a handyman for odd jobs. During this recession, I know people who get by working odd jobs.

τυχαίο ποσό

noun (stock trading: non-standard amount) (χρηματιστήριο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There are a few odd lots on offer, but nothing substantial.

παράγων ανωμαλίας, αυτός που δεν ανήκει στο σύνολο

noun ([sb] or [sth] that does not belong)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You've already got four people for a tennis game, so I'm odd man out and will watch.

άσχετες στιγμές

plural noun (informal (rare occasions) (καθομιλουμένη)

I haven't seen him for years, but he pops into my mind at odd moments.

μονός αριθμός

noun (numeral that is not even)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
1, 3, and 5 are all odd numbers.

μονός αριθμός

noun (uneven number: of [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There was an odd number of students in the class so they worked in pairs apart from one group of three people.

ξεκάρφωτος, άσχετος

noun ([sth] or [sb] that does not belong)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Study the people in the photo for 15 seconds then tell me which is the odd one out.

λίγα λόγια

noun (informal (occasional verbal exchange)

I've had the odd word with him over the years, but I never really knew him well.

τεχνίτης, μάστορας

noun (male who does manual tasks)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

που κάνει μερεμέτια

noun ([sb] who does casual manual work)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παράξενος, περίεργος

adjective (appearance: strange)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του odd στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του odd

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.