Τι σημαίνει το je στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης je στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του je στο Γαλλικά.
Η λέξη je στο Γαλλικά σημαίνει εγώ, κανένας, Χαίρω πολύ, υπερβολικά πολλές πληροφορίες, πάρα πολλές πληροφορίες, επίτρεψέ μου, επιτρέψτε μου, Δέχομαι., δέχομαι, Μα τω Θεώ!, ωχαδερφισμός, ζαμανφουτισμός, απρόσεχτος, χαλαρός, σεβόμενος, θα ήθελα, ανώνυμος, ονομάζομαι, ένας σωρός, απρόσεκτος, με οποιοδήποτε τρόπο, βεβαίως, ασφαλώς, σίγουρα, τρελά, σε αντιπαράθεση, εκ πείρας, από εμπειρία, με όλον τον σεβασμό, με όλον τον σεβασμό, απ' όσο ξέρω, απ' όσο γνωρίζω, με σεβασμό, όπως έλεγα, αν σου λέει κάτι, αν έχει καμιά σημασία, από εδώ, απ' όσο ξέρω, απ' όσο γωρίζω, έχω, θα, θα, είμαι, δεν είχα, φοβάμαι πως, φοβάμαι ότι, καθημερινότητα, δεν ξέρω, σκέφτομαι άρα υπάρχω, είμαι από, κατάγομαι από, πιστεύω, νομίζω, θεωρώ, μάλλον, ίσως, μπορεί, με τιμή, με εκτίμηση, σε σκέφτομαι, μετά τιμής, Μπορώ να σας βοηθήσω;, φιλιά, φιλάκια, Μακάρι να ήσουν εδώ., είναι νωρίς, είναι νωρίς ακόμα, αναμένω την απάντησή σας, αναμένω απάντησή σας, όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν, είμαι μέσα, ορίστε, χαίρομαι που σε βλέπω, χτύπα ξύλο, θα ήθελα κτ, σ' έπιασα, σε παρακαλώ, σε ικετεύω, σε θερμοπαρακαλώ, ορκίζομαι στη ζωή μου, ορκίζομαι να πεθάνω, δεν κάνει τίποτα, μπράβο, δε με νοιάζει, δε νομίζω, σκασίλα μου!, ραγίζει η καρδιά μου, ποιος να το 'λεγε, κανένα πρόβλημα, δεν πειράζει, δεν κάνει τίποτα, μην το συζητάς, σημειωτέον δε, δεν ξέρω, σε αγαπώ, σ'αγαπώ, σε λατρεύω, σίγουρα, βεβαίως, βέβαια, Τι ξέρεις εσύ;, Παρακαλώ, δεν μας χέζεις, συγγνώμη, την κάνω, συμφωνώ, είμαι καλά, φεύγω, είμαι ευχαριστημένος, είμαι ικανοποιημένος, συγγνώμη, δεν κρατιέμαι, σε μισώ, το ξέρω, μου αρέσει, μου αρέσεις, σ'αγαπώ τόσο πολύ, σ' αγαπάω τόσο πολύ, κατάλαβα, νομίζω, είμαι καλά, συγγνώμη, ευχαριστώ εκ των προτέρων, εντάξει, ναι, σίγουρα, τα έχω περάσει, τα ξέρω, Αντίο για τώρα, όπως και δήποτε, όπως + δήποτε, Παρακαλώ πολύ!, αστειεύομαι, . Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης je
εγώ
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Je t'aime. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Εγώ είμαι ψηλότερη από την αδερφή μου. |
κανένας(indéfini) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) On est toujours enclin à mentir. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κανείς δεν θέλει να κριτικάρει, αλλά αυτό είναι αποκρουστικό. |
Χαίρω πολύ(επίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Enchanté. Je suis ravi de vous rencontrer. |
υπερβολικά πολλές πληροφορίες, πάρα πολλές πληροφορίες(argot Internet : trop d'informations) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επίτρεψέ μου, επιτρέψτε μουinterjection (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) « Je vous en prie ! » m'a dit un porteur, tout en prenant ma lourde valise. «Επιτρέψτε μου» είπε ένας γκρουμ, και πήρε τη βαριά βαλίτσα μου. |
Δέχομαι.(au mariage) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δέχομαι(au mariage) (σε γάμο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) - Abigail Smith, promettez-vous d'aimer cet homme et de lui être fidèle ? - Oui. «Άμπιγκεϊλ Σμιθ, δέχεσαι ν' αγαπάς αυτόν τον άντρα και να του είσαι πιστή;» «Δέχομαι.» |
Μα τω Θεώ!
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ωχαδερφισμός, ζαμανφουτισμόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il n'est pas question que je l'embauche, avec son je-m'en-foutisme. Δεν υπάρχει περίπτωση να τον προσλάβω με τέτοιο ζαμανφουτισμό που επιδεικνύει. |
απρόσεχτος, χαλαρός(άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le travail bâclé de Brian fait qu'il lui est difficile de garder un emploi. |
σεβόμενος
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
θα ήθελα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'aimerais que tu sois plus impliqué dans le site communautaire. Θα ήθελα να συμμετέχεις περισσότερο στην ιστοσελίδα της κοινότητας. |
ανώνυμοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ονομάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je m'appelle Joe. Ονομάζομαι Τζόι. |
ένας σωρός(μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απρόσεκτος(familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με οποιοδήποτε τρόπο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βεβαίως, ασφαλώς, σίγουρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) «Μπορώ να δανειστώ μια στιγμή το στυλό σου;» «Βεβαίως!» |
τρελά(familier) (αργκό, μεταφορικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σε αντιπαράθεση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκ πείρας, από εμπειρίαlocution verbale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je sais de quoi je parle lorsque je te dis qu'il va droit dans le mur avec sa nouvelle politique : j'avais moi-même essayé et j'avais échoué. |
με όλον τον σεβασμό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sauf votre respect, je ne partage pas du tout votre avis. |
με όλον τον σεβασμό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απ' όσο ξέρω, απ' όσο γνωρίζω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Pour autant que je sache, la banque a accepté le prêt. // Pour autant que je sache, le patron est dans son bureau. Απ' όσο ξέρω, η τράπεζα ενέκρινε το δάνειο. Το αφεντικό είναι στο γραφείο, απ' όσο γνωρίζω. |
με σεβασμό
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sauf le respect que je vous dois, je pense que vous avez tort dans votre argumentation. |
όπως έλεγα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Comme je disais avant d'être interrompu, la maîtresse de maison n'est pas chez elle. |
αν σου λέει κάτι, αν έχει καμιά σημασία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ça vaut ce que ça vaut, mais cette voiture me semble trop puissante pour toi. |
από εδώ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Une table pour deux ? Si vous voulez bien me suivre, monsieur. |
απ' όσο ξέρω, απ' όσο γωρίζωlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έχω(auxiliaire, possession) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai trop mangé. |
θα
(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.) J'aimerais me marier cette année. |
θα
(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.) Je dînerai à 19 h ce soir. |
είμαιlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je suis le meilleur serveur de ce restaurant. Είμ' ο καλύτερος σερβιτόρος σε αυτό το εστιατόριο. |
δεν είχα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il était évident que Karen n'avait pas vu l'article de journal. Ήταν προφανές ότι η Κάρεν δεν είχε δει το άρθρο της εφημερίδας. Εξεπλάγην όταν είδα τον Τζεφ, δεν περίμενα να είναι στο πάρτυ. |
φοβάμαι πως, φοβάμαι ότι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je crains de ne pas avoir fait du bon travail hier. |
καθημερινότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Vous n'avez pas à me remercier, je n'ai fait que mon travail. |
δεν ξέρω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ça ne sert à rien de me demander, je ne sais pas. |
σκέφτομαι άρα υπάρχω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je pense, donc je suis. |
είμαι από, κατάγομαι από
Je suis originaire de Pologne, même si ça fait plus de 10 ans que je vis à Londres maintenant. Είμαι (or: κατάγομαι) απ' την Πολωνία, ωστόσο ζω στο Λονδίνο πάνω από δέκα χρόνια. |
πιστεύω, νομίζω, θεωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je crois (or: pense) qu'il est très intelligent. |
μάλλον, ίσως, μπορεί
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je suppose que tu as raison. Comme nous ne pouvons pas réfuter qu'il soit resté chez lui toute la journée, je suppose que nous allons devoir le croire sur parole. Μάλλον (or: Ίσως) έχεις δίκιο. Αφού δεν μπορούμε να διαψεύσουμε ότι έμεινε μέσα όλη μέρα, μάλλον θα πρέπει να βασιστούμε στα λόγια του. |
με τιμή, με εκτίμηση(lettre, soutenu) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σε σκέφτομαι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μετά τιμής(lettre, soutenu) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dans l'attente de votre réponse, je vous prie d'agréer, Monsieur, l'expression de mes sentiments distingués. Ανυπομονώ για την απάντησή σας. Μετά τιμής, Τζο Μπλογκς. |
Μπορώ να σας βοηθήσω;
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Puis-je vous aider ? demanda la vendeuse. |
φιλιά, φιλάκια(familier) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Elle a terminé son mail par « À bientôt ! Gros bisous, Ellie. » |
Μακάρι να ήσουν εδώ.
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
είναι νωρίς, είναι νωρίς ακόμα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αναμένω την απάντησή σας(lettre de motivation, soutenu) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αναμένω απάντησή σας(lettre de motivation, soutenu) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je ne veux pas de présentation sur la banqueroute : je connais. |
είμαι μέσα(μεταφορικά, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si tu veux aller au match de base-ball, je suis partant. |
ορίστε
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Et voilà : je savais bien que le chat ne viendrait pas quand tu l'appellerais. Ορίστε! Το ήξερα ότι η γάτα δεν θα ερχόταν αν τη φώναζες. |
χαίρομαι που σε βλέπω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χτύπα ξύλο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θα ήθελα κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je voudrais le coq au vin, s'il vous plaît. Θα ήθελα τον κρασάτο κόκκορα, παρακαλώ. |
σ' έπιασα
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
σε παρακαλώ, σε ικετεύω, σε θερμοπαρακαλώinterjection (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ορκίζομαι στη ζωή μου, ορκίζομαι να πεθάνω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Maman, je vais ranger ma chambre dans la matinée : croix de bois, croix de fer, si je mens, je vais en enfer ! |
δεν κάνει τίποτα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) «Σ' ευχαριστώ πολύ για τη βοήθειά σου.» «Δεν κάνει τίποτα! Δεν μου ήταν κόπος.» |
μπράβοinterjection (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Tu as déjà perdu 5 kg ! Je suis contente pour toi. |
δε με νοιάζει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) - Tu ne peux pas sortir habillé comme ça, tu vas attraper froid. - Ça m'est égal. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. «Πληγώθηκε με αυτά που του είπες». «Σκασίλα μου.» |
δε νομίζω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quand Tom a demandé si Sally venait à la fête, j'ai répondu : "Je ne crois pas." |
σκασίλα μου!(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si tu veux gâcher ta vie en quittant l'école, je m'en fiche. Θες να παρατήσεις το σχολείο και να καταστρέψεις τη ζωή σου; Σκασίλα μου! |
ραγίζει η καρδιά μου(familier, ironique) (μεταφορικά: με κάτι, για κάτι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) - En ce moment, je dois payer une fortune en impôts sur le revenu, dit Théo. - Oh, mon pauvre !, répondit son frère. |
ποιος να το 'λεγε(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Eh bien ça alors ! Tu as gagné à la loterie ! Ποιος να το 'λεγε! Κέρδισες το λαχείο! |
κανένα πρόβλημα, δεν πειράζει, δεν κάνει τίποτα, μην το συζητάςinterjection (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mais je t'en prie, ce n'était rien. // Je t'en prie, tu ne me dois rien ! Μην το συζητάς! Δεν ήταν τίποτα. Μην το συζητάς! Δε μου χρωστάς τίποτα. |
σημειωτέον δε
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je vous prie de bien vouloir prendre note de la date limite de soumission des projets. |
δεν ξέρω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) - Qui est cette femme en train de parler à ton frère ? - Je ne sais pas. «Ποια είναι η γυναίκα που μιλάει στον αδερφό σου;» «Δεν ξέρω.» |
σε αγαπώ, σ'αγαπώ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je t'aime, maman. Σ' αγαπώ μαμά! |
σε λατρεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je t'adule ainsi que le sol que tu foules ! |
σίγουρα, βεβαίως, βέβαια(familier) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) De l'esprit et une frimousse avenante : ce type me plaisait pour sûr ! |
Τι ξέρεις εσύ;(assez agressif) (προσβλητικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tu n'y es jamais allé, alors, à ta place, je m'abstiendrais de tout commentaire ! |
Παρακαλώ
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Όταν κάποιος σου λέει ευχαριστώ, η σωστή απάντηση είναι να πεις «παρακαλώ». |
δεν μας χέζεις(vulgaire) (αργκό, προσβλητικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si tu n'aimes pas ça, c'est dommage, va te faire voir. Και τι έγινε που δεν σου αρέσει; Χέσε μας! |
συγγνώμη
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Excusez-moi, monsieur, mais je crois que vous vous trompez. Excusez-moi, je pensais que je vous avais déjà envoyé cette information. Συγγνώμη, κύριε, αλλά κάνετε λάθος. Συγγνώμη! Νόμιζα πως είχα ήδη στείλει τις πληροφορίες. |
την κάνω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Désolée,il faut que j'y aille, mon taxi est là. |
συμφωνώinterjection (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) "Je suis d'accord", dit Tom, "Tu as raison". «Συμφωνώ!» είπε ο Τομ. «Έχεις δίκιο!» |
είμαι καλά
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Je vais bien. Mais, toi, comment vas-tu ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είμαι καλά! Εσύ πως είσαι; |
φεύγω(assez familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je sais que je suis en retard pour le déjeuner. J'y vais. Ξέρω πως έχω αργήσει για το μεσημεριανό, φεύγω τώρα! |
είμαι ευχαριστημένος, είμαι ικανοποιημένος
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je suis content de passer les fêtes avec ma famille cette année. |
συγγνώμη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je suis désolé, j'ai fait une erreur. |
δεν κρατιέμαι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) – À cette heure-ci la semaine prochaine, nous serons en vacances. – J'ai hâte ! «Την ερχόμενη βδομάδα, τέτοια ώρα θα είμαστε διακοπές». «Δεν κρατιέμαι!» |
σε μισώinterjection (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je te déteste ! Je ne te ferai plus jamais confiance ! ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αυτό δεν είναι αγάπη! Σε μισώ! |
το ξέρωinterjection (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je le sais ! Pas besoin de me l'expliquer. Το ξέρω αυτό! Δε χρειάζεται να μου το εξηγείς! |
μου αρέσει
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Quelle jolie robe ! J'adore ! |
μου αρέσεις
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Je t'aime bien. Tu m'as l'air d'être sympa. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μου αρέσεις αρκετά αλλά δεν σ' αγαπάω. Μου αρέσεις. Φαίνεσαι πολύ καλός άνθρωπος. |
σ'αγαπώ τόσο πολύ, σ' αγαπάω τόσο πολύ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je t'aime tant que je ne peux pas être séparé de toi. Σ' αγαπώ τόσο πολύ που δεν αντέχω να είμαι χώρια σου. |
κατάλαβα
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Alors vous dites que vous n'aimez pas ce bureau ? Je vois. Nous allons essayer de vous changer de place dès que possible. Ώστε δεν σου αρέσει αυτό το γραφείο; Κατάλαβα. Θα προσπαθήσουμε να σε μετακινήσουμε το συντομότερο δυνατόν. |
νομίζωinterjection (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) « Vient-il avec nous ? » « Je crois bien, mais laissez-moi l'appeler pour confirmer. » |
είμαι καλά
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) – Comment vas-tu ? – Je vais bien, merci. «Τι κάνεις;» «Είμαι καλά, ευχαριστώ.» |
συγγνώμη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Συγγνώμη που έσπασα το αγαπημένο σας φωτιστικό! |
ευχαριστώ εκ των προτέρων
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je vous remercie par avance de l'attention que vous porterez à notre projet. |
εντάξει, ναι
(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) « Joe, sors les poubelles, s'il te plaît. » « Je vais le faire, maman ! » |
σίγουραinterjection (familier) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) - Tu vas au concert ce soir ? - Je veux ! "Θα πας στο παιχνίδι απόψε;" "Σίγουρα!" |
τα έχω περάσει, τα ξέρω(εμπειρία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Αντίο για τώρα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
όπως και δήποτε, όπως + δήποτε(familier) (αργκό, ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Παρακαλώ πολύ!
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Pardon ! Je n'ai certainement pas la soixantaine ! |
αστειεύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) « Je plaisante (or: Je plaisante) ! » s'exclama-t-il après avoir prétendu avoir laissé le document dans le train. |
pronom (pronom sujet : 1e pers. sing.) Je ne sais pas où sont passées mes clefs ! J'arriverai à Paris mardi matin. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του je στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του je
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.