Τι σημαίνει το heart στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης heart στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του heart στο Αγγλικά.

Η λέξη heart στο Αγγλικά σημαίνει καρδιά, καρδιά, καρδιά, καρδιά, κουράγιο, καρδιά, καρδιά, εσωτερικό, πυρήνας, στήθος, άνθρωπος, καρδιά, κούπα, καρδιά, καρδιακός, κούπες, η απουσία αυξάνει την ένταση της αγάπης, ερωτικός δεσμός, καρδιά αγκινάρας, τεχνητή καρδιά, κατά βάθος, με νοιάζει, στο κέντρο, είμαι η ψυχή του/της, καλόκαρδος, δισέντρα, ματωμένη καρδιά, ανθρωπιστικός, φιλανθρωπικός, αγαθοεργός, πονόψυχος, ραγίζω την καρδιά κάποιου, απογοητευμένος, συντετριμμένος, από μνήμης, αλλαγή άποψης, αλλαγή γνώμης, στην καρδιά σου, αναλγησία, απονιά, συγγενής καρδιοπάθεια, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, στεφανιαία αρτηριακή νόσος, ορκίζομαι στη ζωή μου, ορκίζομαι να πεθάνω, κλαίω γοερά, στα φυλλοκάρδια, βαθιά μέσα του, Άρπα την!, Τσίμπα!, δειλός, από καρδιάς, από καρδιάς, καλή καρδιά, σκληρή καρδιά, αλλάζω γνώμη, έχω καλή καρδιά, λυπήσου με, παθαίνω έμφραγμα, χρυσή καρδιά, έχω σκληρή καρδιά, έχω καρδιά πέτρα, έχω το κουράγιο, έχω το θάρρος, έχω το θάρρος να κάνω κτ, έχω το κουράγιο να κάνω κτ, ψυχή τε και σώματι, έμφραγμα, καρδιακός αποκλεισμός, αρτηριακή παράκαμψη, καρδιοπάθεια, καρδιοπάθεια, καρδιακή ανεπάρκεια, συγκοπή, καρδιακό φύσημα, βαθιά μέσα μου, σκληρή καρδιά, καρδιοπαθής, καρδιακός ρυθμός, σχήμα καρδιάς, εγχείρηση καρδιάς, μεταμόσχευση καρδιάς, καρδιακά προβλήματα, καρδιοπνευμονική μηχανή παράκαμψης, ενδοσκόπηση, σε σχήμα καρδιάς, με σχήμα καρδιάς, συνταρακτικός, ειλικρινής συζήτηση, εμπιστευτική συζήτηση, συγκινητικός, σπαρακτικός, σπαραξικάρδιος, σπαρακτικός, σπαραξικάρδιος, καρδιοκατακτητής, καρδιοκατακτήτρια, συγκινητικός, βαριά καρδιά, στην καρδιά, ισχαιμική καρδιοπάθεια, ξέρω απέξω, ξέρω σαν την παλάμη του χεριού μου, μεγάλη καρδιά, αποστηθίζω, μαθαίνω απ'έξω, μαθαίνω παπαγαλία, παπαγαλίζω, ανεμελιά, ελεύθερος, αδέσμευτος, αγγελίες γνωριμιών, προσωπικές αγγελίες, αποκαρδιώνομαι, φύσημα, Σε συμπονώ, ραγίζει η καρδιά μου, για γερά νεύρα, για ατσάλινα νεύρα, δείχνω μεγαλοψυχία, εγχείριση ανοιχτής καρδιάς, επέμβαση ανοιχτής καρδιάς, ανοίγω την καρδιά μου σε κπ, μετάλιο, θέλω πολύ, βαριά καρδιά, γενναίος, θαρραλέος, συστολική καρδιακή ανεπάρκεια, παίρνω κουράγιο, παίρνω κτ κατάκαρδα, παίρνω κτ σοβαρά, καλή καρδιά, προς την καρδιά του, στην ουσία του, όσο τραβάει η όρεξη σου, αγγίζω την καρδιά σου, δείχνω ανοιχτά τι αισθάνομαι, κερδίζω μια θέση στην καρδιά κπ, με βαριά καρδιά, με όλη μου την καρδιά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης heart

καρδιά

noun (human organ) (ανατομία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He was so nervous that he could hear his heart beating.
Ήταν τόσο νευρικός που άκουγε την καρδιά του να χτυπά.

καρδιά

noun (animal organ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Some people eat pig hearts.
Μερικοί άνθρωποι τρώνε καρδιές γουρουνιών.

καρδιά

noun (figurative (centre of feelings)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In his heart, he knew that she would stay loyal.
Βαθιά στην καρδιά του, ήξερε ότι θα του έμενε πιστή.

καρδιά

noun (figurative (centre of a place) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The heart of the city is alive with bars and restaurants.
Η καρδιά της πόλης με τα μπαρ και τα εστιατόρια σφύζει από ζωή.

κουράγιο

noun (courage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The basketball player wasn't the tallest, but he played with a lot of heart.

καρδιά

noun (lettuce, cabbage)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The hearts of butterhead lettuce are delicious with a vinaigrette.

καρδιά

noun (figurative (feelings, sympathy) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
While my head says I should stay, my heart tells me to go.

εσωτερικό

noun (innermost part of sthg)

There are seeds at the heart of this fruit.

πυρήνας

noun (core) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
At heart, the issue is quite simple. It is an argument over money.

στήθος

noun (breast, bosom)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The mother drew her children to her heart.

άνθρωπος

noun (dated (person)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She's a kind heart.

καρδιά

noun (shape)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The child drew a heart and coloured it red.

κούπα

noun (cards)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She held three hearts and two diamonds in her poker hand.

καρδιά

noun (botany: tree core)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many sailing ships were made from heart of oak.

καρδιακός

noun as adjective (relating to the heart)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The old man has some heart problems.

κούπες

plural noun (card game) (παιχνίδι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If you've got a pack of cards, you can play hearts.

η απουσία αυξάνει την ένταση της αγάπης

expression (miss [sb] more)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ερωτικός δεσμός

noun (love affair, romantic involvement)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Romance novels describe affairs of the heart.

καρδιά αγκινάρας

noun (edible part of globe artichoke)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τεχνητή καρδιά

noun (medical device)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He has an artificial heart while he is waiting for a transplant.

κατά βάθος

adverb (in essence)

Tyler makes a lot of mistakes, but he is a good person at heart. Marilyn's always been an animal lover at heart.

με νοιάζει

verbal expression (consider, be concerned with)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I have your best interests at heart.

στο κέντρο

preposition (at the centre of [sth]) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
At the heart of the financial crisis there was a lot of greed.

είμαι η ψυχή του/της

verbal expression (figurative (be the source of animation, vitality)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλόκαρδος

noun (figurative (kind, generous nature)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The children love him because he has such a big heart.

δισέντρα, ματωμένη καρδιά

noun (plant: dicentra)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The red flowers of bleeding heart brighten my garden in spring.

ανθρωπιστικός, φιλανθρωπικός, αγαθοεργός

noun (figurative, pejorative (person: liberal) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Some bleeding heart will come and tell you you can't do that.

πονόψυχος

noun as adjective (figurative, pejorative (humanitarian)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He claims that bleeding-heart liberals are encouraging dependence on government handouts.

ραγίζω την καρδιά κάποιου

verbal expression (figurative (make [sb] sad) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It breaks my heart to hear you are quitting.

απογοητευμένος, συντετριμμένος

noun (figurative (grief at end of romance) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Susie left NIck with a broken heart.

από μνήμης

adverb (from memory) (λέω)

I learnt the sonnet by heart.

αλλαγή άποψης, αλλαγή γνώμης

noun (reversal of an attitude or feeling)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I don't know what has brought about his change of heart, but Reza now says he'd love to come to France with me.

στην καρδιά σου

expression (cherished, important)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's a subject that's close to my heart.

αναλγησία, απονιά

noun (figurative (lack of compassion) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She had a cold heart and nothing I could say or do would melt it.

συγγενής καρδιοπάθεια

noun (heart defect at birth) (ιατρική)

Mr. and Mrs. Hollins were devastated to learn that their newborn son had a congenital heart disease.
Ο κύριος και η κυρία Χόλινς συγκλονίστηκαν όταν έμαθαν ότι ο νεογέννητος γιος τους πάσχει από συγγενή καρδιοπάθεια.

συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια

(disease)

στεφανιαία αρτηριακή νόσος

noun (cardiac illness)

ορκίζομαι στη ζωή μου, ορκίζομαι να πεθάνω

interjection (infantile (promise)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mum, I'll clean my room in the morning. Cross my heart and hope to die!

κλαίω γοερά

verbal expression (figurative (weep bitterly)

I cried my heart out when my best friend moved away.

στα φυλλοκάρδια, βαθιά μέσα του

adverb (his conscience)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Deep down in his heart he knew what he had done was wrong.

Άρπα την!, Τσίμπα!

interjection (slang, figurative (be envious) (καθομιλουμένη)

Ronaldo, eat your heart out! Worcester City striker Sean Geddes has just scored a sensational goal.

δειλός

adjective (lacking courage or determination)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

από καρδιάς

adverb (sincerely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She read her love poems to me from the heart. When he began to cry, we knew that his apology was truly from the heart.
Μου διάβασε τα ερωτικά της ποιήματα από καρδιάς. Όταν άρχισε να κλαίει, ξέραμε ότι η απολογία του ήταν πραγματικά από καρδιάς.

από καρδιάς

adverb (with sincerity)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Don't say you're sorry just because I told you to; say it from your heart. Say it like you actually mean it, from your heart.
Μην λες ότι λυπάσαι επειδή στο είπα εγώ. Πες το από καρδιάς. Πες το σαν να το εννοείς, από καρδιάς.

καλή καρδιά

noun (kind or generous nature) (μεταφορικά)

σκληρή καρδιά

noun (figurative (unsentimental) (μεταφορικά)

She has a hard heart; I've never seen her cry.

αλλάζω γνώμη

verbal expression (go against your previous decision)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She's had a change of heart and is inviting her sister after all.

έχω καλή καρδιά

verbal expression (informal, figurative (be compassionate) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Have a heart and consider making a donation to this worthwhile charity.

λυπήσου με

interjection (informal, figurative (be more compassionate)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Have a heart! Timmy's only a child and didn't mean any harm.

παθαίνω έμφραγμα

verbal expression (suffer blocked circulation to the heart)

After he had a heart attack, my father gave up smoking.

χρυσή καρδιά

noun (figurative (be kind, generous) (μεταφορικά)

He may seem surly at first, but he really has a heart of gold.

έχω σκληρή καρδιά, έχω καρδιά πέτρα

verbal expression (figurative (lack compassion)

You must have a heart of stone if the film didn't bring a tear to your eye.

έχω το κουράγιο, έχω το θάρρος

verbal expression (be brave or callous enough)

Steve wants me to tell Julie that he's leaving her, but I'm not sure I have the heart.

έχω το θάρρος να κάνω κτ, έχω το κουράγιο να κάνω κτ

verbal expression (be brave or callous enough to do)

I don't have the heart to tell the children that their hamster died. Do you have the heart to refuse her?

ψυχή τε και σώματι

adverb (figurative (with all one's being) (καθαρεύουσα, λόγιος)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Miranda threw herself heart and soul into her performance of the song.
Η Μιράντα αφιερώθηκε με όλο της το είναι στην εκτέλεση του τραγουδιού.

έμφραγμα

noun (blocked circulation to the heart)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Shortness of breath and a pain in your arm may signal a heart attack.

καρδιακός αποκλεισμός

noun (cardiac disorder)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αρτηριακή παράκαμψη

noun (cardiac surgery) (εγχείρηση)

καρδιοπάθεια

noun (cardiac disorder)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καρδιοπάθεια

noun (cardiac illness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Heart disease is a serious health problem in the modern Western world.
Στον σύγχρονο δυτικό κόσμο οι καρδιακές παθήσεις αποτελούν ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας.

καρδιακή ανεπάρκεια, συγκοπή

noun (cardiac condition)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He died of heart failure at the young age of 32. Because he was heavy, he was at risk for heart failure.
Πέθανε από συγκοπή στην ηλικία των 32 χρόνων. Επειδή ήταν παχύς, κινδύνευε να πάθει συγκοπή.

καρδιακό φύσημα

(medicine)

βαθιά μέσα μου

expression (true feelings) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκληρή καρδιά

noun (figurative (lack of compassion) (μεταφορικά)

You would need a heart of stone to see those starving children and not feel compassion.

καρδιοπαθής

noun ([sb] being treated for cardiac problems)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καρδιακός ρυθμός

noun (rhythm of the heart)

Your heart rate increases when you exercise.
Οι σφυγμός αυξάνεται όταν ασκείσαι.

σχήμα καρδιάς

noun (symbol: decorative, romantic)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εγχείρηση καρδιάς

noun (operation to treat cardiac problems)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His only hope to survive was heart surgery.

μεταμόσχευση καρδιάς

noun (surgery to replace a patient's heart)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καρδιακά προβλήματα

noun (cardiac condition)

He was rushed to the hospital because of heart trouble. My neighbor was having a lot of heart trouble, so they implanted a pacemaker in her shoulder.

καρδιοπνευμονική μηχανή παράκαμψης

(medicine)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ενδοσκόπηση

noun (examination of your feelings)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σε σχήμα καρδιάς, με σχήμα καρδιάς

adjective (in shape of heart)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνταρακτικός

adjective (figurative (thrilling)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There was a heart-stopping moment when Jack nearly crashed his car near the end of the race.

ειλικρινής συζήτηση

noun (frank discussion)

εμπιστευτική συζήτηση

noun (sincere, frank discussion)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You need to have a heart-to-heart talk with your son, or he'll soon be in trouble with the police.

συγκινητικός

adjective (touching, gratifying)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σπαρακτικός, σπαραξικάρδιος

adjective (figurative (desperately sad)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σπαρακτικός, σπαραξικάρδιος

adjective (figurative (unbearably sad) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The final scene of the movie was heartrending, and many people in the audience cried.

καρδιοκατακτητής, καρδιοκατακτήτρια

noun (attractive or idolized person)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Milly was so excited to meet her heartthrob that she fainted.

συγκινητικός

adjective (figurative (emotionally moving or cheering)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That's the most heartwarming thing I have ever heard!

βαριά καρδιά

noun (feeling of great sadness or regret)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She had a heavy heart as she stepped to the podium to deliver her best friend's eulogy.

στην καρδιά

adverb (figurative (in the central part) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The hotel we are staying at is in the heart of the old city.

ισχαιμική καρδιοπάθεια

noun (common form of cardiac illness) (ιατρική)

Ischaemic heart disease can eventually lead to a heart attack if not treated.

ξέρω απέξω

verbal expression (have memorized)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The students had to know the poem by heart.

ξέρω σαν την παλάμη του χεριού μου

verbal expression (informal (be completely familiar with)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I never get lost in this neighborhood; I know it by heart.

μεγάλη καρδιά

noun (figurative (generous nature) (μεταφορικά)

She's known for helping people in trouble; she has a large heart. The hospital volunteers have large hearts.

αποστηθίζω, μαθαίνω απ'έξω, μαθαίνω παπαγαλία, παπαγαλίζω

verbal expression (memorize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When I was a child I learned my times-tables by heart.

ανεμελιά

noun (carefree mood)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I set off on my journey with a light heart.

ελεύθερος, αδέσμευτος

noun (figurative (single person)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
There are many lonely hearts out there looking for someone to love.

αγγελίες γνωριμιών, προσωπικές αγγελίες

noun (figurative (personal advertisement)

Carol answered an advert in the lonely hearts.

αποκαρδιώνομαι

verbal expression (become discouraged)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φύσημα

noun (medicine: heart irregularity) (ιατρική: στην καρδιά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The doctor says my heart murmur isn't serious.
Ο γιατρός λέει ότι το φύσημα που έχω στην καρδιά δεν είναι σοβαρό.

Σε συμπονώ

expression (figurative (sympathy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm sorry for your loss. My heart aches for you.

ραγίζει η καρδιά μου

interjection (figurative, ironic (I feel compassion for you) (μεταφορικά: με κάτι, για κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"I have to pay a fortune in income tax these days," said Theo. "My heart bleeds for you!" said his brother.

για γερά νεύρα, για ατσάλινα νεύρα

adjective (shocking, frightening, or intense) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Watching that Hitchcock film is not for the faint of heart.

δείχνω μεγαλοψυχία

verbal expression (figurative (find or show compassion)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Open your heart and your wallet; donate today to the Haiti relief effort!

εγχείριση ανοιχτής καρδιάς, επέμβαση ανοιχτής καρδιάς

noun (cardiac operation)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
They split his chest open and performed open-heart surgery to replace a faulty valve.

ανοίγω την καρδιά μου σε κπ

verbal expression (figurative (confide in [sb]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When she split up from her boyfriend, she poured her heart out to me.

μετάλιο

noun (US (military medal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He was awarded the Purple Heart in Vietnam.

θέλω πολύ

verbal expression (desire greatly, long for)

She had set her heart on a trip to Japan. The little boy had his heart set on getting a puppy for Christmas.

βαριά καρδιά

noun (sorrow, grief) (μεταφορικά)

It was with a sore heart that Susan said goodbye to her parents.

γενναίος, θαρραλέος

adjective (figurative (brave, resolute)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συστολική καρδιακή ανεπάρκεια

noun (cardiac condition)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παίρνω κουράγιο

verbal expression (feel encouraged)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You can take heart in the improvements we see in the economy.

παίρνω κτ κατάκαρδα

verbal expression (take seriously, be upset by)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jack made a joke about Sarah's hair, but she took it to heart and got upset.

παίρνω κτ σοβαρά

verbal expression (apply to oneself)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She took all the advice to heart, and tried to be a better person.

καλή καρδιά

noun (kind nature, compassion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Her tender heart had won her many friends in the slum district.

προς την καρδιά του

adverb (to the centre, middle of [sth]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The explorers made their way to the heart of the jungle.

στην ουσία του

adverb (figurative (to the crux of [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He wasted no time in getting to the heart of the problem.

όσο τραβάει η όρεξη σου

adverb (figurative, informal (as much as you please)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You can ask me to your heart's content, but I won't answer your questions.

αγγίζω την καρδιά σου

verbal expression (informal, figurative (move you emotionally) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She touched my heart with her beautiful poem.

δείχνω ανοιχτά τι αισθάνομαι

verbal expression (show feelings openly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κερδίζω μια θέση στην καρδιά κπ

verbal expression (figurative (endear yourself) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Our new neighbor's son won my heart when he raked up the leaves for us.

με βαριά καρδιά

adverb (solemnly, sadly) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
With a heavy heart, the woman scattered her father's ashes into the sea.

με όλη μου την καρδιά

adverb (informal (completely and sincerely) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My darling, I love you with all my heart.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του heart στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του heart

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.