Τι σημαίνει το spun στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης spun στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του spun στο Αγγλικά.
Η λέξη spun στο Αγγλικά σημαίνει στριφτός, γυριστός, περιστρέφομαι, περιστρέφω, γνέθω, υφαίνω, γνέθω, υφαίνω ιστό, στίβω, γυρίζω, στίψιμο, βόλτα, σπίνιγκ, spinning, αφήγημα, παίζω, λέω, αφηγούμαι, διηγούμαι, ντελικάτος, λεπτός, ψιλός, πολυεστερική κλωστή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης spun
στριφτός, γυριστόςadjective (formed by spinning) (ίνες) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The spun threads are wound onto spools. Οι κλωστές που έχουν γνεστεί τυλίγονται σε καρούλια. |
περιστρέφομαιintransitive verb (rotate) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The flywheel spins when the power is turned on. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι τροχοί του αυτοκινήτου στριφογύριζαν σαν δαιμονισμένοι. |
περιστρέφωtransitive verb (cause to rotate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Spin the wheel as fast as you can. Γύρνα τον τροχό όσο πιο γρήγορα μπορείς. |
γνέθωtransitive verb (fibers: turn into thread) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Weavers spin fibres into thread, and then make cloth. Οι υφαντές γνέθουν ίνες για να γίνουν νήμα κι έπειτα φτιάχνουν ύφασμα. |
υφαίνωtransitive verb (weave: a web) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The spider spins a web to catch insects. Η αράχνη υφαίνει έναν ιστό για να πιάνει έντομα. |
γνέθωintransitive verb (turn fibres into thread) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The textile worker knew how to spin quickly. Ο εργάτης της κλωστοϋφαντουργίας ήξερε να γνέθει γρήγορα. |
υφαίνω ιστόintransitive verb (spider: weave a web) The spider spins skilfully. Η αράχνη υφαίνει τον ιστό της με μαεστρία. |
στίβωintransitive verb (washing machine, dryer: rotate fast) (πλυντήριο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The wash cycle ended and Ray set the washing machine to spin. |
γυρίζωintransitive verb (head: feel dizzy) (μεταφορικά: το κεφάλι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Helena's head was spinning as she tried to take in all the information. This roller coaster makes my head spin. Αυτό το τρενάκι με κάνει να ζαλίζομαι. |
στίψιμοnoun (washing machine setting) (πλυντήριο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) To remove excess water, set the washing machine to "spin". |
βόλταnoun (informal (short drive) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Let's get into the car and go for a spin in the countryside. |
σπίνιγκ, spinningnoun (uncountable (exercise: indoor cycling) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) To keep fit, I go to classes in aerobics and spin. |
αφήγημαnoun (biased viewpoint) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The administration is putting a different spin on the controversy. |
παίζωintransitive verb (DJ: operate turntable) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Who's spinning at the Astoria tonight? |
λέω, αφηγούμαι, διηγούμαιtransitive verb (informal (tell: a story) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He spins some strange stories for his children. |
ντελικάτοςadjective (figurative (delicate, fine) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λεπτός, ψιλόςadjective (thread, yarn: very thin) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πολυεστερική κλωστήnoun (synthetic fabric) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του spun στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του spun
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.