Τι σημαίνει το free στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης free στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του free στο Αγγλικά.
Η λέξη free στο Αγγλικά σημαίνει δωρεάν, ελεύθερος, που έχει την ελευθερία να κάνει κτ, ελεύθερος, απελευθερώνω, ελευθερώνω, απαλάσσω, ελεύθερος, που έχει χρόνο να κάνει κτ, ελεύθερος για κτ, ελεύθερος, ανεξάρτητος, ανεμπόδιστος, απεριόριστος, ελεύθερος, αδέσμευτος, φαρδύς, ελεύθερος, ειλικρινής, γενναιόδωρος, χωρίς, ελεύθερος, ελεύθερα, δωρεάν, απαλλάσσω κπ από κτ, απαλλάσσω κπ από κτ, ελευθερώνω κπ/κτ από κτ, ελευθερώνω, αποδεσμεύω, χωρίς πρόσθετα, μπύρα χωρίς αλκοόλ, απελευθερώνομαι, λυτρώνομαι, ξεφεύγω, αποδεσμεύομαι, αποδρώ, απελευθερώνομαι από κπ, απελευθερώνομαι από τα δεσμά κάποιου, απελευθερώνομαι από κτ, χωρίς ιούς, χωρίς καφεΐνη, ελευθέρας βοσκής, ελευθέρας βοσκής, άτεκνος από επιλογή, άτεκνος από επιλογή, χωρίς προμήθεια, που δεν έχει δοκιμαστεί σε ζώα, αφορολόγητος, χωρίς γαλακτοκομικά, χωρίς ναρκωτικά, καθαρός, αφορολόγητος, αδασμολόγητος, αδασμολόγητα είδη, αφορολόγητα είδη, κατάστημα αφορολόγητων, Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών, ανέμελος, ξέγνοιαστος, χωρίς λιπαρά, παρακαλώ, δωρεάν, γραμμή του φάουλ, χωρίς άρωμα, ελεύθερη είσοδος, ελεύθερο πουλί, παίκτης χωρίς συμβόλαιο, χαλαρός, ελεύθερο πουλί, ελεύθερος συνειρμός, δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, ελεύθερη επιλογή, ελεύθερη επιλογή, ελεύθερος πολίτης, κλινική η οποία παρέχει δωρεάν ιατρική βοήθεια, ελεύθερος ανταγωνισμός, δωρεάν παράδοση, ελεύθερη κατάδυση, ελεύθερη οικονομία, ελεύθερη πτώση, ελεύθερη πτώση, ελεύθερη πτώση, που κινείται ελεύθερα, που ρέει ελεύθερα, που κινείται ελεύθερα, που ρέει ελεύθερα, ελεύθερο σχήμα, ελεύθερος, απαλλάσσω κπ από την υποχρέωση, απαλλάσσω κπ από την ευθύνη, δώρο, ελευθερία κινήσεων, ελεύθερο χτύπημα, ελεύθερος έρωτας, δωρεάν γεύμα, χάρισμα, ελεύθερος άνθρωπος, ελεύθερη αγορά, της ελεύθερης αγοράς, ελεύθερη μνήμη, ελεύθερος, δωρεάν, δωρεάν, χωρίς κόστος, εισιτήριο ελευθέρας εισόδου, ελεύθερο παιχνίδι, ελεύθερο πεδίο, ελεύθερο παιχνίδι, ελεύθερος λιμένας, ελεύθερος λιμένας, ελευθεροτυπία, ελεύθερη ρίζα, ελευθέρας βοσκής, ελευθέρας βοσκής, απόλυτη ελευθερία, ευκολία, κωλόφαρδος, τυχεράκιας, freerunning, δωρεάν δείγμα, ελεύθερος χώρος, ελευθερία του λόγου, ελεύθερο πνεύμα, πολιτεία που απαγορεύει τη δουλειά, ελεύθερη σκέψη, ελεύθερη βολή, δωρεάν εισιτήριο, ελεύθερος χρόνος, ελεύθερο εμπόριο, ζώνη ελεύθερου εμπορίου, περιοχή ελεύθερου εμπορίου, δωρεάν δοκιμή, ελεύθερος στίχος, ελεύθερα βαρη, ελεύθερη βούληση, ελεύθερος άνθρωπος, ελεύθερος κόσμος, απελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι, απεγκλωβίζομαι, απελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι, απεγκλωβίζομαι, δεν κρατώ την υπόσχεση μου, αποφεύγω να ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης free
δωρεάνadjective (no charge) (χρήματα) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) For you, there's no charge - it's free! Για σένα, δεν υπάρχει κόστος. Είναι τζάμπα! |
ελεύθεροςadjective (not restrained physically) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The prisoner was free at last. Ο φυλακισμένος ήταν επιτέλους ελεύθερος. |
που έχει την ελευθερία να κάνει κτexpression (at liberty) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The citizens were not free to criticize the government. Οι πολίτες δεν είχαν την ελευθερία να ασκούν κριτική στην κυβέρνηση. |
ελεύθεροςadjective (seat: unoccupied) (θέση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Excuse me, is this seat free? Συγνώμη, αυτή η θέση είναι ελεύθερη; |
απελευθερώνω, ελευθερώνωtransitive verb (release, liberate [sb], [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Slaves were freed in 1865 in the USA. Οι σκλάβοι στην Αμερική απελευθερώθηκαν (or: ελευθερώθηκαν) το 1865. |
απαλάσσω(figurative (exempt [sb] from duty) (κάποιον από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Household appliances have freed us from many of the time-consuming chores our grandparents had to do. Οι οικιακές συσκευές μας απάλλαξαν από πολλές χρονοβόρες δουλειές του σπιτιού που έπρεπε να κάνουν οι παππούδες μας. |
ελεύθεροςadjective (person: available) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Are you free this Saturday? Είσαι ελεύθερος αυτό το Σάββατο; |
που έχει χρόνο να κάνει κτadjective (person: available to do [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sandra said that she would be free to help us tomorrow. Η Σάντρα είπε ότι θα έχει χρόνο να μας βοηθήσει αύριο. |
ελεύθερος για κτ(person: available for [sth]) I'm free for coffee tomorrow morning if you fancy meeting up. Είμαι ελεύθερος για καφέ αύριο το πρωί άμα θέλεις να βρεθούμε. |
ελεύθεροςadjective (not literal) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The newspaper gave a free interpretation of events. |
ανεξάρτητοςadjective (politically independent) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The former colony became free last year. |
ανεμπόδιστοςadjective (view: unobstructed) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) We have a free view of the stage from here. |
απεριόριστοςadjective (unfettered) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) After the divorce, he was given free access to his children. |
ελεύθερος, αδέσμευτοςadjective (chemistry: uncombined) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Substances conduct because of free electrons. |
φαρδύςadjective (loose) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I prefer clothes that are free and light. |
ελεύθεροςadjective (unrestrained) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Feel free to ask questions. |
ειλικρινήςadjective (frank) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) If I can be free with you, I'll tell you what's wrong. |
γενναιόδωροςadjective (somewhat pejorative (lavish) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He was very free with his advice. |
χωρίςadjective (as suffix (without: [sth] undesirable) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) This tube station has step-free access. |
ελεύθερος(exempt) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Your life will be free from stress. |
ελεύθεραadverb (freely) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I love to run free along the beach. |
δωρεάνadverb (gratis) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I got this book free. |
απαλλάσσω κπ από κτ(exempt) His hearing problem freed him from military service. |
απαλλάσσω κπ από κτ(relieve of) Buying online will free you of the need to go to the shops. |
ελευθερώνω κπ/κτ από κτ(disengage) He couldn't free the fishing line from the weeds. |
ελευθερώνω, αποδεσμεύωphrasal verb, transitive, separable (informal (make [sth] available) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The rental company said all their cars were reserved, but they might be able to free up a sedan in the afternoon. Η εταιρία ενοικίασης είπε ότι όλα τα αυτοκίνητά τους ήταν κρατημένα, αλλά ίσως να μπορούσαν να αποδεσμεύσουν ένα σεντάν το απόγευμα. |
χωρίς πρόσθεταadjective (no artificial ingredients) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μπύρα χωρίς αλκοόλnoun (beer containing no alcohol) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Bob drinks alcohol-free beer when he is the designated driver. |
απελευθερώνομαι, λυτρώνομαι, ξεφεύγω, αποδεσμεύομαι, αποδρώ(escape) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Stan works in an office, but dreams of breaking free and joining a rock band. |
απελευθερώνομαι από κπ, απελευθερώνομαι από τα δεσμά κάποιουverbal expression (escape) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The hostage broke free from his captors and ran to safety. |
απελευθερώνομαι από κτverbal expression (escape) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The two convicts were finally able to break free from the chain gang. Οι δύο κατάδικοι κατάφεραν επιτέλους να ξεφύγουν από την ομάδα των αλυσοδεμένων κρατουμένων. |
χωρίς ιούςadjective (code, software) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χωρίς καφεΐνηadjective (without caffeine) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ελευθέρας βοσκήςadjective (US (hen, egg: free range) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
ελευθέρας βοσκήςadverb (US (hen, egg: free range) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
άτεκνος από επιλογήadjective (having no children by choice) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
άτεκνος από επιλογήexpression (voluntarily having no children) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Glen and his wife are childless by choice, although they have three dogs. |
χωρίς προμήθειαadverb (without money taken out) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Many companies offer employees the opportunity to buy company stock on a commission free basis. |
που δεν έχει δοκιμαστεί σε ζώαadjective (obtained without harming animals) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αφορολόγητοςadjective (law: no duty) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χωρίς γαλακτοκομικάadjective (containing no milk products) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χωρίς ναρκωτικάadjective (without drugs) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καθαρόςadjective (person: not taking drugs) (μεταφορικά: από ναρκωτικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αφορολόγητος, αδασμολόγητοςadjective (law: exempt from customs tax) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Airports are a great place to do some duty-free shopping. |
αδασμολόγητα είδη, αφορολόγητα είδηplural noun (merchandise free of customs tax) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Duty-free goods can be purchased only by those who are over 18 years of age. |
κατάστημα αφορολόγητωνnoun (UK (airport: untaxed goods store) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) You must show your boarding pass at the checkout counter of the duty-free shop. |
Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγώνnoun (initialism (European Free Trade Association) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ανέμελος, ξέγνοιαστοςadjective (no commitments, carefree) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χωρίς λιπαράadjective (food: containing no fats) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) I bought some fat-free yogurt, but it doesn't taste as good as the real thing! It is a mistake to think that because a food is fat-free, it's also free of calories. |
παρακαλώinterjection (informal (please do, go ahead) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Please feel free to call if you need any help. If you ever want to borrow a book, feel free. Παρακαλώ καλέστε, αν χρειάζεστε βοήθεια. Αν θέλεις να δανειστείς κάποιο βιβλίο, παρακαλώ μη διστάζεις. |
δωρεάνadverb (informal (free of charge, without paying) (χωρίς χρέωση) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Joe somehow managed to get hold of some concert tickets for free. |
γραμμή του φάουλnoun (on basketball court) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The crowd fell silent as the player stepped up to the foul line. |
χωρίς άρωμαadjective (unscented) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
ελεύθερη είσοδοςnoun (no cost to enter) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tickets cost $20, except on Tuesdays when the museum offers free admission. |
ελεύθερο πουλίnoun ([sb] independent) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
παίκτης χωρίς συμβόλαιοnoun (sports: non-contract player) (αθλητικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) His contract with the Yankees has expired so now he's a free agent. |
χαλαρόςadjective (informal, easy-going) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ελεύθερο πουλίadjective (informal (really free) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) When this school year is over, I'll be free as a bird. |
ελεύθερος συνειρμόςnoun (spontaneous response to words) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Let's do free association: I'll say a word and you say the first word that comes to mind. |
δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαιnoun (right to associate with anyone) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) We have the right to free association in this country. |
ελεύθερη επιλογήnoun (unrestricted options) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) You can only control your own life by exercising your own free choice. |
ελεύθερη επιλογήnoun ([sth] chosen freely) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ελεύθερος πολίτηςnoun (has unrestricted freedoms) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κλινική η οποία παρέχει δωρεάν ιατρική βοήθειαnoun (offers free medical care) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This free clinic has been providing health care to the uninsured since the '60s. |
ελεύθερος ανταγωνισμόςnoun (business: no trading restrictions) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Free competition cannot exist where the government is controlling the market. |
δωρεάν παράδοσηnoun (delivery without charge) |
ελεύθερη κατάδυσηnoun (sport: skin diving) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Snorkeling and spearfishing are two free-diving activities. |
ελεύθερη οικονομίαnoun (liberal economics) The G8 is a group of nations who share a belief in free enterprise as the best route to growth. |
ελεύθερη πτώσηnoun (fall: subject to gravity) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The plane went into free fall when both engines stalled. |
ελεύθερη πτώσηnoun (part of jump: no parachute) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Baumgartner is going to perform a free fall from 120,000 feet. |
ελεύθερη πτώσηnoun (figurative (sharp decline) (μτφ: απότομη πτώση) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The global economy went into free fall in the fall of 2008. Η παγκόσμια οικονομία έκανε ελεύθερη πτώση το φθινόπωρο του 2008. |
που κινείται ελεύθερα, που ρέει ελεύθεραadjective (fluid, moving easily) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A little work with this plunger and we'll have this drain free flowing again. The Yellowstone River is free flowing: it has no dams anywhere on its course. Λίγη ακόμη δουλειά με αυτή τη βεντούζα και το σιφόνι θα ρέει ελεύθερα και πάλι. Ο ποταμός Yellowstone κινείται ελεύθερα: δεν έχει πουθενά φράγματα. |
που κινείται ελεύθερα, που ρέει ελεύθεραadjective (figurative (without constraints) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Their free-flowing discussion touched on everything from their jobs to their relationships. |
ελεύθερο σχήμαnoun (improvised style) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Free form is a type of jazz introduced in the 1950s. |
ελεύθεροςadjective (not containing) (με γενική) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The river was free from pollution before the factory was built nearby. |
απαλλάσσω κπ από την υποχρέωση, απαλλάσσω κπ από την ευθύνηverbal expression (release [sb] from a duty) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He's been taking care of his elderly parents for years; finally, his siblings have decided to free him from that obligation by taking on more responsibility themselves. |
δώροnoun ([sth] offered free with a purchase) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ελευθερία κινήσεωνnoun (unrestricted freedom) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ελεύθερο χτύπημαnoun (sport: kick awarded after a foul) (αθλητικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ελεύθερος έρωταςnoun (dated (extra-marital or promiscuous sex) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
δωρεάν γεύμαnoun (food provided to attract customers) |
χάρισμαnoun (figurative ([sth] given with no expectations) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ελεύθερος άνθρωποςnoun ([sb] who is not in prison) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) He'll be on probation for the rest of his life, so he isn't really a free man. After ten years of a bad marriage, I am once again a free man. |
ελεύθερη αγοράnoun (economic system with price competition) |
της ελεύθερης αγοράςnoun as adjective (relating to free market) |
ελεύθερη μνήμηnoun (computing: storage capacity left) (Η/Υ) My husband's computer has gotten really slow because it is running out of free memory. |
ελεύθεροςexpression (not containing) (με γενική) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I try to use personal care products that are free of artificial scents. |
δωρεάνadjective (having no cost) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The film was rubbish but it's okay because the seats were free of charge. Η ταινία ήταν χαζομάρα, αλλά δεν πειράζει γιατί οι θέσεις ήταν δωρεάν. |
δωρεάνadverb (at no cost) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Breakfast is provided free of charge. Το πρωινό παρέχεται δωρεάν. |
χωρίς κόστοςadjective (not requiring payment) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Anti-pollution measures are never free of cost. |
εισιτήριο ελευθέρας εισόδουnoun (access to [sth] at no cost) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The package includes free passes to all the park attractions. |
ελεύθερο παιχνίδιnoun (unstructured playtime for children) |
ελεύθερο πεδίοnoun (unrestricted conduct, as by a business) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ελεύθερο παιχνίδιnoun (concept in literary theory) |
ελεύθερος λιμέναςnoun (port open to commercial vessels) |
ελεύθερος λιμέναςnoun (area open to commercial vessels) |
ελευθεροτυπία(uncensored press) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ελεύθερη ρίζαnoun (often plural (reactive atom or molecule) |
ελευθέρας βοσκήςadjective (farm animal: roaming freely) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Free-range chickens are not kept in small cages. |
ελευθέρας βοσκήςadjective (produce: from free-range animals) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Eggs generally cost more if they're free range. Τα αυγά ελευθέρας βοσκής γενικά στοιχίζουν περισσότερο. |
απόλυτη ελευθερίαnoun (full control, unhampered freedom) |
ευκολίαnoun (slang (get without working for it) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There are no free rides here: if you don't work, you don't eat. |
κωλόφαρδος, τυχεράκιαςnoun (slang (person: freeloader) (αργκό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
freerunningnoun (activity: type of parkour) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
δωρεάν δείγμαnoun (taster of [sth] offered at no charge) When I was a child, I loved to eat free samples at the grocery store. |
ελεύθερος χώροςnoun (unused memory or storage) |
ελευθερία του λόγουnoun (speech unrestrained by censorship) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Seventy percent of Americans agreed that people should have the right to free speech. |
ελεύθερο πνεύμαnoun (non-conformist) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) She's a free spirit: she wears what she likes, does what she likes, and doesn't care what anybody thinks. |
πολιτεία που απαγορεύει τη δουλειάnoun (US, historical (US state prohibiting slavery) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Not all of the Union states were free states; four were slave states. |
ελεύθερη σκέψηnoun (rationalism) (ορθολογισμός) |
ελεύθερη βολήnoun (basketball throw) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δωρεάν εισιτήριοnoun (literal (entitlement to [sth] at no cost) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I've got some free tickets to the theatre – would you like to come? |
ελεύθερος χρόνοςnoun (leisure hours) (ώρες ψυχαγωγίας) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) She often reads in her free time. Συχνά διαβάζει στον ελεύθερό της χρόνο. |
ελεύθερο εμπόριοnoun (unrestricted commerce) The USA has a free trade agreement with Mexico and Canada. |
ζώνη ελεύθερου εμπορίου, περιοχή ελεύθερου εμπορίουnoun (country: unrestricted commerce) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The purpose of NAFTA is to make North America a free trade area. |
δωρεάν δοκιμήnoun (sample of [sth] at no charge) If you want to check our new vehicles, just give us a call and we'll schedule a free trial. |
ελεύθερος στίχοςnoun (poetry format) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Walt Whitman wrote free verse in the 19th century. |
ελεύθερα βαρηplural noun (handheld weights used for exercise) I work out with 5-lb free weights and a resistance band. |
ελεύθερη βούλησηnoun (choice, freedom to choose) Are all things preordained by God or does the individual have free will? Είναι τα πάντα προκαθορισμένα από τον Θεό ή έχουν ελεύθερη βούληση οι άνθρωποι; |
ελεύθερος άνθρωποςnoun (female: not captive or incarcerated) |
ελεύθερος κόσμοςnoun (democratic nations) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The Cold war divided the world into two halves: the free world and the communist world. |
απελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι, απεγκλωβίζομαιintransitive verb (unburden yourself of [sth]) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No one else can cure your addiction; you must free yourself. |
απελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι, απεγκλωβίζομαιtransitive verb (reject, throw off) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δεν κρατώ την υπόσχεση μουintransitive verb (avoid having to do [sth] you promised) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποφεύγω να ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις μουverbal expression (avoid having to fulfil a duty) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του free στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του free
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.