Τι σημαίνει το hearing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hearing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hearing στο Αγγλικά.

Η λέξη hearing στο Αγγλικά σημαίνει ακοή, ακρόαση, κοντινή απόσταση, που ακούει, συνεδρίαση, ακούω, ακούω, ακούω, ακούω, ακούω, πραγματοποιώ ακρόαση, Μπράβο!, ακούω, ακούω, παρακολουθώ, καταλαβαίνω, εισακούω, καλή ακοή, βαρήκοος, άτομα με προβλήματα βαρηκοΐας, ακουστικό βαρηκοΐας, που ειδικεύεται στα ακουστικά για βαρύκοους, που αντιμετωπίζει πρόβλημα ακοής και ομιλίας, απόσταση ακοής, βαρήκοος, άτομα με προβλήματα ακοής, μερική κώφωση, απώλεια ακοής, αναμένω την απάντησή σας, μερική κώφωση, απώλεια ακοής, αρχική ακρόαση, πρώτη ακρόαση, προκαταρκτική ακρόαση, δημόσια ακρόαση, ανοιχτή ακρόαση, αίσθηση της ακοής, ακρόαση για διακανονισμό, σε ακτίνα ακοής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hearing

ακοή

noun (ability to hear)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tom's hearing was starting to get worse in his old age.
Η ακοή του Τομ άρχισε να χειροτερεύει λόγω της μεγάλης ηλικίας του.

ακρόαση

noun (to state your side)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The suspect was brought into a hearing.
Έφεραν τον κατηγορούμενο για ακρόαση.

κοντινή απόσταση

noun (earshot) (μπορεί να ακουστεί)

Jim was within hearing when he insulted his boss to his coworker, and lost his job.
Ο Τζιμ βρισκόταν αρκετά κοντά όταν προσέβαλε το αφεντικό στο συνάδερφό του κι έτσι ακούστηκε κι έχασε τη δουλειά του.

που ακούει

adjective (able to hear)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The deaf student played together with her hearing classmates.
Η κωφή μαθήτρια έπαιζε μαζί με τους ακούοντες συμμαθητές της.

συνεδρίαση

noun (government)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The senator spoke at the hearing.
Ο γερουσιαστής μίλησε στη συνεδρίαση.

ακούω

transitive verb (sound: perceive)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He heard a crash in the kitchen and went to see what had happened.
Άκουσε έναν κρότο στην κουζίνα και πήγε να δει τι έγινε.

ακούω

transitive verb (detect sound of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can you hear the train whistle? // I didn't hear you come home last night.
Ακούς το τρένο που σφυρίζει; // Δεν σε άκουσα όταν ήρθες χτες το βράδυ.

ακούω

intransitive verb (sound: be able to perceive)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She can no longer hear well and is becoming deaf.
Δεν ακούει πλέον καλά και παθαίνει κώφωση.

ακούω

transitive verb (information: receive) (ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Did you hear that Mr. Johnson has died?
Έμαθες ότι ο κύριος Τζόνσον πέθανε;

ακούω

transitive verb (be in audience)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We went to hear the concert in the park.
Πήγαμε να παρακολουθήσουμε τη συναυλία στο πάρκο.

πραγματοποιώ ακρόαση

transitive verb (consider officially)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The court will hear his testimony on Tuesday.
Το δικαστήριο θα πραγματοποιήσει την ακρόαση της μαρτυρίας του την Τρίτη.

Μπράβο!

interjection (UK (imperative: endorse)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
The Members of Parliament cried, "Hear, hear!"

ακούω

intransitive verb (listen with favour)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The manager will hear with sympathy, if you present your argument calmly.

ακούω

transitive verb (listen to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Will you please hear what I have to say?

παρακολουθώ

transitive verb (mass: attend)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We hear Mass every Sunday morning.

καταλαβαίνω

transitive verb (understand)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I hear you, but I don't agree.

εισακούω

transitive verb (listen with favor)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pray for forgiveness and the Lord will hear you.
Προσευχήσου στον Θεό για συγχώρεση και οι προσευχές σου θα εισακουστούν.

καλή ακοή

noun (ability to hear clearly)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My grandmother does not have good hearing so you need to speak clearly to her.

βαρήκοος

adjective (partially deaf)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My grandfather is hard of hearing, so don't bother talking to him from across the room.

άτομα με προβλήματα βαρηκοΐας

plural noun (invariable (partially-deaf people)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Subtitles are provided for the deaf and hard of hearing.

ακουστικό βαρηκοΐας

noun (device worn by the hard of hearing)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
She's growing deaf, but refuses to wear a hearing aid.
Κουφαίνεται σιγά σιγά, αρνείται όμως να φορέσει ακουστικό βαρηκοΐας.

που ειδικεύεται στα ακουστικά για βαρύκοους

noun (expert in devices for the hard of hearing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που αντιμετωπίζει πρόβλημα ακοής και ομιλίας

adjective (partially deaf with speaking difficulties)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In this classroom, there is one child who is hearing and speech impaired.

απόσταση ακοής

noun (audible range)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
As you age your hearing distance is reduced.

βαρήκοος

adjective (partially deaf)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her parents were hearing impaired, and so she learned language from birth.
Οι γονείς της ήταν βαρήκοοι κι έτσι έμαθε τη γλώσσα από τη γέννησή της.

άτομα με προβλήματα ακοής

plural noun (partially deaf)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The film has subtitles for the hearing impaired.

μερική κώφωση

noun (partial deafness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'm sorry to say that a hearing aid won't be of use with your type of hearing impairment.

απώλεια ακοής

noun (diminished ability to hear)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
As a result of the explosion he suffered hearing loss.

αναμένω την απάντησή σας

expression (written, slightly formal (application, request: signing off)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Thank you for your attention, and I look forward to hearing from you soon.

μερική κώφωση

noun (partial deafness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He suffered from impaired hearing following the explosion.

απώλεια ακοής

noun (partial or total deafness)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Many people experience loss of hearing as they grow older.

αρχική ακρόαση, πρώτη ακρόαση

noun (law: first session in court) (σε δικαστήριο)

προκαταρκτική ακρόαση

noun (initial court session)

The defendant brought two attorneys to the preliminary hearing.

δημόσια ακρόαση, ανοιχτή ακρόαση

noun (law: open to community)

αίσθηση της ακοής

noun (ability to detect sound)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Her sense of hearing was so good she could hear a cricket from 100 yards away.

ακρόαση για διακανονισμό

noun (court session held to reach an agreement) (νομική επίλυση διαφορών)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε ακτίνα ακοής

adverb (closely enough to be heard)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She insulted me in a loud enough voice that everyone within hearing range turned to look.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hearing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του hearing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.