Τι σημαίνει το industrial στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης industrial στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του industrial στο Αγγλικά.
Η λέξη industrial στο Αγγλικά σημαίνει βιομηχανικός, βιομηχανικός, βιομηχανικός, εργατική κινητοποίηση, βιομηχανική περιοχή, μάθημα τεχνικών δεξιοτήτων, βιομηχανικοί καυστήρες, βιομηχανικό σχέδιο, σχεδιαστής βιομηχανικών προίόντων, βιομηχανική μηχανολογία, βιομηχανικό πάρκο, βιομηχανική ζώνη, βιομηχανική επανάσταση, αρνητικό μόριο + επίθ, μεταβιομηχανικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης industrial
βιομηχανικόςadjective (used in industry) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The industrial solvents are safely stored at the plant. Τα βιομηχανικά διαλυτικά είναι αποθηκευμένα με ασφάλεια στο εργοστάσιο. |
βιομηχανικόςadjective (industrially developed) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Industrial nations have heavy demands for fossil fuels. Οι βιομηχανικές χώρες έχουν μεγάλη ζήτηση για ορυκτά καύσιμα. |
βιομηχανικόςadjective (resulting from industry) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Industrial pollution is destroying marine life in the bay. Η βιομηχανική μόλυνση καταστρέφει την θαλάσσια ζωή στον κόλπο. |
εργατική κινητοποίησηnoun (workers' strike or protest) If there is no agreement with the employers, the Union will recommend taking industrial action. |
βιομηχανική περιοχήnoun (place of manufacturing) |
μάθημα τεχνικών δεξιοτήτωνplural noun (machine-operating skills) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βιομηχανικοί καυστήρεςplural noun (large water-heating tanks) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βιομηχανικό σχέδιοnoun (design of factory-produced goods) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σχεδιαστής βιομηχανικών προίόντωνnoun (designer of factory-produced goods) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βιομηχανική μηχανολογίαnoun (type of engineering) |
βιομηχανικό πάρκο(UK (industrial park) |
βιομηχανική ζώνηnoun (business district) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I have a warehouse located in the industrial park. We plan to build our factory in the industrial park outside the city. Έχω μια αποθήκη που βρίσκεται στη βιομηχανική ζώνη. Σχεδιάζουμε να χτίσουμε το εργοστάσιο στη βιομηχανική ζώνη έξω από την πόλη. |
βιομηχανική επανάστασηnoun (manufacturing developments in late 18th century) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) During the Industrial Revolution many people moved from the countryside to the towns. |
αρνητικό μόριο + επίθadjective (without highly-developed industries) (μη βιομηχανικός) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μεταβιομηχανικόςadjective (not dependent on industry anymore) (μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Many post-industrial cities have suffered an economic decline. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του industrial στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του industrial
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.