Τι σημαίνει το formed στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης formed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του formed στο Αγγλικά.
Η λέξη formed στο Αγγλικά σημαίνει με σχήμα, που έχει σχήμα, σε σχήμα, έντυπο, σχήμα, μορφή, μορφή, μορφή, μορφή, φτιάχνω, σχηματίζω, σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι, σύμβαση, μορφή, σώμα, κορμί, κούκλα, μορφή, καλούπι, φόρμα, τύπος, εθιμοτυπία, συμπεριφορά, τεχνική, φόρμα, ύφος, καλούπι, τάξη, καλούπι, σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι, σχηματίζω, αποτελώ, συνιστώ, σχηματίζω, δημιουργώ, δίνω κάποιο σχήμα σε κάτι, εκπαιδεύομαι, που δημιουργήθηκε από κτ, σχηματισμένος, πλήρως σχηματισμένος, χειροποίητος, κακοσχηματισμένος, αβάσιμος, αστήρικτος, αθεμελίωτος, παραμορφωμένος, καλοσχηματισμένος, καλοσχηματισμένος, σύμφωνος με τους κανόνες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης formed
με σχήμα, που έχει σχήμα, σε σχήμαadjective (as suffix (made in a certain way) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έντυποnoun (document with blanks) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) You'll need to fill out this form to apply for your licence. Πρέπει να συμπληρώσετε αυτή τη φόρμα για την άδειά σας. |
σχήμαnoun (thing: shape) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The chairs looked the same in form and colour. Οι καρέκλες έμοιαζαν να έχουν ίδια μορφή και χρώμα. |
μορφήnoun (person: shape) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He could make out her form behind the curtain. Μπορούσε να διακρίνει τη φιγούρα της πίσω από την κουρτίνα. |
μορφήnoun (mode) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ice is water in frozen form. Ο πάγος είναι νερό σε παγωμένη μορφή. |
μορφήnoun (type, kind) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Imitation is a form of flattery. |
μορφήnoun (type) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) What form will the training take? Τι μορφή θα πάρει η εκπαίδευση; |
φτιάχνωtransitive verb (make, create) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He formed a ladder out of bits of old wood. Έφτιαξε μια σκάλα από παλιά κομμάτια ξύλο. |
σχηματίζωtransitive verb (construct) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You form the plural by adding an "s." |
σχηματίζομαι, διαμορφώνομαιintransitive verb (be created, take shape) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) After underwater earthquakes, mountains formed. Μετά από υποβρύχιους σεισμούς, σχηματίστηκαν (or: διαμορφώθηκαν) βουνά. |
σύμβασηnoun (convention) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She was an eccentric and didn't want to adhere to the forms of her culture. |
μορφήnoun (area: configuration) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The artist did not care about colour, only about form. |
σώμα, κορμίnoun (human body) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) She has such a beautiful form. |
κούκλαnoun (dressmaking: dummy) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She put the dress on a form to check its proportions. |
μορφήnoun (arts: arrangement) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I like the form of this poem, but it has no substance. |
καλούπιnoun (mold) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Next, pour the plaster into a form and let it set. |
φόρμαnoun (formal structure) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This sweater will lose its form if it gets wet. |
τύποςnoun (uncountable (conventional behavior) (συνήθως πληθυντικός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) He only did it for the sake of form. |
εθιμοτυπίαnoun (ceremony) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There is a form to follow on such occasions. |
συμπεριφοράnoun (uncountable (social conduct) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It's bad form to back out at the last minute. |
τεχνικήnoun (uncountable (music: technique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This pianist is a master of form. Αυτός ό πιανίστας είναι μετρ της τεχνικής. |
φόρμαnoun (sports: physical condition) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He's in good form for the match. |
ύφοςnoun (grammar) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I like to write in a colloquial form. |
καλούπιnoun (building: mold) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Forms are constructed into which concrete is poured. |
τάξηnoun (UK (grade, class) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I'll be starting the sixth form in September. |
καλούπιnoun (printing: type in a chase) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) He set the form in the printing press. |
σχηματίζομαιintransitive verb (be produced) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A rainbow formed above their heads. |
διαμορφώνομαιintransitive verb (be arranged) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) They discussed it, and the plan formed. |
σχηματίζωtransitive verb (organize) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They formed a union. |
αποτελώ, συνιστώtransitive verb (constitute) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sugar forms one of the main ingredients of soft drinks. |
σχηματίζωtransitive verb (idea: develop) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She formed the opinion that he was a liar. |
δημιουργώtransitive verb (friendship) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He formed many friendships during those years. |
δίνω κάποιο σχήμα σε κάτιtransitive verb (mold, shape) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She formed the clay into the shape of a bird. Έδωσε σχήμα πουλιού στον πηλό. |
εκπαιδεύομαιtransitive verb (usu passive (instruct) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) She was formed in one of the best schools. |
που δημιουργήθηκε από κτ(created: by process, etc.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σχηματισμένος(comprising, composed of) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) His latest book is formed of parts of his previous books. |
πλήρως σχηματισμένοςadjective (complete) |
χειροποίητοςadjective (shaped by hand) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κακοσχηματισμένοςadjective (poorly made) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
αβάσιμος, αστήρικτος, αθεμελίωτοςadjective (opinion, law: unfounded) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παραμορφωμένοςadjective (deformed, ugly) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
καλοσχηματισμένοςadjective (attractively shaped) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καλοσχηματισμένοςadjective (correctly formed) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σύμφωνος με τους κανόνεςadjective (conforming to logical rules) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του formed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του formed
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.