Τι σημαίνει το technical στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης technical στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του technical στο Αγγλικά.

Η λέξη technical στο Αγγλικά σημαίνει τεχνικός, τεχνικός, τεχνικός, τεχνικός, τεχνικός, τεχνικός, τεχνική ποινή, μη τεχνικός, μη τεχνικός, τεχνικός σύμβουλος, τεχνική σύμβουλος, τεχνική κατάρτιση, τεχνικό κολλέγιο, τεχνικές δυσκολίες, τεχνικό σχέδιο, τεχνικό σχέδιο, τεχνική εκπαίδευση, τεχνικός, τεχνικό χαρακτηριστικό, τεχνικά θέματα, τεχνικά ζητήματα, τεχνικά προβλήματα, τεχνική φρασεολογία, τεχνογνωσία, τεχνογνωσία, τεχνογνωσία, τεχνική φύση, τεχνικό κολλέγιο, τεχνική ικανότητα, τεχνικές προδιαγραφές, τεχνική υποστήριξη, τεχνικός όρος, συντάκτης τεχνικών κειμένων, συντάκτρια τεχνικών κειμένων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης technical

τεχνικός

adjective (mechanical)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Julie demonstrated great technical skill in fixing the machine.
Η Τζόυλι επέδειξε φοβερές τεχνικές δεξιότητες στην επισκευή της μηχανής.

τεχνικός

adjective (relating to a specialist field)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The scientist used a lot of technical words, which made it difficult for non-specialists to understand him.
Ο επιστήμονας χρησιμοποίησε πολλούς τεχνικούς όρους κάτι που έκανε το να τον καταλάβουν δύσκολο για τους μη ειδικούς.

τεχνικός

adjective (relating to technique)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It is important to master the technical aspects of this sport.
Είναι σημαντικό να τελειοποιήσει κανείς την τεχνική πλευρά αυτού του αθλήματος.

τεχνικός

adjective (US (sport: foul) (μπάσκετ, ποινή)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τεχνικός

adjective (school, college: vocational)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mary wasn't very academic, so she chose to follow a technical course rather than going to university.

τεχνικός

adjective (strictly interpreted)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The lawyer found a technical loophole that meant her client was acquitted even though he was guilty.

τεχνική ποινή

noun (US (technical foul)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μη τεχνικός

adjective (not mechanical or scientific)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μη τεχνικός

adjective (not related to technique)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τεχνικός σύμβουλος, τεχνική σύμβουλος

noun ([sb] consulted on practical details)

τεχνική κατάρτιση

noun (uncountable (high degree of skill)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His technical brilliance has never been in doubt.

τεχνικό κολλέγιο

noun (school of further and vocational education)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
At sixteen I went to a technical college to learn some practical subjects to prepare me for work.

τεχνικές δυσκολίες

plural noun (problems with technology or equipment)

τεχνικό σχέδιο

noun (architecture, etc.: precise picture)

τεχνικό σχέδιο

noun (uncountable (draftsmanship) (ικανότητα)

τεχνική εκπαίδευση

noun (study of practical subjects)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τεχνικός

noun (skilled specialist)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τεχνικό χαρακτηριστικό

noun (function or specification of equipment)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τεχνικά θέματα, τεχνικά ζητήματα, τεχνικά προβλήματα

plural noun (equipment: problems with features)

τεχνική φρασεολογία

noun (specialized terminology)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I don't understand any of that technical jargon!

τεχνογνωσία

noun (informal (practical and specialist skills)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We need to bring in someone with the technical know-how to drag us out of this mess.

τεχνογνωσία

noun (practical and specialist skills)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'm afraid I don't have the technical knowledge to fix your laptop.

τεχνογνωσία

noun (superior skill)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His technical mastery of the art of painting was unchallenged.

τεχνική φύση

noun (specific, practical characteristics)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τεχνικό κολλέγιο

noun (college of further and vocational education)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He's going to technical school to learn to become an electrician.

τεχνική ικανότητα

noun (practical or mechanical ability)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τεχνικές προδιαγραφές

plural noun (equipment, machine)

τεχνική υποστήριξη

noun (service offering help with technology)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τεχνικός όρος

noun (specialist name for [sth])

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The technical term for bad breath is halitosis.

συντάκτης τεχνικών κειμένων, συντάκτρια τεχνικών κειμένων

noun ([sb] who writes technical documents)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του technical στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του technical

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.