Τι σημαίνει το k στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης k στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του k στο Αγγλικά.

Η λέξη k στο Αγγλικά σημαίνει κάπα, χιλιάδα, χλμ., επίσης γνωστό ως, γνωστός επίσης και ως, μαμάω, απαυτώνω, K-pop, νοκ άουτ, χτύπημα νοκ άουτ, βγάζω κπ νοκ άουτ, αγγαρεία στην κουζίνα, εντάξει, σύμφωνοι, ωραία, καλά, δεν υπάρχει πρόβλημα, δεν πειράζει, εντάξει, καλά, εντάξει, καλά, εντάξει, μέτριος, εντάξει, καλά, εντάξει, καλά, σύμφωνοι, δίνω το OK, λέω OK, εντάξει, καλά, OK, O.K., οκέι, εντάξει, καλά, εντάξει, λοιπόν, βιταμίνη Κ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης k

κάπα

noun (11th letter of alphabet) (γράμμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Very few words from Latin are spelled with a K.
Πολύ λίγες λέξεις στα Λατινικά γράφονται με κάπα.

χιλιάδα

noun (informal (thousand)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Erika's new job pays $100K.

χλμ.

noun (invariable, usually plural, abbreviation (kilometer) (συντομογραφία)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

επίσης γνωστό ως

preposition (initialism (also known as)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
William H. Bonney, a.k.a. Billy the Kid, was a 19th-century American outlaw.

γνωστός επίσης και ως

preposition (alias)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eva Perón, also known as Evita, was a controversial figure in Argentine politics.

μαμάω, απαυτώνω

(figurative, vulgar, slang (fuck) (αργκό: αντί βρισιάς)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
F**k it, this film's boring; let's watch something else.

K-pop

noun (Korean pop music)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

νοκ άουτ

noun (initialism (knockout: boxing win)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
A KO ended the match.

χτύπημα νοκ άουτ

noun (initialism (knockout boxing punch)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The boxer is so good that he usually wins with a KO.

βγάζω κπ νοκ άουτ

transitive verb (initialism (boxing: knock out)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αγγαρεία στην κουζίνα

noun (US, informal, initialism (military: kitchen duty) (στρατός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εντάξει, σύμφωνοι, ωραία, καλά

interjection (informal (yes, agreed)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
OK, I'll take out the trash.
OK, θα βγάλω τα σκουπίδια.

δεν υπάρχει πρόβλημα, δεν πειράζει

adjective (informal (not a problem, acceptable)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That's OK. I'll be able to fix the problem tomorrow.
Δεν υπάρχει πρόβλημα. Θα διορθώσω το πρόβλημα αύριο.

εντάξει, καλά

adjective (informal (not injured)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Are you OK? You fell pretty hard.
Είσαι OK; Έπεσες άσχημα.

εντάξει, καλά

adjective (informal (healthy, not unwell)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You were sick yesterday. Are you OK today?
Ήσουν άρρωστος χτες. Είσαι εντάξει σήμερα;

εντάξει

adjective (informal (emotionally fine) (ανεπίσημο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Are you feeling OK? You seem to be stressed today.
Είσαι εντάξει; Μου φαίνεσαι αγχωμένος σήμερα.

μέτριος

adjective (informal (just satisfactory, mediocre)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He did an OK job on the project. It was nothing great.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η δουλειά του στην εργασία ήταν OK, αλλά τίποτε σπουδαίο.

εντάξει, καλά

adjective (informal (proceeding well)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Everything is OK with the construction.
Όλα είναι εντάξει με την κατασκευή.

εντάξει, καλά, σύμφωνοι

interjection (informal (asking approval)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'm going to the store. OK?
Θα πάω στο μαγαζί. Εντάξει;

δίνω το OK, λέω OK

transitive verb (informal (approve, agree to) (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Has the boss OK'd the proposal yet?
Το αφεντικό έχει δώσει το ΟΚ για την πρόταση;

εντάξει

adjective (informal (sufficiently likeable) (ανεπίσημο)

She's OK. Her sister is much more friendly, though.
Καλή είναι. Η αδερφή της όμως είναι πολύ πιο φιλική.

καλά

adverb (informal (successfully, satisfactorily)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He did OK for himself. He is a doctor now.
Δεν τα πήγε κι άσχημα στη ζωή του. Είναι πλέον γιατρός.

OK, O.K., οκέι

noun (informal (approval, go-ahead) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The OK from the boss still hasn't arrived.

εντάξει, καλά

adverb (informal (correctly, alright) (ανεπίσημο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He can walk OK now.

εντάξει

adjective (informal (person: decent) (ανεπίσημο)

Yes, he's an OK guy. You can trust him.

λοιπόν

interjection (informal (calling attention, indicating transition)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
OK, what can I do to help now?

βιταμίνη Κ

noun (organic nutrient)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vitamin K is essential for blood coagulation.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του k στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του k

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.