Τι σημαίνει το inscrire στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης inscrire στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του inscrire στο Γαλλικά.

Η λέξη inscrire στο Γαλλικά σημαίνει εγγράφω, χαράζω, γράφω επάνω σε κτ, καταχωρώ, καταχωρίζω, εγγράφω, σημειώνω, γράφομαι, εγγράφομαι, καταχωρώ, εγγράφω, γίνομαι μέλος, εγγράφω, γράφομαι, εγγράφομαι, καταγράφομαι, εγγράφομαι, συμμετέχω, εμπίπτω, τηρώντας, εγγράφομαι, κάνω αίτηση για επίδομα ανεργίας, εγγράφομαι για υπερβολικά πολλά, γράφω κτ σε ημερολόγιο, διακοσμώ με οικόσημο, στολίζω με οικόσημο, γράφομαι σε κτ, εγγράφομαι σε κτ, κατατάσσομαι, προσχωρώ σε, εγγράφομαι σε, εγγράφομαι, είμαι μέσα στα όρια, κατοχυρώνω κτ με κτ, κατοχυρώνω κτ σε κτ, βάζω, γράφομαι σε κτ, εγγράφω, λαμβάνω μέρος, εγγράφω, γράφω κπ σε κτ, εγγράφω κπ σε κτ, συμφωνώ, εγγράφομαι, γράφομαι, βάζω, σκαλίζω σε πλάκα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης inscrire

εγγράφω

verbe transitif (Géométrie) (γεωμετρία, γωνία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γράφω επάνω σε κτ

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταχωρώ, καταχωρίζω

(στοιχεία σε φόρμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il inscrit son nom sur la première ligne du formulaire.
Καταχώρησε (or: καταχώρισε) το όνομά του στην πρώτη γραμμή της αίτησης.

εγγράφω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils ont inscrit leurs enfants à la piscine municipale.
Έγραψαν τα παιδιά τους στην πισίνα της γειτονιάς.

σημειώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Inscris ton rendez-vous chez le dentiste sur le calendrier mural pour ne pas l'oublier.
Σημείωσε στο ημερολόγιο το ραντεβού σου με τον οδοντίατρο, για να μην το ξεχάσεις.

γράφομαι, εγγράφομαι

verbe transitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'école n'a pas réussi à inscrire assez d'élèves pour rester ouverte.
Το σχολείο δεν κατάφερε να δεχθεί αρκετές εγγραφές μαθητών ώστε να παραμείνει ανοικτό.

καταχωρώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le président de l'association a inscrit les nouveaux membres dans l'annuaire.
Ο πρόεδρος της οργάνωσης καταχώρησε τα νέα μέλη στα επίσημα βιβλία.

εγγράφω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ses parents ont décidé de l'inscrire dans une autre école.
Οι γονείς του αποφάσισαν να τον γράψουν σε ένα άλλο σχολείο.

γίνομαι μέλος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle devint membre du club d'échecs.
Γράφτηκε στη λέσχη σκακιστών.

εγγράφω

(Géométrie) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le professeur de math a inscrit (or: dessiné) un cercle dans un carré.

γράφομαι, εγγράφομαι

verbe pronominal (εκπαίδευση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καταγράφομαι, εγγράφομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pour voter, il faut d'abord s'inscrire sur les listes électorales.

συμμετέχω

verbe pronominal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εμπίπτω

(être inclus)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Leur demande tombe dans le champ de notre projet.
Το αίτημά τους εμπίπτει στον σκοπό του έργου μας.

τηρώντας

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Conformément à la tradition, les membres de la famille portaient des vêtements noirs.
Τηρώντας την παράδοση, τα μέλη της οικογένειας ντύθηκαν στα μαύρα.

εγγράφομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il s'est inscrit au cours d'anglais.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πέρασε στη Φιλοσοφική, αλλά ποτέ δεν πήγε να γραφτεί.

κάνω αίτηση για επίδομα ανεργίας

verbe pronominal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εγγράφομαι για υπερβολικά πολλά

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

γράφω κτ σε ημερολόγιο

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διακοσμώ με οικόσημο, στολίζω με οικόσημο

(Héraldique)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γράφομαι σε κτ, εγγράφομαι σε κτ

(à des cours, l'université,...)

κατατάσσομαι, προσχωρώ σε, εγγράφομαι σε

verbe pronominal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ce club de gym fait des offres spéciales pour que les nouveaux clients s'inscrivent.

εγγράφομαι

(σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tu t'es inscrit au cours de traduction de français au printemps ?
Γράφτηκες στο μάθημα μετάφρασης από τα Γαλλικά την επόμενη άνοιξη;

είμαι μέσα στα όρια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les mesures de tous vos signes vitaux s'inscrivent dans la moyenne normale pour votre âge.
Όλα τα ζωτικά σου σημεία είναι μέσα στα φυσιολογικά όρια για την ηλικία σου.

κατοχυρώνω κτ με κτ, κατοχυρώνω κτ σε κτ

(une loi, un principe)

Ces droits sont inscrits dans notre constitution.

βάζω

locution verbale (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le patron a inscrit Josh au tableau de service pour le quart de travail du matin.

γράφομαι σε κτ

(à des cours, l'université,...)

Elle ne s'est pas inscrite à l'université avant l'âge de vingt-deux ans.
Δε γράφτηκε στο κολέγιο μέχρι την ηλικία των εικοσιδύο.

εγγράφω

(κάποιον σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La mère a inscrit ses enfants en colonie d'été.
Η μητέρα έγραψε τα παιδιά της στην καλοκαιρινή κατασκήνωση.

λαμβάνω μέρος

(un concours,...)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il décida de s'inscrire au concours pour voir s'il pouvait gagner.
Αποφάσισε να λάβει μέρος στον διαγωνισμό για να δει αν θα μπορούσε να κερδίσει.

εγγράφω

(κάποιον σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Amanda a inscrit sa mère à un cours d'informatique pour débutants de six semaines.
Η Αμάντα έγραψε τη μητέρα της σε ένα μάθημα υπολογιστών για αρχάριους διάρκειας έξι εβδομάδων.

γράφω κπ σε κτ, εγγράφω κπ σε κτ

(à des cours, l'université,...)

συμφωνώ

verbe pronominal (να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brian s'est inscrit pour participer à une course cycliste pour une association.
Ο Μπράιαν δήλωσε ότι θα λάβει μέρος σε μια χορηγούμενη ποδηλατοδρομία για φιλανθρωπικό σκοπό.

εγγράφομαι, γράφομαι

(σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Louisa s'est inscrite à un cours de poterie au centre communautaire.
Η Λουίζα εγγράφηκε σε ένα μάθημα κεραμικής στο κοινοτικό κέντρο.

βάζω

verbe transitif (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le père a inscrit son fils à la course.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η μητέρα μου με έγραψε στα μαθήματα κιθάρας.

σκαλίζω σε πλάκα

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les commandements étaient gravés (or: inscrits) sur une tablette et celle-ci fut placée dans l'église aux yeux de tous.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του inscrire στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του inscrire

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.