Τι σημαίνει το important στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης important στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του important στο Γαλλικά.

Η λέξη important στο Γαλλικά σημαίνει σημαντικός, σημαντικός,αξιόλογος, βασικό, σημαντικός, σημαντικός, συντριπτικός, ουσιαστικός, ουσιώδης, εντατικής χρήσης, μεγάλο κεφάλι, μεγάλης βαρύτητας, σημαντικός, σπουδαίος, σημαντικός, σπουδαιός, το παίζω σπουδαίος, σημαντικός, σημαντικός, -, ευρύς, εκτεταμένος, σημαντικός,αξιόλογος, εξέχων, επιβλητικός, σημαντικός, σημαντικός, σημαντικός, αξιοσημείωτος, αξιόλογος, αξιοσημείωτος, κορυφαίος, βαρυσήμαντος, σημαντικός, μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός, καλύτερος, πρώτος, ορόσημο, εξέχων, σημαντικός, ουσιαστικός, άφθονος, εκτενής, τεράστιος, στρατηγικής σημασίας, καίριας σημασίας, σημαντικός, σπουδαίος, καίριος, καθοριστικός, μεγάλος, σοβαρός, σημαντικός, υψηλόβαθμος, εισάγω, εισάγω, λιγότερο σημαντικός, μεγαλύτερος, ψηλότερος, κύριος,πιο σημαντικός, κρίσιμα, καίρια, ζωτικά, πιο σημαντικός, σημαντικός, σπουδαίος, διακεκριμένο πρόσωπο, σημαντικό γεγονός, επικρατώ, κυριαρχώ, υπερέχω, υπερέχω, υπερτερώ, προηγούμαι, με πομπώδες ύφος, περισσότερος απο το αναμενόμενο, κατώτερος, μεγαλύτερος, σπουδαιότερος, σημαντικότερος, μεγαλύτερος, πιο σπουδαίος από κπ/κτ, πιο σημαντικός από κπ/κτ, σπουδαιότερος από κπ/κτ, σημαντικότερος από κπ/κτ, δευτερεύων σε σχέση με κτ, καθοριστικά, παλαιό μέλος, μετράω, μετρώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης important

σημαντικός

adjectif (avec des conséquences) (με συνέπειες)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il a pris une décision importante.
Πήρε μια σημαντική απόφαση.

σημαντικός,αξιόλογος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βασικό

nom masculin

L'important dans les courses de chevaux et les jeux de cartes, c'est de savoir calculer ses chances. Nous avons eu un accident, mais l'important, c'est que nous soyons tous sains et saufs.

σημαντικός

adjectif (sérieux)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Écoute ce que j'ai à te dire, c'est important.
Άκου τι έχω να πω. Είναι σημαντικό.

σημαντικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La mort du chef rebelle fut une étape importante.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Παρά τη νεαρή του ηλικία, ο καλλιτέχνης έχει να επιδείξει ένα αξιόλογο έργο.

συντριπτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Το κόμμα πέτυχε συντριπτική νίκη.

ουσιαστικός, ουσιώδης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'entreprise subit une période de changements importants.
Η εταιρεία περνάει μια περίοδο σημαντικών μεταρυθμίσεων.

εντατικής χρήσης

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

μεγάλο κεφάλι

(μεταφορικά: άτομο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μεγάλης βαρύτητας

(μεταφορικά)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

σημαντικός, σπουδαίος

adjectif (d'un rang élevé)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est un membre très important du cabinet.

σημαντικός, σπουδαιός

(influent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est une personne importante dans la communauté.

το παίζω σπουδαίος

adjectif (ironique) (καθομ, αποδοκιμασίας)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mathieu se prend pour quelqu'un de tellement important !

σημαντικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est important de se brosser les dents tous les jours.

σημαντικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est une réunion importante que nous avons avec eux.

-

adjectif (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Assure-toi que le contraste est important sur ton écran.
Βεβαιώσου ότι η αντίθεση της οθόνης σου είναι υψηλή.

ευρύς, εκτεταμένος

(changements)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le président exigea des réformes importantes (or: radicales). La réaction à l'arrestation fut considérable et affectera les gens à travers tout le pays.

σημαντικός,αξιόλογος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εξέχων

adjectif (λόγιος)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Cette femme est une figure importante du domaine des affaires.
Εκείνη η γυναίκα είναι μια εξέχουσα προσωπικότητα στον επιχειρηματικό κόσμο.

επιβλητικός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mick est une figure importante (or: imposante) dans le domaine de l'ingénierie aérospatiale.

σημαντικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sa poignée de main était un acte significatif étant donné leur désaccord passé.
Η χειραψία του ήταν σημαίνουσα χειρονομία, λαμβανομένων υπόψιν των προηγούμενών τους διαφορών.

σημαντικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Edward a reçu un nombre considérable d'offres d'emploi cette semaine ; il n'a pas encore décidé laquelle il acceptera.
Ο Έντουαρτ έλαβε ένα σημαντικό αριθμό προσφορών εργασίας αυτή την εβδομάδα· δεν έχει αποφασίσει ακόμα πια θα δεχθεί.

σημαντικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il y a une pression considérable afin de publier ce rapport.
Υπάρχει σημαντική πίεση να δημοσιοποιηθεί η έκθεση.

αξιοσημείωτος, αξιόλογος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ta thèse est notable principalement à cause de son manque total de références.

αξιοσημείωτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Rien de notable (or: d'important) n'est arrivé ce jour-là..
Αυτήν τη μέρα δε συνέβη τίποτα το αξιοσημείωτο.

κορυφαίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est notre meilleur modèle, pour les clients les plus exigeants.

βαρυσήμαντος, σημαντικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le débat a couvert des sujets graves (or: importants), tels que la discrimination sur le lieu de travail.

μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mon éducation a eu une grande influence sur ma vision de la pauvreté.
Η ανατροφή μου άσκησε μεγάλη επιρροή στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζω τη φτώχεια.

καλύτερος, πρώτος

(élève)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est l'élève modèle de sa classe.
Είναι το αστέρι της τάξης.

ορόσημο

(événement) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le Congrès a pris une décision marquante la semaine dernière en réduisant les impôts des petites entreprises.
Το Κογκρέσο κατέληξε σε απόφαση-σταθμό την περασμένη εβδομάδα όταν μείωσε τη φορολογία των μικρών επιχειρήσεων.

εξέχων

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Le point saillant du discours de Mark était son appel au besoin de changement social.

σημαντικός, ουσιαστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La fin de la guerre s'est avérée être l'un des événements les plus significatifs du siècle.
Το τέλος του πολέμου αποδείχθηκε ένα από τα πλέον σημαντικά γεγονότα του αιώνα.

άφθονος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il y a beaucoup de preuves qui défendent la théorie de l'évolution.
Υπάρχουν άφθονες αποδείξεις που υποστηρίζουν τη θεωρία της εξέλιξης.

εκτενής

(terrain)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η αστυνομία ξεκίνησε εκτενή έρευνα.

τεράστιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Carol regardait l'immense rocher et se demandait si elle devait l'escalader ou trouver une façon de le contourner.
Η Κάρολ κοιτούσε τον τεράστιο βράχο χωρίς να είναι σίγουρη εάν θα έπρεπε να τον σκαρφαλώσει ή να βρει έναν τρόπο να περάσει γύρω του.

στρατηγικής σημασίας, καίριας σημασίας

adjectif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Son arrêt stratégique (or: important, crucial) a sauvé le jeu à la dernière minute.

σημαντικός, σπουδαίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La ville se prépare à un visiteur conséquent (or: important) : la Reine.
Η πόλη ετοιμάζεται να υποδεχθεί ένα σημαίνον πρόσωπο, τη βασίλισσα.

καίριος, καθοριστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Votre travail dans cette compagnie est important.

μεγάλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Carol a une fortune substantielle.

σοβαρός, σημαντικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les réfugiés souffraient de traumatismes graves après leur fuite de la zone de guerre.

υψηλόβαθμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εισάγω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les États-Unis importent une grande quantité d'essence d'autres pays.

εισάγω

verbe transitif (des données)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le gars de l'informatique a utilisé une clé USB pour importer les données sur l'ordinateur.

λιγότερο σημαντικός

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Tom a décidé de prioriser et de remettre à plus tard les moindres problèmes.
Ο Τομ αποφάσισε να βάλει προτεραιότητες και να αφήσει τα λιγότερο σημαντικά προβλήματα για αργότερα.

μεγαλύτερος

locution adjectivale (αριθμός, ποσότητα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Indiquez vos revenues ou 20 000 $, selon ce qui est le plus grand.
Συμπληρώστε το εισόδημά σας ή $20.000, οποιοδήποτε ποσό είναι μεγαλύτερο.

ψηλότερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cette photo montre la vue depuis notre balcon le plus haut.
Στη φωτογραφία αυτή φαίνεται η θέα από το ψηλότερο μπαλκόνι μας.

κύριος,πιο σημαντικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κρίσιμα, καίρια, ζωτικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πιο σημαντικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σημαντικός, σπουδαίος

nom masculin

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διακεκριμένο πρόσωπο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quand j'ai demandé pourquoi la rue était barrée, l'agent m'a dit que "quelqu'un d'important" devait arriver.

σημαντικό γεγονός

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επικρατώ, κυριαρχώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les coutumes qui prédominent dans ce pays peuvent paraître curieuses aux étrangers.
Οι παραδόσεις που επικρατούν σε εκείνη τη χώρα φαντάζουν πολύ περίεργες στους ξένους.

υπερέχω

locution verbale (με γενική)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quitte ton emploi si tu le détestes, ton bonheur est plus important que le reste.
Παραιτήσου από τη δουλειά σου αν τη μισείς. Η ευτυχία σου είναι πιο σημαντική από οτιδήποτε άλλο.

υπερέχω, υπερτερώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προηγούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le bien-être de ma famille passe en priorité.

με πομπώδες ύφος

locution adverbiale (dire,...)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

περισσότερος απο το αναμενόμενο

adjectif

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Le nombre de personnes au match a été plus élevé que prévu.

κατώτερος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μεγαλύτερος, σπουδαιότερος, σημαντικότερος

(importance) (σε σπουδαιότητα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sa plus importante contribution à la science a été son dernier livre.
Η μεγαλύτερη (or: σπουδαιότερη) συνεισφορά του στην επιστήμη ήταν το τελευταίο του βιβλίο.

μεγαλύτερος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Notre plus grand souci, c'est que l'argent vienne à manquer.
Η μεγαλύτερή μας ανησυχία είναι ότι θα τελειώσουν τα χρήματα.

πιο σπουδαίος από κπ/κτ, πιο σημαντικός από κπ/κτ, σπουδαιότερος από κπ/κτ, σημαντικότερος από κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les Beatles étaient encore plus importants qu'Elvis.

δευτερεύων σε σχέση με κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les apparences sont moins importants qu'un bon sens de l'humour.

καθοριστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

παλαιό μέλος

nom masculin (παλαιότητα)

Tous les membres importants du personnel doivent participer à la réunion.

μετράω, μετρώ

verbe intransitif (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ses soucis ne sont pas importants.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του important στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του important

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.