Τι σημαίνει το a στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης a στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του a στο Αγγλικά.

Η λέξη a στο Αγγλικά σημαίνει a, ένας, μία/μια, ένα, ένας, μία/μια, ένα, -, ένας, κάποιος, Α, Α, λα, Α, α, Α, Α, Απ., α-, σε, -, ανά, 24 ώρες, 24 ώρες το 24ωρο, κάτω, κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι, λίγο, λιγουλάκι, ελαφρώς, μπλεγμένος, μπερδεμένος, σε άσχημη κατάσταση, χαμός, ψιλοχαμός, λίγο πηχτός, λίγο παχύρρευστος, λίγο αργός, λίγο παχύς, κάπως παχύς, λεπτούλης, περιορισμένος, λιγοστός, υπερβολικά, σνακ, α καπέλα, α καπέλα, κάποιος βαθμός, ορισμένη ποσότητα, συγκεκριμένη ποσότητα, σόι πάει το βασίλειο, μια μικρή παρηγοριά, μια κλάση πάνω, ανώτερος, επιδέξιος, ικανός, σαν καλό παιδί, για δύο, εντελώς διαφορετικός, με το τσουβάλι, περίπου μία ντουζίνα, σταγόνα στον ωκεανό, ασήμαντος, αδιάφορος, σταγόνα στον ωκεανό, σταγόνα στον ωκεανό, που είναι πολύ διαφορετικός από κτ, χειρότερος και από θάνατο, βιασμός, άλλο ένα παράσημο στο πέτο μου, λίγα ψιλά, κάτι ψιλά, μερικές φορές, μερικές φορές, υπερβολικά πολύς, αναστάτωση, σύγχυση, ψάρι έξω από το νερό, κατά μείζονα λόγο, Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται., μακροζωία, μακροβιότητα, καλή ευκαιρία, πολλά, μεγάλος, πολύ, πολύ, μεγάλη προσπάθεια, που συνηθίζει να κάνει κάτι, πολύ καλά, ένα τσικ, δύσκολη περίπτωση, δύσκολος, σε απόσταση αναπνοής από κτ, σε απόσταση αναπνοής από κτ, μια δόση ειρωνείας, καλή δουλειά, εξαιρετική δουλειά, α λα, αλακάρτ, από τον κατάλογο, από το μενού, κατ' επιλογή, κατ' επιλογή, μοδάτος, μοντέρνος, με παγωτό, απολυτήριες εξετάσεις, λίγος, λίγο, λίγο, λιγάκι, λίγος, λίγο, λιγάκι, ελαφρώς, κάπως, λίγο παραπάνω, λίγο ακόμη, λίγο ακόμα, λίγο ακόμη, λίγο ακόμα, για λίγο ακόμη, για λίγο ακόμα, λίγο πιο συχνά, ασήμαντος, αδιάφορος, πολύς, πολλά, πολύς καιρός, πριν από πολύ καιρό, πολύ παλιά, εδώ και πολύ καιρό, πολύ πιο κάτω, πολύ πιο μακριά, πολύ πιο πέρα, πολύ παραπέρα, μακριά, μακριά, στο μέλλον, μελλοντικά, χρειάζεται πολλή προσπάθεια ακόμη, πολύς καιρός, πολύ περισσότερος, πολύ περισσότερος, πολύ περισσότερος, πολύ περισσότερος, πολύ περισσότερο, πολύ ωραία, πολύ καλά, τυχερή ανακάλυψη, πολυτάλαντος, υποκειμενικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης a

a

noun (first letter of alphabet) (λατινικό αλφάβητο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
There are two a's in the name "Anna".
Το όνομα «Άννα» έχει δύο άλφα.

ένας, μία/μια, ένα

indefinite article (indefinite article)

There's a monster under my bed.
Υπάρχει ένα τέρας κάτω από το κρεβάτι μου.

ένας, μία/μια, ένα

noun (one: before a number)

He must have a thousand books. I've just won a million pounds!
Μόλις κέρδισα ένα εκατομμύριο λίρες!

-

noun ([sth] hypothetical, non-specific) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I like a challenge.
Μου αρέσουν οι προκλήσεις.

ένας, κάποιος

indefinite article (person called)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
A Mr Smith asked to speak to you.

Α

noun (grade) (δημοτικό)

I got an "A" in my history test.
Πήρα 20 στο τεστ ιστορίας.

Α

noun (music: note) (νότα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The song begins on an A.

λα

noun (music: key)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
They're playing Grieg's piano concerto in A-minor tonight.

Α

noun (blood type) (ομάδα αίματος)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
My blood type is A.

α

noun (indicating a subdivision) (δηλωτικό υποκατηγορίας)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
What's the answer to question 3a?

Α

noun (indicating house number) (διεύθυνση κτηρίου)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Who lived at 221A Baker Street?
Ποιος έμενε στην Οδό Μπέικερ 221Α;

Α, Απ.

noun (abbreviation (answer) (σντμ: απάντηση)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Q: Who wrote "Hamlet"? A: William Shakespeare.

α-

prefix (adjective: not, without)

For example: apolitical, arrhythmia

σε

prefix (on, towards)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
For example: aback, aside

-

prefix (adjective: in the state of) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
For example: afire, asleep
Για παράδειγμα: φλεγόμενος, κοιμώμενος

ανά

preposition (per, every, each)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
The speed limit in residential areas is 30 miles an hour.

24 ώρες, 24 ώρες το 24ωρο

expression (all day, night)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The convenience store is open 24 hours a day.

κάτω

(French: down with)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι

expression (Don't risk what you have.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm told I can do better if I keep looking for opportunities, but I'll stay at this job for now; after all, a bird in the hand is worth two in the bush.

λίγο, λιγουλάκι

adverb (UK, informal (a little)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Run around a bit and you'll soon warm up.
Τρέχα λίγο και σύντομα θα ζεσταθείς.

ελαφρώς

adverb (UK, informal (slightly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It's a bit cold in here!
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είμαι ελαφρώς ξενυχτισμένη και αυτό επηρεάζει την απόδοσή μου στη δουλειά.

μπλεγμένος, μπερδεμένος

noun (UK, informal (chaotic)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
His love life's a bit of a mess.

σε άσχημη κατάσταση

noun (informal (difficult situation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
To say that the economy is in a bit of a mess is putting it mildly.

χαμός, ψιλοχαμός

noun (informal (place: untidy) (καθομιλουμένη, προφορικό: γίνεται)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My house is a bit of a mess, but please come in.
Το σπίτι μου είναι άνω-κάτω, αλλά πέρασε μέσα.

λίγο πηχτός, λίγο παχύρρευστος

adjective (substance: not runny)

The gravy seems a bit thick; I can stand a spoon in it!

λίγο αργός

adjective (UK, figurative, pejorative, slang (person: not intelligent) (μτφ, καθομ, προσβλ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's a bit thick, but really nice all the same.

λίγο παχύς, κάπως παχύς

adjective (informal (person, physique: not thin)

He's a bit thick through the waist.

λεπτούλης

adjective (substance: too runny)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The gravy seems a bit thin, so I think I'll add some more flour to thicken it up.

περιορισμένος, λιγοστός

adjective (informal, figurative (resources: limited) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My budget is a bit thin, so I won't be going to Africa this year.
Ο προϋπολογισμός είναι κάπως περιορισμένος, έτσι δεν θα πάω στην Αφρική φέτος.

υπερβολικά

adverb (informal (overly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
His hair was a bit too long for me. She seemed a bit too calm. Something must be wrong.
Τα μαλλιά του ήταν υπερβολικά μακριά για μένα. Έμοιαζε υπερβολικά ήρεμη. Μάλλον κάτι δεν πάει καλά.

σνακ

noun (informal (snack)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

α καπέλα

adverb (Italian (sing: without instruments) (ξενικό, άκλιτο)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The piece is usually orchestral but they performed it a cappella.
Αυτό το κομμάτι είναι συνήθως ορχηστρικό, αλλά το εκτέλεσαν α καπέλα.

α καπέλα

adjective (Italian (singing: no instruments) (ξενικό, άκλιτο)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Gregorian chant is usually a cappella singing.
Οι Γρηγοριανοί ύμνοι είναι συνήθως τραγούδια α καπέλα.

κάποιος βαθμός

noun (modicum, small quantity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You need to use a certain amount of caution when using that product.
Χρειάζεται μια κάποια προσοχή κατά τη χρήση αυτού του προϊόντος.

ορισμένη ποσότητα, συγκεκριμένη ποσότητα

noun (specified quantity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σόι πάει το βασίλειο

noun (informal, figurative (person: like parent) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He'll be a womanizer just like his father; he's a chip off the old block.

μια μικρή παρηγοριά

noun (figurative (small consolation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μια κλάση πάνω

preposition (superior to)

He is a cut above the rest.
Είναι μια κλάση πάνω από τους υπόλοιπους.

ανώτερος

expression (informal (superior)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This restaurant is definitely a cut above; they have embroidered tablecloths.

επιδέξιος, ικανός

noun (informal (skilled person)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Could you help me roll this pastry? I hear you're a dab hand in the kitchen.

σαν καλό παιδί

noun (informal (kind, sweet person) (σε παιδί)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Be a dear and pass me my medicine, will you?
Έχεις την καλοσύνη να μου φέρεις τα φάρμακά μου;

για δύο

adverb (Gallicism (involving two people) (π.χ. δείπνο για δύο)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

εντελώς διαφορετικός

noun (figurative, informal (entirely different matter, thing)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

με το τσουβάλι

adjective (figurative, informal (common) (μεταφορικά)

In Hollywood, aspiring young actresses are a dime a dozen.
Στο Χόλιγουντ, βρίσκεις νέους φιλόδοξους ηθοποιούς με το τσουβάλι.

περίπου μία ντουζίνα

adjective (informal (around 12)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Can you please bring me back a dozen or so eggs from the grocery store?
Μπορείς να μου φέρεις περίπου μια ντουζίνα αυγά από το κατάστημα;

σταγόνα στον ωκεανό

noun (US, informal, figurative (amount: trivial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The U.S. needs to redevelop passenger rail; Amtrak funding is just a drop in the bucket.
Οι ΗΠΑ πρέπει να αναπτύξουν εκ νέου τους επιβατικούς σιδηρόδρομους· η χρηματοδότηση της Amtrak είναι απλώς σταγόνα στον ωκεανό.

ασήμαντος, αδιάφορος

noun (US, informal, figurative ([sth]: inconsequential)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σταγόνα στον ωκεανό

noun (UK, figurative, informal (amount: trivial) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The money I give to charity is a drop in the ocean compared to some people.
Τα χρήματα που δίνω σε φιλανθρωπίες είναι σταγόνα στον ωκεανό σε σύγκριση με κάποιους άλλους.

σταγόνα στον ωκεανό

noun (UK, figurative, informal ([sth]: inconsequential) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που είναι πολύ διαφορετικός από κτ

expression (informal (very different from)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Life in Canada is a far cry from what she's used to in Haiti.
Η ζωή στον Καναδά δεν έχει καμία σχέση με αυτή που είχε συνηθίσει στην Αϊτή.

χειρότερος και από θάνατο

noun (figurative (terrible misfortune) (μοίρα, κατάσταση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βιασμός

noun (euphemism, obsolete (loss of virginity) (απώλεια παρθενίας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

άλλο ένα παράσημο στο πέτο μου

noun (figurative (achievement) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

λίγα ψιλά, κάτι ψιλά

noun (UK, slang, dated (money: small sum) (καθομ: χρήματα)

I gave a few bob to the kid next door; he helped me wash the car.

μερικές φορές

adverb (on several occasions)

That boy has come over a few times and always behaved himself.

μερικές φορές

adverb (with several repetitions)

After you do it a few times it doesn't seem so terrible.

υπερβολικά πολύς

expression (an excessive number of)

This has happened a few too many times now. It has to stop.

αναστάτωση, σύγχυση

noun (informal (situation: awkward)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The lies we told got us into a fine mess when everyone found out the truth. Now you've done it. Look at the fine mess you've gotten us into.
Τα ψέμματα που είπαμε μας έβαλαν σε μεγάλο μπέρδεμα όταν έμαθαν όλοι την αλήθεια. Τώρα το έκανες. Κοίτα σε τι μπέρδεμα μας έβαλες.

ψάρι έξω από το νερό

noun (figurative ([sb] in unfamiliar place, situation) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Although a fantastic football player, he was a fish out of water on the golf course.

κατά μείζονα λόγο

adverb (Latin (argument: stronger reason)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται.

expression ([sb] who helps is real friend)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When I was sick you certainly proved the old saying, "A friend in need is a friend indeed."

μακροζωία, μακροβιότητα

noun (UK, informal, figurative (long life)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He was 96 when he died. That's a good innings!

καλή ευκαιρία

noun (bargain)

I chose the car because it was reliable and a great deal.
Επέλεξα το αυτοκίνητο, καθώς ήταν αξιόπιστο και καλή ευκαιρία.

πολλά

noun (much, large amount)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
I have a great deal to accomplish before the end of the semester.
Έχω να πετύχω πολλά πριν τελειώσει το εξάμηνο.

μεγάλος

expression (large amount of [sth])

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her presidential campaign had a great deal of success at the local level.
Η προεδρική της καμπάνια είχε μεγάλη επιτυχία σε τοπικό επίπεδο.

πολύ

adverb (greatly, very much)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I value your input a great deal.
Εκτιμώ πολύ τη βοήθειά σου.

πολύ

adverb (considerably)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'm feeling a great deal better since I ate some soup.
Νιώθω πολύ καλύτερα, αφότου έφαγα λίγη σούπα.

μεγάλη προσπάθεια

noun (a lot of work)

I put a great deal of effort into this project, and I was really offended when management ignored it.

που συνηθίζει να κάνει κάτι

noun (informal (person: does [sth] frequently)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He's a great one for telling stories.

πολύ καλά

noun (informal (fun, enjoyment) (διασκέδαση)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Thanks so much for inviting me; I had a great time!

ένα τσικ

expression (figurative (very close) (καθομιλουμένη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The house that I bought was a hair's breadth away from the sea.

δύσκολη περίπτωση

noun (informal ([sb] difficult) (καθομιλουμένη)

Mark is a hard one; you never know what he is thinking.

δύσκολος

noun (informal ([sb] cold, severe) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The boss is a hard one; he is very strict.

σε απόσταση αναπνοής από κτ

expression (US, figurative (very close)

I'm sure you're only a heartbeat away from success now.

σε απόσταση αναπνοής από κτ

adverb (US, figurative (very close)

μια δόση ειρωνείας

noun (slight sarcasm)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καλή δουλειά, εξαιρετική δουλειά

noun (task that is performed well)

Congratulations on a job well done!

α λα

adverb (Gallicism (in the style of)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He swears a lot when he's angry, a la Gordon Ramsay.
Βρίζει πολύ όταν είναι θυμωμένος, σαν τον Γκόρντον Ράμσεϊ.

αλακάρτ

adverb (French (ordering dishes: individually)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Rather than choosing the set lunch, she decided to order à la carte.
Αντί να επιλέξει το προκαθορισμένο μεσημεριανό γεύμα, αποφάσισε να παραγγείλει από τον κατάλογο.

από τον κατάλογο, από το μενού

adjective (French (menu items: priced individually)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The restaurant offers a wide selection of à la carte menu items.
Το εστιατόριο προσφέρει ευρεία επιλογή πιάτων από τον κατάλογο.

κατ' επιλογή

adverb (figurative, French (choosing, buying: individually)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Customers can download songs à la carte.
Η πελάτες μπορούν να κατεβάσουν τραγούδια κατ' επιλογή.

κατ' επιλογή

adjective (figurative, French (can be purchased individually)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The website allows people to make à la carte purchases.
Σε αυτό τον ιστότοπο υπάρχει η δυνατότητα κατ' επιλογήν αγορών.

μοδάτος, μοντέρνος

adjective (Gallicism (fashionable, in fashion)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Animal print is very a la mode right now.

με παγωτό

adjective (US, Gallicism (with ice cream)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I ordered a piece of pie a la mode.
Παρήγγειλα ένα κομμάτι πίτας με παγωτό.

απολυτήριες εξετάσεις

noun (UK, often plural (Advanced level: exam)

Graham failed all his A levels so was unable to get into university.

λίγος

adjective (small amount)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I just want a little salt on my potatoes.
Θέλω μόνο λίγο αλάτι στις πατάτες μου.

λίγο

adverb (slightly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She was a little angry with me. The doctor says your blood pressure is a little high.
Ο γιατρός λέει ότι η πίεση του αίματός σου είναι ελαφρώς ανεβασμένη.

λίγο, λιγάκι

noun (short time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'll be there in a little.
Θα είμαι εκεί σε λιγάκι.

λίγος

noun (a small amount)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Chocolate? I'll just have a little.
Σοκολάτα; Θα πάρω λίγη μόνο.

λίγο, λιγάκι

noun (informal (small amount)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There wasn't enough salt in the soup so I added a little bit. Could I please have a little bit of cheese?
Η σούπα δεν είχε αρκετό αλάτι, οπότε πρόσθεσα λιγάκι. Μπορώ να έχω λίγο τυρί παρακαλώ;

ελαφρώς, κάπως

adverb (informal (slightly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'm just a little bit dizzy. It was a little bit cheeky of me to ask … but I asked anyway.
Είμαι ελαφρώς ζαλισμένος. Ήταν κάπως αγενές εκ μέρους μου να ρωτήσω... αλλά ρώτησα, όπως και να' χει.

λίγο παραπάνω, λίγο ακόμη, λίγο ακόμα

noun (a small additional quantity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I already added salt to the potatoes, but I think they could use a little more.

λίγο ακόμη, λίγο ακόμα

adjective (slightly more)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
May I have a little more tea, please?

για λίγο ακόμη, για λίγο ακόμα

adverb (for a short while longer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The girl asked her mother if she could continue playing outside a little more.

λίγο πιο συχνά

adverb (slightly more often)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You need to exercise a little more if you want to get fit.

ασήμαντος, αδιάφορος

noun (informal ([sth] trivial)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I know it's just a little thing, but I find the constant tapping of your foot annoying.
Ξέρω ότι είναι κάτι το ασήμαντο, αλλά με ενοχλεί το ότι χτυπάς συνεχώς το πόδι σου στο πάτωμα.

πολύς

noun (informal (great quantity)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'll cook up a load of chicken legs and we can take them on our picnic.

πολλά

noun (informal (great quantity)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jess has taught me a load about computer coding.

πολύς καιρός

adverb (a considerable period)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
It's a long time since we last met.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Λείπει από τη δουλειά για μεγάλο χρονικό διάστημα.

πριν από πολύ καιρό, πολύ παλιά, εδώ και πολύ καιρό

adverb (in the distant past)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
A long time ago, my ancestors settled in this land.

πολύ πιο κάτω

adverb (far below)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It's a long way down from the top of the cliff.

πολύ πιο μακριά, πολύ πιο πέρα, πολύ παραπέρα

preposition (a significant distance along)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The climber fell a long way down the mountain, but luckily landed in deep snow.

μακριά

adverb (in the distance)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A long way off, you could just see the lights from a distant village.

μακριά

adverb (distant, far away)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Those birds are swimming a long way off shore, so you'll need a telescope to see them.

στο μέλλον, μελλοντικά

adverb (US, colloquial (in the distant future)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
My sixtieth birthday is still a long way off.

χρειάζεται πολλή προσπάθεια ακόμη

expression (much effort still needed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Brad did well on the quiz, but he has a long way to go before he passes the class.

πολύς καιρός

noun (considerable period of time)

It's been a long while since I played golf.

πολύ περισσότερος

noun (greater amount)

A banker makes a lot more than a teacher.
Ένας τραπεζίτης βγάζει πολύ περισσότερα από έναν καθηγητή.

πολύ περισσότερος

noun (greater number)

A few hundred is a lot more than a couple dozen.
Μερικές εκατοντάδες είναι πολύ περισσότερο από δυο δωδεκάδες.

πολύ περισσότερος

adjective (in greater amount)

I need a lot more flour to make this dough.

πολύ περισσότερος

adjective (in greater number)

A lot more people are taking up cycling these days.

πολύ περισσότερο

adverb (to greater degree)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Your foot bends a lot more when you run.

πολύ ωραία, πολύ καλά

noun (informal ([sth] very entertaining) (διασκέδαση: πέρασα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Thank you for inviting me to your party. I had a lot of fun.

τυχερή ανακάλυψη

noun (informal (a fortunate discovery)

πολυτάλαντος

noun (figurative (capable man)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υποκειμενικός

noun (subjective, debatable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fashion is a matter of opinion.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του a στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του a

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.