Τι σημαίνει το indulge στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης indulge στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του indulge στο Αγγλικά.

Η λέξη indulge στο Αγγλικά σημαίνει κάνω τη χάρη, ενδίδω σε κτ, υποκίπτω σε κτ, κάνω ένα δώρο στον εαυτό μου, κάνω ένα δώρο στον εαυτό μου, ενδίδω, υποκύπτω, ενδίδω σε κτ, επιτρέπω, δείχνω ανεκτικότητα σε κάτι, κακομαθαίνω τον εαυτό μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης indulge

κάνω τη χάρη

transitive verb (person: satisfy, humour) (σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She just wants your attention. Don't indulge her.
Απλά θέλει την προσοχή σου. Μην της κάνεις τη χάρη.

ενδίδω σε κτ, υποκίπτω σε κτ

transitive verb (desire, appetite: satisfy)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
As it was a special occasion, I decided to indulge my desire for a glass of champagne.
Καθώς ήταν μια ειδική περίσταση, αποφάσισα να ενδώσω στην επιθυμία μου για ένα ποτήρι σαμπάνια.

κάνω ένα δώρο στον εαυτό μου

transitive verb and reflexive pronoun (enjoy a treat)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
On a Friday evening I like to indulge myself with a romantic movie and a box of chocolates.
Τα βράδυα της Παρασκευής μου αρέσει να με κακομαθαίνω με μια ρομαντική ταινία και ένα κουτί σοκολατάκια.

κάνω ένα δώρο στον εαυτό μου

intransitive verb (allow yourself a treat)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Karen didn't usually buy new things for herself, but since it was her birthday she decided to indulge.
Η Κάρεν συνήθως δεν αγόραζε καινούργια πράγματα για τον εαυτό της, αλλά καθώς ήταν τα γενέθλιά της αποφάσισε να κάνει ένα δώρο στον εαυτό της.

ενδίδω, υποκύπτω

intransitive verb (drink alcohol)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The doctor had told Harry to stop drinking, but he indulged regularly anyway.

ενδίδω σε κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (treat yourself to [sth])

I usually indulge in a nice glass of wine with my dinner. Mary indulged in a massage before her big presentation.

επιτρέπω, δείχνω ανεκτικότητα σε κάτι

phrasal verb, transitive, inseparable (allow yourself to do)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you indulge in illegal activities, you should not be surprised if you end up in trouble with the police.

κακομαθαίνω τον εαυτό μου

transitive verb and reflexive pronoun (have, do [sth] luxurious)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Barbara decided to indulge herself by booking a spa treatment.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του indulge στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του indulge

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.