Τι σημαίνει το of στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης of στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του of στο Αγγλικά.

Η λέξη of στο Αγγλικά σημαίνει από, του, του, από, του, του, του, από, να, από, παρά, από, ο, από, του, εκ μέρους, από την πλευρά, για, από, μπλεγμένος, μπερδεμένος, σε άσχημη κατάσταση, χαμός, ψιλοχαμός, κάποιος βαθμός, ορισμένη ποσότητα, συγκεκριμένη ποσότητα, μια μικρή παρηγοριά, εντελώς διαφορετικός, ψάρι έξω από το νερό, μεγάλος, μεγάλη προσπάθεια, μια δόση ειρωνείας, πολύς, πολύ ωραία, πολύ καλά, υποκειμενικός, θέμα χρόνου, αρκετοί, παιχνιδάκι, συμμετοχή, ανάμιξη, περίπτωση, δύσκολη κατάσταση, τόσο δα, ένα ψήγμα, δυο λεπτά, δυο βήματα, αριστούργημα, παρελθόν, ένας τόνος, ένας σωρός, ένα κάρο, πληθώρα, μια συμβουλή, τεράστιος, γλωσσάρι, υπερβάλλων ζήλος, ενήμερος, πληροφορημένος, δίπλα σε κπ/κτ, απουσία, έλλειψη, απαλλάσσω κπ από κτ, απαλλάσσω κπ από κτ, κατάχρηση εξουσίας, κατάχρηση εξουσίας, που αποδέχεται κπ/κτ, κατηγορώ κπ για κτ, κατηγορώ, κατηγορώ, άσος μπαστούνι, βεβαιώνω λήψη, επιβεβαίωση λήψης, επιβεβαίωση παραλαβής, απόκτηση γνώσεων, ενεργώ προς όφελος κπ/κτ, ενεργώ προς το συμφέρον κπ/κτ, πράξη πίστης, εκδήλωση ευσυνειδησίας, θεομηνία, θεομηνία, απονομή χάριτος, πράξη καλοσύνης, πράξη αγάπης, πράξη βίας, πράξη κήρυξης πολέμου, Πράξεις των Αποστόλων, ερχομός, ένδειξη, ενημερώνω κπ για κτ, πληροφορώ κπ για κτ, ειδοποιώ κπ για κτ, ερωτικός δεσμός, φοβάμαι, φοβάμαι να κάνω κτ, φοβάμαι, φοβάμαι το σκοτάδι, ηλικία μετά την οποία η σεξουαλική επαφή είναι πλέον νόμιμη, μπροστά από κπ, μπροστά από κτ, μπροστά από κπ, πριν από κτ, πριν από κπ, νωρίτερα από κπ, ανώτερος από κπ/κτ, καλύτερος από κπ/κτ, πρωτοποριακός, πρωτοποριακός για την εποχή του, που είναι πιο μπροστά, που βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, κυρίαρχος του παιχνιδιού, νωρίτερα, εκ των προτέρων, όλος, όλος, ποικίλος, πολυειδής, κάθε είδους, μόνο, μόλις, ξαφνικά, αναπάντεχα, ξάφνου, αιφνιδίως, πέρα από αυτά, όλα εκ των οποίων, το οποίο, κάθε είδους, κάθε λογής, ανέσεις, ευκολίες, το υπόλοιπο της ζωής σου, κατά μήκος, του ίδιου είδους, κατά μήκος, δίπλα σε κπ/κτ, εναλλακτική πηγή ενέργειας, εναλλακτική πηγή ενέργειας, πάρα πολλοί, ανάλογος με κτ, αντίστοιχος με κτ, συγκρίσιμος με κτ, και όλα τα σχετικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης of

από

preposition (from: derivation, origin)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
The label on the wine bottle read "Produce of Spain".
Η ετικέτα στο μπουκάλι του κρασιού έγραφε: "Προϊόν από την Ισπανία".

του

preposition (possession, connection)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
She's a friend of my neighbour.
Είναι φίλη του γείτονά μου.

του

preposition (ownership, authorship)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
I'm not familiar with the writings of Peirce.
Δεν είμαι εξοικειωμένος με τα γραπτά του Πιρς.

από

preposition (formed from: material)

This bowl is made of plastic.
Αυτό το μπολ είναι φτιαγμένο από πλαστικό.

του

preposition (relation of part to whole)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
The back of the room was quiet.
Το πίσω μέρος του δωματίου ήταν ήσυχο.

του

preposition (connection between nouns)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
The economy is the cause of the crisis.
Η οικονομία είναι η αιτία της κρίσης.

του

preposition (relation of numbers, values, etc.)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
We biked for a distance of 30 miles.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η απόσταση των 30 μιλίων μας φάνηκε υπερβολική.

από

preposition (direction from)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
There is a city north of here.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Νότια της πόλης υπάρχει μια αχανής λίμνη.

να

preposition (qualifies an adjective)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
The secretary is tired of typing.
Η γραμματέας βαρέθηκε να δακτυλογραφεί.

από

preposition (distance)

There is a city within five miles of here.

παρά

preposition (US (time: before, to)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It's five minutes of three o'clock.
Είναι τρεις παρά πέντε.

από

preposition (separation)

He was deprived of his turn.
Στερήθηκε τη σειρά του.

ο

preposition (apposition) (εμφατικός τύπος)

That fool of a repairman left a wrench in the pipe.
Αυτός ο ανόητος ο τεχνίτης άφησε ένα κλειδί στο σωλήνα.

από

preposition (inclusion)

John's colleagues make him feel like he's one of them.

του

preposition (indicating attributes)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
The Duchess was a woman of refinement.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι άθρωπος της ησυχίας.

εκ μέρους, από την πλευρά

preposition (on the part of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It was nice of you to give me a gift.
Ήταν ωραίο εκ μέρους σου (or: από την πλευρά σου) να μου κάνεις ένα δώρο.

για

preposition (in respect of, with reference to)

I would like to talk to you of your future.
Θα ήθελα να σου μιλήσω για (or: σχετικά με) το μέλλον σου.

από

preposition (indicates cause)

She died of a broken heart.
Πέθανε από ραγισμένη καρδιά.

μπλεγμένος, μπερδεμένος

noun (UK, informal (chaotic)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
His love life's a bit of a mess.

σε άσχημη κατάσταση

noun (informal (difficult situation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
To say that the economy is in a bit of a mess is putting it mildly.

χαμός, ψιλοχαμός

noun (informal (place: untidy) (καθομιλουμένη, προφορικό: γίνεται)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My house is a bit of a mess, but please come in.
Το σπίτι μου είναι άνω-κάτω, αλλά πέρασε μέσα.

κάποιος βαθμός

noun (modicum, small quantity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You need to use a certain amount of caution when using that product.
Χρειάζεται μια κάποια προσοχή κατά τη χρήση αυτού του προϊόντος.

ορισμένη ποσότητα, συγκεκριμένη ποσότητα

noun (specified quantity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μια μικρή παρηγοριά

noun (figurative (small consolation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εντελώς διαφορετικός

noun (figurative, informal (entirely different matter, thing)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ψάρι έξω από το νερό

noun (figurative ([sb] in unfamiliar place, situation) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Although a fantastic football player, he was a fish out of water on the golf course.

μεγάλος

expression (large amount of [sth])

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her presidential campaign had a great deal of success at the local level.
Η προεδρική της καμπάνια είχε μεγάλη επιτυχία σε τοπικό επίπεδο.

μεγάλη προσπάθεια

noun (a lot of work)

I put a great deal of effort into this project, and I was really offended when management ignored it.

μια δόση ειρωνείας

noun (slight sarcasm)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πολύς

noun (informal (great quantity)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'll cook up a load of chicken legs and we can take them on our picnic.

πολύ ωραία, πολύ καλά

noun (informal ([sth] very entertaining) (διασκέδαση: πέρασα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Thank you for inviting me to your party. I had a lot of fun.

υποκειμενικός

noun (subjective, debatable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fashion is a matter of opinion.

θέμα χρόνου

noun ([sth] which will happen eventually)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They've been dating for 5 years, so it's only a matter of time before he proposes.

αρκετοί

plural noun (some, several) (μόνο πληθυντικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He has broken the rules a number of times.
Παραβίασε τους κανόνες αρκετές φορές.

παιχνιδάκι

noun (figurative, informal ([sth] easy to do) (μτφ: πολύ εύκολο)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
The new software installation was a piece of cake, no problems!

συμμετοχή, ανάμιξη

noun (informal (involvement, participation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If I'm to help you, I want a piece of the action.

περίπτωση

noun (US, figurative, informal (unusual character, individual) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δύσκολη κατάσταση

noun (figurative, informal (difficult situation)

τόσο δα

noun (tiny amount of [sth]) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She added a smidgen of cinnamon to the pie.

ένα ψήγμα

noun (figurative (tiny amount) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

It's a cliché, but there's a smidgen of truth in it.

δυο λεπτά, δυο βήματα

expression (figurative, informal (near) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The shop is just a stone's throw from my house.
Το κατάστημα είναι δυο λεπτά από το σπίτι μου. Το κατάστημα είναι δυο βήματα από το σπίτι μου.

αριστούργημα

noun ([sth] impressive)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The painting is a thing of beauty.

παρελθόν

noun (informal ([sth] no longer a problem) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ένας τόνος, ένας σωρός, ένα κάρο

noun (figurative, informal (large quantity) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
I have a ton of work to do this week.

πληθώρα

noun (figurative (abundant amount of [sth]) (με γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's a wealth of reasons why you should stay.

μια συμβουλή

interjection (I warn or recommend the following)

Just a word of advice -- don't plant peas in Wisconsin in March, whatever the books may say!

τεράστιος

noun (figurative (a great amount of [sth])

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There is a world of difference between their politics.

γλωσσάρι

noun (glossary, informative list)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The A-Z of Medical Terms covers the most common words used in the medical world.

υπερβάλλων ζήλος

expression (more than required) (επιδεικνύω)

He was honored for performing above and beyond the call of duty.

ενήμερος, πληροφορημένος

adverb (up to date with: events, etc.)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Keep me abreast of any changes to the plan.
Κράτα με ενήμερο για κάθε αλλαγή στο σχέδιο.

δίπλα σε κπ/κτ

adverb (level, side by side)

απουσία, έλλειψη

noun (lack)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was an absence of remorse in John's apology.
Η απολογία του Τζον χαρακτηρίστηκε από απουσία μεταμέλειας.

απαλλάσσω κπ από κτ

(religion: free from sin)

The priest absolved the man of all his sins.

απαλλάσσω κπ από κτ

(free from guilt)

The court absolved Richard of any blame for the accident.

κατάχρηση εξουσίας

noun (corrupt use of power)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sexual harassment of a subordinate is a boss's abuse of authority.

κατάχρηση εξουσίας

noun (using authority for own benefit)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Violence against children is an abuse of power.

που αποδέχεται κπ/κτ

(tolerant of [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This community is accepting of people of all cultures and backgrounds.

κατηγορώ κπ για κτ

(often passive (law: charge with a crime)

Mr Robertson's former employer has accused him of fraud.
Ο προηγούμενος εργοδότης του κυρίου Ρόμπερτσον τον κατηγόρησε για απάτη.

κατηγορώ

verbal expression (blame for doing) (κπ ότι/πως κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They accused me of not setting aside enough time.
Με κατηγόρησαν ότι δεν προνόησα να έχω αρκετό χρόνο.

κατηγορώ

verbal expression (law: charge with a crime) (κπ για κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He's accused of embezzling thousands of pounds.
Τον κατηγορούν για υπεξαίρεση χιλιάδων λιρών.

άσος μπαστούνι

noun (playing card)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

βεβαιώνω λήψη

verbal expression (confirm you have received [sth] sent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please acknowledge receipt of this letter.

επιβεβαίωση λήψης, επιβεβαίωση παραλαβής

noun (law: verification)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απόκτηση γνώσεων

noun (learning)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ενεργώ προς όφελος κπ/κτ, ενεργώ προς το συμφέρον κπ/κτ

transitive verb (act to protect or help)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
An attorney will always act in the best interests of her client.
Μια δικηγόρος πάντα θα ενεργεί προς όφελος του πελάτη της.

πράξη πίστης

noun (out of religious conviction)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Going on a religious pilgrimage is an act of faith.

εκδήλωση ευσυνειδησίας

noun (demonstration of earnestness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Putting down a deposit is considered an act of faith.

θεομηνία

noun (natural disaster)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θεομηνία

noun (law: unpreventable disaster)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The insurance company refused to pay out, ruling that the damages resulted from an act of God.

απονομή χάριτος

noun (UK (amnesty)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πράξη καλοσύνης

noun (favour, considerate gesture)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In an act of kindness he gave me his sandwich.

πράξη αγάπης

noun (action motivated by love)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πράξη βίας

noun (law: violent act, attack)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πράξη κήρυξης πολέμου

noun (action that provokes a war)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Japanese attack on Pearl Harbor was an act of war, provoking the US to enter WWII.

Πράξεις των Αποστόλων

plural noun (Bible: New Testament book) (πέμπτο βιβλίο της Καινής Διαθήκης)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
For the second reading, the Lector read from the Acts of the Apostles.

ερχομός

noun (arrival)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The advent of spring always gets me excited about gardening.
Η έλευση της άνοιξης πάντα με γεμίζει με ενθουσιασμό για την κηπουρική.

ένδειξη

noun (public indication of [sth])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The scandal served as an advertisement of the company's internal problems.
Το σκάνδαλο έφερε στο φως τα εσωτερικά προβλήματα της εταιρείας.

ενημερώνω κπ για κτ, πληροφορώ κπ για κτ, ειδοποιώ κπ για κτ

(formal (notify [sb] of [sth])

Newcastle Council have advised us of a series of road closures.
Το συμβούλιο του Νιούκαστλ μας έχει ενημερώσει για τους κλειστούς δρόμους.

ερωτικός δεσμός

noun (love affair, romantic involvement)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Romance novels describe affairs of the heart.

φοβάμαι

adjective (scared of [sth], [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When I was younger I was afraid of spiders.
Όταν ήμουν μικρότερος, με τρόμαζαν οι αράχνες.

φοβάμαι να κάνω κτ

adjective (scared to do [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Joanne is afraid of trying new things in case she fails.
Η Τζόαν φοβάται να δοκιμάσει καινούρια πράγματα μην τυχόν αποτύχει.

φοβάμαι

adjective (worried about [sth] happening) (ότι/πως, μήπως/μη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sam was afraid of losing his job.
Ο Σαμ φοβάται μήπως χάσει τη δουλειά του.

φοβάμαι το σκοτάδι

adjective (scared of darkness)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She kept a nightlight on because she was afraid of the dark.

ηλικία μετά την οποία η σεξουαλική επαφή είναι πλέον νόμιμη

noun (age at which sex becomes legal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In many countries, the age of consent is determined by the beginning of puberty.

μπροστά από κπ

preposition (in a race: in front)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The race is in its final lap, and Ivy is ahead of everyone.
Είναι ο τελευταίος γύρος του αγώνα κι ο Άιβι είναι μπροστά από όλους.

μπροστά από κτ

(in front, before)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The truck ahead of ours has a flat tire.
Το φορτηγό μπροστά από το δικό μας έχει σκασμένο λάστιχο.

μπροστά από κπ

preposition (in front, before)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
We couldn't move because there was an accident ahead of us.
Δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε γιατί είχε γίνει ατύχημα μπροστά μας.

πριν από κτ

preposition (prior to, earlier than)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Thank goodness we finished that project ahead of the deadline.
Ευτυχώς τελειώσαμε το πρότζεκτ πριν από την προθεσμία.

πριν από κπ, νωρίτερα από κπ

preposition (before, earlier than)

John arrived at the restaurant ahead of his brother.
Ο Τζον έφτασε στο εστιατόριο πριν από (or: νωρίτερα από) τον αδερφό του.

ανώτερος από κπ/κτ, καλύτερος από κπ/κτ

preposition (superior to)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Jon is ahead of the other children in his reading ability. This car is far ahead of the others in overall handling and safety.
Ο Τζον είναι μπροστά από τα άλλα παιδιά σε ό,τι αφορά τις ικανότητές του στην ανάγνωση. Αυτό το αυτοκίνητο είναι πολύ ανώτερο από τα άλλα σε ό,τι αφορά τον χειρισμό και την ασφάλεια.

πρωτοποριακός

adjective (advanced)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The company prides itself on bringing products to market that are ahead of their time.
Η εταιρεία υπερηφανεύεται που εισάγει στην αγορά προϊόντα που είναι πρωτοποριακά για την εποχή τους.

πρωτοποριακός για την εποχή του

adjective (enlightened)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
This diary reveals that some men in the past were ahead of the times with regard to women's rights.

που είναι πιο μπροστά

expression (figurative (more advanced than others) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση

expression (informal, figurative (at an advantage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bruce was ahead of the game because he repaired the roof before the rains came.

κυρίαρχος του παιχνιδιού

expression (informal, figurative (beating competitors) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

νωρίτερα

adverb (earlier than scheduled)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
They estimated that the new Olympic stadium would be ready in September 2011 but actually it was finished ahead of time.
Υπολόγισαν ότι το νέο Ολυμπιακό Στάδιο θα ήταν έτοιμο τον Σεπτέμβρη του 2011 αλλά στην πραγματικότητα τελείωσε νωρίτερα.

εκ των προτέρων

adverb (in advance, earlier)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
He was able to put the wallpaper up fast because I had primed the plaster ahead of time.

όλος

pronoun (every one of)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Someone has eaten all of the chocolates. All of his classmates went to his birthday party.
Κάποιος έφαγε όλες τις σοκολάτες.

όλος

pronoun (every bit of)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I've spent all of my money.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όλοι οι συμμαθητές του πήγαν στο πάρτι.

ποικίλος, πολυειδής

adjective (a wide variety of)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'll plant all kinds of flowers this spring and see which ones survive.

κάθε είδους

adjective (many different kinds of)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
On our safari we saw only one lion, but all manner of antelopes.

μόνο, μόλις

preposition (only)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She took all of twenty minutes to complete the puzzle.
Χρειάστηκε μόνο (or: μόλις) είκοσι λεπτά, για λύσει τον γρίφο.

ξαφνικά, αναπάντεχα, ξάφνου, αιφνιδίως

adverb (suddenly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
All of a sudden, a dark cloud blotted out the sun.
Ξαφνικά ένα σκούρο σύννεφο έκρυψε τον ήλιο.

πέρα από αυτά

adverb (regardless, nevertheless)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όλα εκ των οποίων

plural noun (every item mentioned)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The cupcakes, all of which are gluten-free, are in the glass case.

το οποίο

noun (everything mentioned)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Greg stole his sister's purse and lied to his parents about it; all of which goes to show that you can't trust him.

κάθε είδους, κάθε λογής

preposition (many and varied)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
The shelves were lined with all sorts of lotions and potions for the skin.

ανέσεις, ευκολίες

plural noun (amenities, facilities)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The hotel room has all the comforts of home.

το υπόλοιπο της ζωής σου

expression (for rest of your life)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατά μήκος

preposition (all along, alongside)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
She had strung miniature lights along the length of the patio for the party.
Είχε κρεμάσει μικροσκοπικά φωτάκια κατά μήκος της αυλής για το πάρτυ.

του ίδιου είδους

expression (similar to)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You want purple wallpaper? I was thinking more along the lines of beige.

κατά μήκος

expression (the length of, beside)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We built a retaining wall along the side of the terrace.

δίπλα σε κπ/κτ

preposition (US, informal (beside, alongside)

'Come sit alongside of me,' said Minnie to the new boy.

εναλλακτική πηγή ενέργειας

noun (usually plural (sustainable power)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εναλλακτική πηγή ενέργειας

noun (usually plural (renewable power)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Wind, solar, hydro and geothermal are all alternative sources of energy.

πάρα πολλοί

expression (informal (large quantity)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
There are an awful lot of violets growing among the rhubarb.

ανάλογος με κτ, αντίστοιχος με κτ, συγκρίσιμος με κτ

noun ([sth] comparable)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

και όλα τα σχετικά

expression (informal (and similar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They found sea shells, driftwood, and all that sort of thing at the beach.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του of στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του of

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.