Τι σημαίνει το pile στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pile στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pile στο Αγγλικά.

Η λέξη pile στο Αγγλικά σημαίνει σωρός, ένας σωρός, μια περιουσία, πέλος, αιμορροΐδες, στοιβάζω, πυλώνας, με μαλλιαρή ή μάλλινη υφή, στριμώχνομαι, συμμετέχω, στοιβάζω, στοιβάζω, μαζεύω, πυρηνικός αντιδραστήρας, μηχανή τοποθέτησης πασσάλων, στριμώχνομαι μέσα σε κτ, στοιβάζω, δημιουργώ κτ σε κπ, αυξάνω, φορτώνω κτ σε κπ, επίθεση, καραμπόλα, σωρός, με μακρύ πέλος, πασσαλοσανίδα, στοίβα από ξύλα, σωρός από ξύλα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pile

σωρός

noun (heap)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Teenagers often have a pile of dirty clothes on their bedroom floors.
Οι έφηβοι συχνά έχουν μια στοίβα βρώμικα ρούχα στο πάτωμα του υπνοδωματίου τους.

ένας σωρός

noun (informal, figurative, often plural (large amount) (καθομ, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Irene couldn't go out as she had a pile of work to do.
Η Αϊρίν δεν μπορούσε να βγει καθώς είχε ένα σωρό δουλειά να κάνει.

μια περιουσία

noun (figurative, slang (money: large amount) (μεταφορικά)

Michelle made a pile on the stock market.
Η Μισέλ έκανε περιουσία στο χρηματιστήριο.

πέλος

noun (carpet thickness)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This carpet has a lovely thick pile.
Αυτή η μοκέτα έχει υπέροχο χοντρό πέλος.

αιμορροΐδες

plural noun (informal (hemorrhoids)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Josh is going to see the doctor about his piles.
Ο Τζος θα πάει να δει τον γιατρό για τις αιμορροΐδες του.

στοιβάζω

transitive verb (make into a pile, stack)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Steve piled the food on the plate.
Ο Στην έκανε ένα βουναλάκι από φαγητό στο πιάτο του.

πυλώνας

noun (construction)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

με μαλλιαρή ή μάλλινη υφή

adjective (textile: wooly, hairy) (ύφασμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στριμώχνομαι

phrasal verb, intransitive (informal (crowd inside: a vehicle)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The taxi pulled up outside the house and we all piled in.

συμμετέχω

phrasal verb, intransitive (figurative, informal (join in: with criticism, etc.)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

στοιβάζω

phrasal verb, intransitive (informal (accumulate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
While his wife was gone, Sam let the dishes pile up in the sink.
Όσο έλειπε η γυναίκα του, ο Σαμ άφησε τα πιάτα να στοιβαχτούν στο νεροχύτη.

στοιβάζω

phrasal verb, transitive, separable (place on top of one another)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The toddler piled up the blocks.
Το μικρό παιδί στοίβαξε τα τουβλάκια.

μαζεύω

phrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (accumulate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πυρηνικός αντιδραστήρας

noun (device that generates atomic energy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μηχανή τοποθέτησης πασσάλων

noun (machine that sets piles)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The workmen drove the pole into the ground using a pile driver.

στριμώχνομαι μέσα σε κτ

(crowd inside: a vehicle)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The seven of us piled into her little car and off we went.

στοιβάζω

(heap)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Robert piled some more coal on the fire.
Ο Ρόμπερτ στοίβαξε κι άλλο κάρβουνο στη φωτιά.

δημιουργώ κτ σε κπ

(figurative, informal (guilt, pressure: inflict)

My grandmother really knows how to pile on the guilt; if I don't go to see her for a few days, she makes me feel terrible.

αυξάνω

(figurative, informal (work, etc.: impose)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The boss has really been piling on the work lately; I'm struggling to keep up with it.

φορτώνω κτ σε κπ

(figurative, informal (work, etc.: impose on)

Our maths teacher is piling the homework on us this term; I'm struggling to keep up.

επίθεση

noun (figurative, informal (concerted attack, criticism)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καραμπόλα

noun (informal (crash involving many vehicles) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Traffic was stopped because of the pileup on the highway.

σωρός

noun (informal (accumulation) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Bob felt overwhelmed by the pileup of documents on his desk.

με μακρύ πέλος

noun as adjective (carpet: with long pile)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There was a shag carpet in the middle of the floor.

πασσαλοσανίδα

noun (civil engineering)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στοίβα από ξύλα, σωρός από ξύλα

noun (heap of logs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pile στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του pile

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.