Τι σημαίνει το half στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης half στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του half στο Αγγλικά.

Η λέξη half στο Αγγλικά σημαίνει μισό, μισό, μισό, ημίχρονο, μισός, μισός, μισο-, μισο-, ετεροθαλής, ψευτο-, μισή πίντα, μισό εισιτήριο, χαφ, μισή πίντα, και μισή, και μισή, μεσίστια, κάτω από τους μισούς, λιγότεροι από τους μισούς, κάτω από τους μισούς, λιγότεροι από τους μισούς, είμαι διπλωμένος στα δύο, είμαι διπλωμένος στα δύο, το έτερον ήμισυ, κατά πενήντα τοις εκατό, υπερβολικά, η θέση του σέντερ χαφ, σέντερ χαφ, φλάι χαφ, φλάι χαφ, διπλώνω στα δύο, διπλώνω στη μέση, διπλώνω κτ στα δύο, διπλώνω κτ στη μέση, αν είχα και την παραμικρή ευκαιρία, αν μου δινόταν και η παραμικρή ευκαιρία, μισό φλυτζάνι, έξι, έξι, μισό λίτρο, μισό δευτερόλεπτο, μισή ώρα, ο μισός από κτ, ο μισός, τα μισά, μισοκοιμισμένος, τουαλέτα, ημίτυφλος, μισότυφλος, ετεροθαλής αδερφός, ετεροθαλής αδερφή, μπάσταρδος, ημίαιμο, ημιδιατροφή, ετεροθαλής αδελφός, με μειωμένο ωράριο, ημιαργία, ημιαργία, μισοπεθαμένος, μισό δολάριο, μισάωρο, ημίμετρο, μισό μίλι, μισό, μισάνοιχτος, ένα τέταρτο, μικρό ποτήρι, του τετάρτου, των 250 ml, μισή μερίδα, μισή τιμή, όστρακο, ετεροθαλής αδερφή, σχολικές διακοπές στη μέση κάθε τριμήνου, που αναφέρεται στις σχολικές διακοπές στη μέση κάθε τριμήνου, κρέμα γάλακτος και γάλα σε ίση ποσότητα, μισό μισό, μισοτελειωμένος, κακοσχεδιασμένος, ετεροθαλής, ημίαιμος, μπάσταρδος, μπάσταρδος, μπασταρδεμένος, μισός αιώνας, πενήντα, πενήντα, πεντηκοστός, ημικύκλιο, ημικύκλιο, ημιπερίμετρος, ημιπεριφέρεια, ημικύκλιο, μισόκλειστος, ημιαφοπλισμένος, πρόχειρος, μισή κορώνα, μεθυσμένος, εξάδα, έξι, μισοντυμένος, μισοάδειος, μισογεμάτος, μισάωρος, μισή ίντσα, μισής ίντσας, που απεικονίζει το άτομο μέχρι τη μέση, μεσαίου μήκους, χρόνος ημιζωής, ημίφως, ημιμαραθώνιος, μεσίστιος, μισοφέγγαρο, ημίγυμνος, κεκλιμένη ράμπα, στη μισή τιμή, μισοτιμής, σχεδόν σοβαρός, μισού μεγέθους, μικροσκοπικός, ημίχρονο, του ημιχρόνου, ημιερπυστριοφόρο, μισή αλήθεια, κάνω μισό βολέ, κάνω χαφ βολέ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης half

μισό

noun (50 percent)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Half of eight is four.
Το μισό του οχτώ είναι τέσσερα.

μισό

noun (fraction: 50 per cent)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
All of these groups combined add up to half.
Όλες αυτές οι ομάδες μαζί αποτελούν το μισό.

μισό

noun (one of two parts)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Which half of the apple do you want?
Ποιο μισό του μήλου θέλεις;

ημίχρονο

noun (sports: division of play) (αθλητικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
At the end of the first half, the score is even.
Στο τέλος του πρώτου ημιχρόνου, οι δυο ομάδες είναι ισόπαλες.

μισός

(50 per cent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Half of the people agree with me.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι μισοί συμμαθητές μου παίζουν ποδόσφαιρο και οι άλλοι μισοί μπάσκετ.

μισός

adjective (about 50 per cent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Half the audience applauded, the other half booed.
Το ήμισυ του κοινού χειροκρότησε, ενώ το άλλο ήμισυ αποδοκίμασε.

μισο-

adverb (50 per cent)

The glass was half full.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Βγήκε μισόγυμνη από το μπάνιο για να σηκώσει το τηλέφωνο.

μισο-

adverb (figurative (partly)

I am half-ready to go.
Είμαι μισοέτοιμος να φύγουμε.

ετεροθαλής

prefix (relation through one parent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
For example: half-brother
Για παράδειγμα: ετεροθαλής αδερφός.

ψευτο-

adjective (figurative (incomplete)

She gave him a half smile after he told the stupid joke.

μισή πίντα

noun (UK, informal (beer, cider: half a pint)

Landlord, I'll have a half of lager, please.

μισό εισιτήριο

noun (UK (children's ticket)

One and a half to Waterloo, please, driver.

χαφ

noun (soccer, etc.: position)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I prefer to play centre half, but my brother likes to be in goal.

μισή πίντα

noun (UK, informal (half a pint of: beer, cider, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
As I could only stay at the pub for fifteen minutes, I ordered a half.

και μισή

preposition (thirty minutes after (the hour)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
School usually finishes at half past three, but today we finished at half two!
Κανονικά σχολάμε στις τρεισήμισι, αλλά σήμερα σχολάσαμε στις δυόμισι!

και μισή

adjective (informal (thirty minutes after (the hour)) (καθομιλουμένη)

I finish work at 5, so I'll drop by to pick you up at about half past.
Σχολάω από τη δουλειά στις 5, οπότε θα περάσω να σε πάρω κατά τις και μισή.

μεσίστια

adverb (flag: flying low)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κάτω από τους μισούς, λιγότεροι από τους μισούς

noun (under 50 percent)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάτω από τους μισούς, λιγότεροι από τους μισούς

adjective (under 50 percent of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι διπλωμένος στα δύο

adjective (person: doubled over) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When she came in, she was bent in half because of the pain.
Όταν μπήκε μέσα ήταν διπλωμένη στα δύο από τον πόνο.

είμαι διπλωμένος στα δύο

adjective (thing: folded in two) (κυριολεκτικά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
After a freak spring snowstorm, the daffodils were bent in half under the weight of the snow.

το έτερον ήμισυ

noun (figurative, informal (partner or spouse) (καθαρεύουσα, καθομ, μτφ)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I'll have to ask my better half if we are free that weekend.

κατά πενήντα τοις εκατό

adverb (by 50 per cent)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Since I retired my income is down by half.

υπερβολικά

adjective (UK, slang, figurative (extremely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Your problem is, you're too clever by half!
Το πρόβλημά σου είναι ότι παραείσαι έξυπνος!

η θέση του σέντερ χαφ

noun (soccer position) (ποδόσφαιρο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σέντερ χαφ

noun (soccer player) (ποδόσφαιρο)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

φλάι χαφ

noun (rugby position) (θέση στο ράγκμπι)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

φλάι χαφ

noun (rugby player) (παίκτης)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

διπλώνω στα δύο, διπλώνω στη μέση

verbal expression (bend over on itself)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The table folds in half to make it more portable.

διπλώνω κτ στα δύο, διπλώνω κτ στη μέση

verbal expression (fold in two)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fold the paper in half so that nobody can see what you've written.

αν είχα και την παραμικρή ευκαιρία, αν μου δινόταν και η παραμικρή ευκαιρία

expression (figurative, informal (if allowed, able)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I would take that job, given half a chance.

μισό φλυτζάνι

noun (US (cookery: measure of volume)

έξι

noun (six)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The price for half a dozen buns is three dollars; it is five dollars for a dozen.

έξι

adjective (six of [sth])

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I bought a half-dozen eggs and a loaf of bread.

μισό λίτρο

noun (metric fluid measure)

μισό δευτερόλεπτο

noun (figurative (a very brief time)

Hold on, I'll be with you in half a second!

μισή ώρα

noun (30 minutes)

It only takes me half an hour to get ready in the morning.

ο μισός από κτ

expression (half the size of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The skull of this primitive human ancestor was nearly half as large as that of modern humans.
Το κρανίο αυτού του προγόνου του ανθρώπου είχε σχεδόν το μισό μέγεθος από αυτό του σύγχρονου ανθρώπου.

ο μισός

noun (50 percent of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'll have half as much of the pie as he has.
Θα φάω τη μισή πίτα από εκείνον.

τα μισά

expression (50 percent less) (κόστος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The coat cost half as much on sale.

μισοκοιμισμένος

adjective (dopey, not alert)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I was half-asleep when you called this morning so I don't remember what you said. Davina made breakfast for the still half-asleep teenagers.

τουαλέτα

noun (US (washroom: no bath or shower) (χώρος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ημίτυφλος, μισότυφλος

adjective (partially sighted)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ετεροθαλής αδερφός, ετεροθαλής αδερφή

noun (sibling with one parent in common)

μπάσταρδος

noun (offensive (person of mixed race) (προσβλητικό, μεταφορικά)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

ημίαιμο

noun (animal of mixed breed) (για ζώα)

That beautiful dog is a half blood.

ημιδιατροφή

noun (lodging arrangement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We prefer half board to full board because it's less restrictive.

ετεροθαλής αδελφός

noun (male sibling by one parent)

My half-brother and I have different fathers.

με μειωμένο ωράριο

noun (half the day)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Janice is only working half days at the moment.

ημιαργία

noun as adjective (lasting half the day)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jim decided to take a half-day holiday to go fishing in the afternoon.

ημιαργία

noun (day when only half is worked)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When I was a child, Wednesdays were half-days for the post office and a lot of the shops.

μισοπεθαμένος

adjective (figurative (exhausted) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
David continued the climb, although he was half dead from the effort; he had to make it to the top.

μισό δολάριο

noun (US, Can (50-cent coin)

It is rare to come across a half-dollar coin anymore.

μισάωρο

noun (30 minutes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I ran for a good half hour. // It only takes me half an hour to get ready in the morning.

ημίμετρο

noun (disapproving, often plural (incomplete attempt)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Teaching people how to cook healthy meals is only a half-measure if they cannot afford the ingredients. It is not a time for half measures: we need radical change now.

μισό μίλι

noun (half a mile, 0.5 of a mile)

When I ran track in high school my favorite event was the half mile.

μισό

noun (music: half a whole note) (νότα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Four eighth notes are as long as one half note.

μισάνοιχτος

adjective (door, container: not fully closed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ένα τέταρτο

noun (liquid: 0.2 litres) (κατά προσέγγιση)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
That glass is a half pint; can you find me a pint?

μικρό ποτήρι

noun (beer: smaller serving)

Brian went into the pub and ordered a half pint of beer.

του τετάρτου, των 250 ml

noun as adjective (glass, serving: half a pint) (κατά προσέγγιση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He poured the cola into a half-pint glass.

μισή μερίδα

noun (figurative, slang (short person) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What is a half pint like you doing trying to fight someone twice your size?

μισή τιμή

noun (cost: 50% reduction)

The shop is selling lots of clothes at half price in the sale.

όστρακο

noun (half of an oyster shell)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In Botticelli's famous painting, Venus is depicted rising from the sea on a half-shell.

ετεροθαλής αδερφή

noun (female sibling by one parent)

My half-sister's 15 years younger than me.

σχολικές διακοπές στη μέση κάθε τριμήνου

noun (school, etc.: mid-trimester break)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We're planning to spend a few days in Wales during half term.

που αναφέρεται στις σχολικές διακοπές στη μέση κάθε τριμήνου

noun as adjective (relating to mid-trimester break)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κρέμα γάλακτος και γάλα σε ίση ποσότητα

noun (US (cream)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μισό μισό

noun (equal parts of two things)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You want a mixture of half-and-half milk and cream.
Χρειάζεσαι ένα μείγμα μισό κρέμα γάλακτος και μισό γάλα.

μισοτελειωμένος

adjective (slang (incomplete or unenthusiastic) (κάτι λείπει)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κακοσχεδιασμένος

adjective (figurative (badly thought out)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ετεροθαλής

adjective (sibling: with one parent in common)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ημίαιμος

adjective (animal: of mixed breed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μπάσταρδος

noun (pejorative, offensive (child of mixed-race parents) (μειωτικό)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

μπάσταρδος

noun (dated, offensive (person of mixed race) (παλαιό, μειωτικό)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

μπασταρδεμένος

adjective (dated, offensive (of mixed race) (παλαιό, μειωτικό)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

μισός αιώνας

noun (fifty years)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πενήντα

noun (group of fifty)

πενήντα

noun (sports: score) (σκορ)

πεντηκοστός

adjective (relating to fifty years)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We are approaching the half-century point since the end of the war.

ημικύκλιο

noun (semicircle, crescent shape)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The teacher arranged the chairs in a half circle to better address all of the students directly.

ημικύκλιο

noun (half of a circle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ημιπερίμετρος, ημιπεριφέρεια

noun (half of circumference)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ημικύκλιο

noun (thing: with half-circle shape) (πράγμα με αυτό το σχήμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μισόκλειστος

adjective (partly closed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ημιαφοπλισμένος

adjective (gun: partly cocked)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

πρόχειρος

adjective (figurative (not fully thought through)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μισή κορώνα

noun (historical (former British coin)

μεθυσμένος

adjective (UK, slang (drunk)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
You can't drive! You're half-cut.

εξάδα

noun (six)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έξι

adjective (six)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μισοντυμένος

adjective (not fully clothed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μισοάδειος

adjective (half of contents remaining)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μισογεμάτος

adjective (holding half of available space)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μισάωρος

noun as adjective (lasting 30 minutes)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I go for a half-hour run every morning.

μισή ίντσα

noun (measurement: half of one inch)

μισής ίντσας

adjective (half an inch in length)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που απεικονίζει το άτομο μέχρι τη μέση

adjective (portrait: waist up)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεσαίου μήκους

adjective (boots, trousers: to mid thigh)

χρόνος ημιζωής

noun (radioactivity decrease)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The half-life of uranium-238 is about 4.47 billion years.

ημίφως

noun (low light, esp. twilight)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ημιμαραθώνιος

noun (running: 13-mile footrace)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He won the marathon in 2 hours 15 minutes, but I took longer than that for a half-marathon.

μεσίστιος

noun (flag position: low)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μισοφέγγαρο

adjective (shape of half-circle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ημίγυμνος

adjective (not fully clothed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κεκλιμένη ράμπα

noun (ramp for skate-boarding, skiing)

A group of skateboarders was using the half-pipe.

στη μισή τιμή

noun as adjective (50% reduction)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Alice always looks out for half-price items in the supermarket.

μισοτιμής

adverb (at a 50% reduction)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I bought this dress half-price in the sale.

σχεδόν σοβαρός

adjective (not entirely joking) (άτομο)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

μισού μεγέθους

noun as adjective (half-sized: half as big as usual)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

μικροσκοπικός

noun as adjective (miniature)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ημίχρονο

noun (sport: break at mid point)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
At half-time the home team was winning easily.

του ημιχρόνου

adjective (taking place midway though sports match)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ημιερπυστριοφόρο

noun (vehicle)

A half-track is a cross between a tank and a road vehicle.

μισή αλήθεια

noun (partial lie)

κάνω μισό βολέ, κάνω χαφ βολέ

transitive verb (tennis: return after bounce) (τένις)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του half στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του half

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.