Τι σημαίνει το get on στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης get on στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του get on στο Αγγλικά.

Η λέξη get on στο Αγγλικά σημαίνει ταιριάζω με κπ, πηγαίνω, προχωράω, προχωρώ, ανεβαίνω σε κτ, επικοινωνώ, έρχομαι σε επαφή, προχωρώ σε κτ, πηγαίνω σε κτ, τα πηγαίνω καλά με, τα πάω καλά με, συνεχίζω, καταλαβαίνω, κάνω γρήγορα, ξαναμπαίνω σε πρόγραμμα, γονατίζω, παρακαλώ, εκλιπαρώ, ικετεύω, φασώνομαι, παθιάζομαι με κάτι, παθιάζομαι με κάτι, ξεκινάω στραβά, κάνω κτ γρήγορα, κάνω κτ αμέσως, καταβάλλω, θέτω κτ υπό έλεγχο, είμαι στον σωστό δρόμο, τα πηγαίνω καλά, τα πάω καλά, τα πηγαίνω καλά με κπ, τα πάω καλά με κπ, συνεχίζω τη δουλειά, προχωράω τη δουλειά, κοιτάζω αφ' υψηλού, του τη δίνω, του τη δίνω στα νεύρα, του δίνω στα νεύρα, του σπάω τα νεύρα, εκφράζω έντονα τη γνώμη μου, εκφράζω έντονα τη γνώμη μου για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης get on

ταιριάζω με κπ

phrasal verb, intransitive (informal (be friends)

Sarah and her new roommate got on as soon as they met.
Η Σάρα και η καινούρια συγκάτοικός της ταίριαξαν από την πρώτη στιγμή που γνωρίστηκαν.

πηγαίνω

phrasal verb, intransitive (informal (with task: progress)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
How are you getting on?
Πώς τα πας;

προχωράω, προχωρώ

phrasal verb, intransitive (informal (in life: advance) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
To get on in life, you need to be willing to work hard.
Για να πας μπροστά στη ζωή θα πρέπει να είσαι πρόθυμος να δουλέψεις σκληρά.

ανεβαίνω σε κτ

(bus, train: board)

The next person who gets on the bus will have to stand, because there are no seats left.

επικοινωνώ, έρχομαι σε επαφή

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (contact [sb])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Let me get on to my attorney and see what he says.

προχωρώ σε κτ, πηγαίνω σε κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (progress to [sth]) (μεταφορικά, καθομ)

Let's get on to the next item on the agenda.

τα πηγαίνω καλά με, τα πάω καλά με

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (be friends) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you can't get on with your boss, it might be better to quit.
Αν δεν έχεις καλές σχέσεις με το αφεντικό σου, καλύτερα να παραιτηθείς.

συνεχίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (do without delay)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't watch TV. Just get on with your homework!
Μη χαζεύεις τηλεόραση. Συνέχισε τα μαθήματά σου!

καταλαβαίνω

verbal expression (figurative, informal (understand)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I can't get a handle on this at all. Can you explain it again?

κάνω γρήγορα

verbal expression (informal (hurry up)

ξαναμπαίνω σε πρόγραμμα

verbal expression (figurative, informal (regain focus)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γονατίζω

verbal expression (kneel)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Before we went to bed we got down on our knees and prayed.
Πριν ξαπλώσουμε, γονατίσαμε και προσευχηθήκαμε.

παρακαλώ, εκλιπαρώ, ικετεύω

verbal expression (figurative (beg for [sth]) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you want to borrow his precious car, you'll have to get down on your knees!
Αν θες να δανειστείς το πολύτιμο αυτοκίνητό του, θα πρέπει να ικετεύσεις (or: παρακαλέσεις).

φασώνομαι

verbal expression (vulgar, slang (have sex) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παθιάζομαι με κάτι

verbal expression (slang (enjoy, be excited by)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παθιάζομαι με κάτι

verbal expression (slang (be sexually excited by)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεκινάω στραβά

verbal expression (figurative (have a bad start)

κάνω κτ γρήγορα, κάνω κτ αμέσως

verbal expression (slang (do [sth] without delay)

καταβάλλω

verbal expression (figurative (overwhelm)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θέτω κτ υπό έλεγχο

verbal expression (figurative (gain control of a task, situation, etc.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι στον σωστό δρόμο

verbal expression (figurative, informal (pursue correct path)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My coach has a program to help me get on track for the Olympics.

τα πηγαίνω καλά, τα πάω καλά

verbal expression (informal (be friends)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Rick and Steve get on well.
Ο Ρικ και ο Στηβ τα πηγαίνουν καλά.

τα πηγαίνω καλά με κπ, τα πάω καλά με κπ

verbal expression (informal (be friends) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I get on well with my sister.

συνεχίζω τη δουλειά, προχωράω τη δουλειά

verbal expression (informal (do [sth] without delay)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοιτάζω αφ' υψηλού

verbal expression (figurative, informal (act morally superior)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I know you think I'm wrong but there's no need to get on your high horse about it.

του τη δίνω, του τη δίνω στα νεύρα, του δίνω στα νεύρα, του σπάω τα νεύρα

verbal expression (informal (irritate) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Her husband's constant grumbling was starting to get on Olga's nerves.
Το γεγονός ότι ο άντρας της γκρίνιαζε όλη την ώρα είχε αρχίσει να τη δίνει στην Όλγα.

εκφράζω έντονα τη γνώμη μου

verbal expression (figurative (rant, give opinion)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκφράζω έντονα τη γνώμη μου για κτ

verbal expression (figurative (rant, give opinion)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του get on στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.