Τι σημαίνει το heap στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης heap στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του heap στο Αγγλικά.

Η λέξη heap στο Αγγλικά σημαίνει σωρός, σωρός, σωριάζομαι, σωρός, φοβερά πολύ, απίστευτα πολύ, ένα σωρό, ένα σωρό, βάζω, δίδω ένα σωρό, πολύ, σακαράκα, συσσωρεύω, στοιβιάζω, πάτος, λίπασμα, καταλήγω στα παλιοσίδερα, σωρός σκουπιδιών, επαινώ, σωρός κοπριάς, μάντρα, σωρός σκωρίας, Ευχαριστώ πολύ!. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης heap

σωρός

noun (pile, mound)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The worker piled a bunch of rocks into a heap.
Ο εργάτης έφτιαξε μια στοίβα από πέτρες.

σωρός

noun (pile, mound)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Peter piled a big heap of mashed potatoes onto his plate.
Ο Πίτερ έβαλε ένα βουνό πουρέ στο πιάτο του.

σωριάζομαι

noun (person: collapse)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The boxer fell in a heap when he was hit in the chin.
Ο μποξέρ σωριάστηκε όταν δέχθηκε χτύπημα στο πηγούνι.

σωρός

noun (untidy pile)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There's a heap of dirty laundry in the laundry room.
Υπάρχει μια στοίβα βρώμικα ρούχα στο πλυσταριό.

φοβερά πολύ, απίστευτα πολύ

noun (figurative, slang (a lot) (καθομιλουμένη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Thanks for taking me to the concert. I enjoyed it a heap!
Σε ευχαριστώ που με πήρες στη συναυλία. Μου άρεσε απίστευτα πολύ!

ένα σωρό

noun (figurative, slang (a lot of) (μεταφορικά, καθομ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Since I retired I've got a heap of time on my hands.
Από τότε που πήρα σύνταξη έχω άπειρο χρόνο στη διάθεσή μου.

ένα σωρό

plural noun (a lot of) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The fisherman caught heaps of fish, he nearly sunk his boat.
Ο ψαράς έπιασε ένα σωρό ψάρια και παραλίγο να βουλιάξει η βάρκα του.

βάζω

transitive verb (pile [sth] on top) (κτ πάνω σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kate heaped sour cream onto her baked potato.
Η Κέιτ έβαλε ξυνή κρέμα πάνω στην ψητή πατάτα της.

δίδω ένα σωρό

(figurative, informal (overburden)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The king heaped rewards on his men.
Ο βασιλιάς έδωσε ένα σωρό βραβεία στους άνδρες του.

πολύ

adverb (informal (a lot)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I love you heaps.

σακαράκα

noun (informal, figurative, slang (unreliable car)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fred was still driving his old heap around, even though he had plenty of money to upgrade.

συσσωρεύω, στοιβιάζω

phrasal verb, transitive, separable (form into pile)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πάτος

noun (informal, figurative ([sth] or [sb] very lowly) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λίπασμα

noun (rotting material: fertilizer)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We put all our kitchen scraps in the compost heap.

καταλήγω στα παλιοσίδερα

verbal expression (informal, figurative (be discarded)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σωρός σκουπιδιών

noun (US (rubbish pile)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επαινώ

verbal expression (commend highly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Teachers heap praises upon students that always do their work.

σωρός κοπριάς

noun (pile of manure or garbage)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

μάντρα

noun (junk yard) (το μέρος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After I wrecked my old car in a crash it was ready for the scrap heap.

σωρός σκωρίας

noun (pile of waste)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Lead can leach out of slag heaps and contaminate ground water.

Ευχαριστώ πολύ!

interjection (slang (thank you: often sarcastic)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του heap στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του heap

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.