Τι σημαίνει το beaten στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης beaten στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του beaten στο Αγγλικά.
Η λέξη beaten στο Αγγλικά σημαίνει σφυρήλατος, ηττημένος, εξαντλημένος, χτυπημένος, χτυπάω, χτυπάω, νικάω, κερδίζω, χτυπάω, χτυπάω, ρυθμός, πτώμα, λιώμα, μπητ, μπιτ, νότα, χτύπημα, χτύποι, παλμοί, περιπολία, χτυπάω, χτυπάω, ξεπερνώ, περνώ, παίζω, σφυρηλατώ, είμαι καλύτερος από κτ, ξεπερνώ, περνώ, είμαι καλύτερος από κτ, χτυπητό αυγό, μονοπάτι, σαραβαλιασμένος, τρώω ξύλο, μακριά από τουριστικά μέρη, ταλαιπωρημένος από τις καιρικές συνθήκες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης beaten
σφυρήλατοςadjective (formed by blows) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The Roman exhibit included a beaten bronze bowl. |
ηττημένοςadjective (defeated, outdone) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The beaten team boarded the bus glumly for the journey home. |
εξαντλημένοςadjective (figurative (exhausted, discouraged) (όχι άλλη δύναμη) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Life's challenges had left Chloe feeling beaten and pessimistic. |
χτυπημένοςadjective (food: whipped or pounded) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Add the beaten butter and sugar to the bowl and stir. |
χτυπάωtransitive verb (strike, pound) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He beat the desk with his fist to try to get his point across. Χτύπησε το γραφείο με τη γροθιά του για να προσπαθήσει να περάσει το μήνυμά του. |
χτυπάωtransitive verb (hit [sb] repeatedly) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The judge sentenced Willis to five years in jail for beating his victim with a baseball bat. Ο δικαστής καταδίκασε τον Γουίλις σε πέντε χρόνια φυλάκισης επειδή χτύπησε το θύμα του με ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ. |
νικάω, κερδίζωtransitive verb (defeat) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The championship team are confident they can beat the challengers. Οι πρωταθλητές νίκησαν τους διεκδικητές του τίτλου. |
χτυπάωtransitive verb (eggs: whisk) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Before you scramble eggs, you have to beat them. Προτού φτιάξεις ομελέτα, πρέπει να χτυπήσεις τα αυγά. |
χτυπάωtransitive verb (wings: flap) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A hummingbird beats its wings many times a second. Τα κολιμπρί χτυπούν τα φτερά τους πολλές φορές το δευτερόλεπτο. |
ρυθμόςnoun (rhythm) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The dancers moved to the beat of the music. Οι χορευτές λικνίζονταν με τον ρυθμό της μουσικής. |
πτώμα, λιώμαadjective (US, informal, colloquial (exhausted) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) After a long day at work, Keith's father is beat when he comes home. |
μπητ, μπιτadjective (historical (beatnik) (σπάνιο) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Kerouac is the most famous of the Beat poets. |
νόταnoun (musical note) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) You must remember to play harder on the accented beats. |
χτύπημαnoun (stroke, blow) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The beat of the workers' hammers gave Sue a headache. |
χτύποι, παλμοίnoun (heartbeat) (της καρδιάς) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) In her excitement, Fran could feel the beat of her heart. |
περιπολίαnoun (police officer's round) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Officer Smith pounded the beat all day long. |
χτυπάωintransitive verb (heart: throb) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The doctor listened to see if the man's heart was beating. |
χτυπάωintransitive verb (wings: flap) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The eagle's wings did not beat as it glided through the air. |
ξεπερνώ, περνώtransitive verb (informal (arrive before) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I bet we will beat you! We drive much faster. |
παίζωtransitive verb (tap out: a rhythm) (μουσική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The drummer beat the rhythm on the bass drum. |
σφυρηλατώtransitive verb (metal: flatten) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The craftsman beat the piece of metal until it was very thin. |
είμαι καλύτερος από κτtransitive verb (slang (be preferable) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nothing beats a chocolate cake fresh from the oven. |
ξεπερνώ, περνώtransitive verb (arrive before) (μέχρι/ως κάποιο μέρος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Thompson beat the other runners to the finish line. |
είμαι καλύτερος από κτtransitive verb (be preferable) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χτυπητό αυγόnoun (eggs: whisked) Brushing beaten egg over the bread dough produces a lovely golden glaze. |
μονοπάτιnoun (well-trodden path or route) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) If we wander off the beaten track, we'll probably get lost. |
σαραβαλιασμένοςadjective (informal (car, etc.: battered from use) (κυρίως αυτοκίνητα) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
τρώω ξύλοverbal expression (informal (be physically assaulted) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) From his black eye and bloody nose, everyone knew he'd gotten beaten up in the fight. Από το μαυρισμένο του μάτι και τη ματωμένη μύτη όλοι κατάλαβαν ότι έφαγε ξύλο. |
μακριά από τουριστικά μέρηexpression (away from tourist routes) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) We prefer to eat with the locals in small restaurants off the beaten track. |
ταλαιπωρημένος από τις καιρικές συνθήκεςadjective (damaged by the elements) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) The old sailor's weatherbeaten face was covered in wrinkles. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του beaten στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του beaten
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.