Τι σημαίνει το lease στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lease στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lease στο Αγγλικά.

Η λέξη lease στο Αγγλικά σημαίνει ενοικιαστήριο, μισθωτήριο, ενοικίαση, ενοικιάζω, νοικιάζω κτ σε κπ, νοικιάζω, νοικιάζω κτ σε κπ, νοικιάζω, νοικιάζω κτ από κπ, ενοικιάζω, ενοικιαστήριο, μισθωτήριο, νοικιάζω κτ από κπ, σύμβαση μίσθωσης με δικαίωμα αγοράς, νέα πνοή, όρεξη για ζωή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lease

ενοικιαστήριο, μισθωτήριο

noun (property rental)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Karen moved into her new apartment the day after she signed the lease.
Η Κάρεν μετακόμισε στο καινούριο της διαμέρισμα την επόμενη ημέρα μετά την υπογραφή του μισθωτηρίου.

ενοικίαση

noun (hire of equipment, car)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Peter had a two-day lease on the digging equipment.
Η μίσθωση του Πίτερ για τα σκαπτικά μηχανήματα ήταν διήμερη.

ενοικιάζω

transitive verb (property: rent out)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Chris doesn't live in his old flat anymore; he leases it out to make money.
Ο Κρις δεν μένει πια στο παλιό του διαμέρισμα. Το νοικιάζει για να βγάλει χρήματα.

νοικιάζω κτ σε κπ

(property: rent to [sb])

Kyle leased his flat to his brother when he moved in with his girlfriend.
Ο Κάιλ νοίκιασε το διαμέρισμά του στον αδερφό του όταν μετακόμισε στο σπίτι της κοπέλας του.

νοικιάζω

transitive verb (car, equipment: hire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tim leased a car at the airport.
Ο Τιμ νοίκιασε ένα αυτοκίνητο στο αεροδρόμιο.

νοικιάζω κτ σε κπ

(hire [sth] out to [sb]) (κάτι σε κάποιον)

Ben leased some equipment to a customer.
Ο Μπεν νοίκιασε εξοπλισμό σε έναν πελάτη.

νοικιάζω

transitive verb (property: rent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kam leased a house with his two friends.
Ο Καμ νοίκιασε ένα σπίτι με τους δύο φίλους του.

νοικιάζω κτ από κπ

(property: rent from [sb])

Frank leased a property from his uncle.
Ο Φρανκ νοίκιασε ένα ακίνητο από τον θείο του.

ενοικιάζω

transitive verb (car, equipment: rent out)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The hardware store leases power tools.
Το κατάστημα σιδηρικών νοικιάζει ηλεκτρικά εργαλεία.

ενοικιαστήριο, μισθωτήριο

noun (length of time) (διάρκεια)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dan had a six-month lease on his apartment.

νοικιάζω κτ από κπ

(car, etc.: hire [sth] from [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ben leased a car from the dealership.

σύμβαση μίσθωσης με δικαίωμα αγοράς

noun (property scheme: rent-to-buy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νέα πνοή, όρεξη για ζωή

noun (US (fresh enthusiasm for living)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Losing all that weight gave me a new lease on life.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lease στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.