Τι σημαίνει το let στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης let στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του let στο Αγγλικά.

Η λέξη let στο Αγγλικά σημαίνει αφήνω, κάνω χώρο, αφήνω χώρο, επανάληψη, νοικιάζω, ενοικιάζω, απογοητεύω, ρίχνω, μακραίνω, ξεφουσκώνω, τοποθετώ, αθωώνω, αποκαλύπτω, μαρτυράω, αφήνω κπ να βγει έξω, ελευθερώνω, απελευθερώνω, ανοίγω, λέω, ξεστομίζω, μου ξεφεύγει κτ, νοικιάζω, τελειώνω, μου ξεφεύγει κτ, χαλαρώνω, περιορίζω, ελαττώνω, λιγοστεύω, σταματάω, σταματώ, πόσο μάλλον, αφήνω κπ στην ησυχία του, αφήνω κπ στην ησυχία του, αφήνω κτ στην ησυχία του, αφήνω κπ/κτ να περάσει, επιτρέπω σε κπ/κτ να περάσει, περασμένα ξεχασμένα, απογοητευμένος, που απογοητεύτηκε από κπ/κτ, μου ξεφεύγει, ξεσπάω, ξεσπάω σε κπ, αφήνω, αφήνω, απελευθερώνω, διώχνω, αφήνω, ξεχνάω, ξεχνώ, αφήνω κπ να μπει, αφήνω κπ να περάσει, αποκαλύπτω κτ σε κπ, αφήνω κπ να μπει σε κτ, άστο, παράτα το, άστο να πάει στα κομμάτια, ενημερώνω, ενημερώνω, αφήνω ελεύθερο, αφήνω κπ ανεξέλεγκτο, πες μου να ξέρω, ξεσπάω, εκτονώνομαι, αφήνω κπ να τη γλιτώσει, αφήνω κπ ελεύθερο, την αμολάω, την αμολάω, αφήνω κτ να περάσει, ξεσπάω, ξεσπώ, ξεστομίζω, δεν ταράζω τα νερά, παραμελώ, αμελώ, παραβλέπω, βγάζω τ'άπλυτα στην φόρα, ας γίνει ό,τι θέλει, αφήνω κπ/κτ να περάσει, εγκαταλείπω, σταματώ, συμπεριφέρομαι σε κπ με επιείκεια, σταματώ να μιλώ για κτ, χαλάρωση, χαλαρώνω, αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο, αφήνομαι, απογοήτευση, έκθλιψη, λεπτομέρεια, ας, εντάξει, σύμφωνοι, πάμε, let's play, ας υποθέσουμε ότι, ανακούφιση, κοιτάω τη δουλειά μου και δεν ασχολούμαι με τους άλλους, κρατάω γερά, δεν αφήνω, κρατάω γερά, δεν αφήνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης let

αφήνω

transitive verb (allow) (κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My wife let me go out with the guys last night.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν επέτρεψε στα παιδιά της να δουν την ταινία επειδή περιέχει πολλές σκηνές βίας.

κάνω χώρο, αφήνω χώρο

transitive verb (allow to pass)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Let the waiter through.
Άφησε τον σερβιτόρο να περάσει.

επανάληψη

noun (tennis serve)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His first serve was a let.
Το πρώτο σερβίς ήταν επανάληψη (or: let).

νοικιάζω, ενοικιάζω

transitive verb (UK (lease, rent) (κτ ή κτ σε κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He let the apartment for $1000 per month.
Νοίκιασε το διαμέρισμά για 1.000 δολάρια το μήνα.

απογοητεύω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (disappoint, fail)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You had better get straight A's in school -- don't let me down!
Καλά θα κάνεις να πάρεις σε όλα Ά στο σχολείο. Μη με απογοητεύσεις!

ρίχνω

phrasal verb, transitive, separable (lower gradually)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The girl let down a rope and her boyfriend climbed up into her room.
Το κορίτσι έριξε ένα σκοινί και το αγόρι της σκαρφάλωσε στο δωμάτιό της.

μακραίνω

phrasal verb, transitive, separable (clothing: lengthen at hem)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεφουσκώνω

phrasal verb, transitive, separable (UK (release air from: tyre, etc)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τοποθετώ

phrasal verb, transitive, separable (put [sth] flush into a surface)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αθωώνω

phrasal verb, transitive, separable (informal (find [sb] not guilty)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The man was charged with assault, but the judge let him off due to insufficient evidence.

αποκαλύπτω, μαρτυράω

phrasal verb, intransitive (informal (reveal or indicate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John tried his best not to let on about Jane's surprise party. I was upset, but did not let on.
Ήμουν ταραγμένος, αλλά δεν το έδειξα.

αφήνω κπ να βγει έξω

phrasal verb, transitive, separable (allow to exit)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Don't forget to let the cat out before you lock up for the night!
Πριν κλειδώσεις για βράδυ, μην ξεχάσεις να αφήσεις τη γάτα να βγει έξω!

ελευθερώνω, απελευθερώνω

phrasal verb, transitive, separable (free from captivity)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The government finally let out the political prisoners.
Τελικά η κυβέρνηση απελευθέρωσε τους πολιτικούς κρατούμενους.

ανοίγω

phrasal verb, transitive, separable (clothing: make larger) (ρούχα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Could you let out the waistband of these trousers, please? I seem to have put on some weight since I last wore them.
Θα μπορούσατε να ανοίξετε τη μέση αυτού του παντελονιού παρακαλώ; Φαίνεται πως έχω πάρει λίγο βάρος από την τελευταία φορά που το φόρεσα.

λέω, ξεστομίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (emit, utter) (λόγια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Anna let out a scream when the cat jumped onto her out of nowhere.

μου ξεφεύγει κτ

phrasal verb, transitive, separable (informal (reveal accidentally) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'll get in trouble if you let out the secret.

νοικιάζω

phrasal verb, transitive, separable (UK (lease, rent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τελειώνω

phrasal verb, intransitive (US (school, etc.: allow to leave)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
School lets out at 3 o'clock.

μου ξεφεύγει κτ

phrasal verb, transitive, separable (tell a secret)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαλαρώνω, περιορίζω, ελαττώνω, λιγοστεύω

phrasal verb, intransitive (ease off, lessen)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The heavy rain let up after four hours of incessant downpour. Matt's wife just won't let up about his late arrival home.
Η δυνατή βροχή ελαττώθηκε μετά από τέσσερις ώρες ακατάπαυστης νεροποντής.

σταματάω, σταματώ

phrasal verb, intransitive (stop, cease)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Emily is always moaning about her boyfriend—she never lets up!
Η Έμιλυ παραπονιέται συνέχεια για το αγόρι της, δεν σταματάει ποτέ!

πόσο μάλλον

conjunction (much less)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I can't even fit into the medium size, let alone the small size.
Δεν μπορώ καν να χωρέσω στο μεσαίο μέγεθος, πόσο μάλλον στο μικρό.

αφήνω κπ στην ησυχία του

(not bother [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Let your sister alone; can't you see she's trying to do her homework!
Άσε ήσυχη την αδερφή σου, δεν βλέπεις ότι προσπαθεί να διαβάσει;

αφήνω κπ στην ησυχία του

verbal expression (not bother, leave alone)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφήνω κτ στην ησυχία του

verbal expression (leave undisturbed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφήνω κπ/κτ να περάσει, επιτρέπω σε κπ/κτ να περάσει

(allow [sb/sth] to pass)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περασμένα ξεχασμένα

verbal expression (disregard past differences)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We decided to let bygones be bygones and forget about our past differences.
Αποφασίσαμε πως ό,τι έγινε έγινε και ότι πρέπει να ξεχάσουμε τις παλιές διαφορές μας.

απογοητευμένος

adjective (disappointed, failed)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
She felt let down when no one came to her party.
Όταν κανείς δεν ήρθε στο πάρτι της, ένιωσε απογοητευμένη.

που απογοητεύτηκε από κπ/κτ

adjective (disappointed, failed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μου ξεφεύγει

verbal expression (with clause: hint) (κατά λάθος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Maria let drop that she wanted a new phone for her birthday.

ξεσπάω

verbal expression (express anger)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεσπάω σε κπ

verbal expression (express anger at [sb])

αφήνω

verbal expression (release hold)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I could hold the rope no longer and had to let go.
Δεν μπορούσα να κρατήσω άλλο το σκοινί, έπρεπε να το αφήσω.

αφήνω

verbal expression (release hold on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let go of me, you bully!
Άφησε με, παλιονταή!

απελευθερώνω

verbal expression (free)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They agreed to let all the hostages go.
Συμφώνησαν ν' απελευθερώσουν όλους τους ομήρους.

διώχνω

verbal expression (informal (dismiss from job) (από δουλειά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The boss had no choice but to let ten of his employees go.

αφήνω, ξεχνάω, ξεχνώ

verbal expression (informal, figurative (stop pursuing [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We've decided to let the matter go.
Αποφασίσαμε να μην ασχοληθούμε άλλο με το θέμα.

αφήνω κπ να μπει, αφήνω κπ να περάσει

(allow to enter)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There's someone at the door asking for you - should I let him in?
Είναι κάποιος στην πόρτα και σε ζητάει. Να τον αφήσω να μπει μέσα;

αποκαλύπτω κτ σε κπ

verbal expression (share secret)

αφήνω κπ να μπει σε κτ

(allow [sb] to enter)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άστο, παράτα το

interjection (don't try to change it)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
You shouldn't get involved in their quarrel - just let it be.
Δεν θα έπρεπε να εμπλακείς στον καυγά τους. Άστο (or: παράτα το).

άστο να πάει στα κομμάτια

verbal expression (informal (disregard past differences)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I know Martin insulted you, but you should let it go.

ενημερώνω

verbal expression (inform)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We'll let you know our decision after the meeting.

ενημερώνω

verbal expression (notify, warn)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please let me know when you are going to the market, so I can send my brother along to help you.
Ενημέρωσέ με, σε παρακαλώ, πότε θα πας στην αγορά, για να στείλω τον αδερφό μου να σε βοηθήσει.

αφήνω ελεύθερο

(set free, release)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
He let his dogs loose on my lawn and they made such a mess!
Έλυσε τα σκυλιά του στο γκαζόν μου και το έκαναν χάλια!

αφήνω κπ ανεξέλεγκτο

verbal expression (informal (allow to use freely)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We should never have let the kids loose on the computer!
Ποτέ δεν πρέπει να αφήνουμε τα παιδιά ανεξέλεγκτα στον υπολογιστή!

πες μου να ξέρω

interjection (tell me)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Can you come to my party? Let me know!
Μπορείς να έρθεις στο πάρτι μου; Πες μου να ξέρω!

ξεσπάω

verbal expression (figurative (vent one's anger) (θυμό, οργή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I was annoyed and wanted to let off steam. There was a play area where the kids could let off steam.
Είχα ενοχληθεί και ήθελα να ξεσπάσω.

εκτονώνομαι

verbal expression (slang, figurative (release energy)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
There was a play area where the kids could let off steam.

αφήνω κπ να τη γλιτώσει

verbal expression (figurative, informal (free from punishment)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm surprised he let you off the hook that easily, given the trouble you've caused.

αφήνω κπ ελεύθερο

verbal expression (figurative (release [sb] from restraint, control)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When they saw that he could handle the job, they let him off his leash and he quickly moved up to a higher position.
Όταν είδαν ότι μπορεί να φέρει σε πέρας τη δουλειά, τον άφησαν ελεύθερο και σύντομα ανελίχθηκε σε ανώτερη θέση.

την αμολάω

verbal expression (UK, slang, figurative (pass intestinal gas) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Did you just let one off?

την αμολάω

verbal expression (slang (pass intestinal gas) (αργκό: αερίζομαι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Paul raised a butt cheek and let one rip.

αφήνω κτ να περάσει

verbal expression (not react to) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jeremy let Liz's rude comment pass because he did not want to argue with her.

ξεσπάω, ξεσπώ

verbal expression (figurative, slang (do [sth] in an unrestrained way) (συναισθηματικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lisa's anger got the better of her and she let rip.

ξεστομίζω

verbal expression (figurative, slang (utter in an unrestrained way)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tom let rip a stream of obscenities.

δεν ταράζω τα νερά

verbal expression (figurative (don't provoke an argument) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παραμελώ, αμελώ

verbal expression (figurative, informal (neglect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Since his wife died, he has let things slide, and the house is a mess.

παραβλέπω

verbal expression (informal, figurative (let pass without correction)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω τ'άπλυτα στην φόρα

verbal expression (figurative, informal (reveal the secret)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Thanks for letting the cat out of the bag about me being pregnant.

ας γίνει ό,τι θέλει

expression (leave it to fate)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm going to tell the boss the truth; let the chips fall where they may.

αφήνω κπ/κτ να περάσει

(allow to pass)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The police asked the crowd to let the ambulance through.

εγκαταλείπω, σταματώ

verbal expression (stop doing [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The strikers have stated that they will not be letting up on their campaign of action.
Οι διαδηλωτές δήλωσαν ότι δεν θα σταματήσουν την εκστρατεία δράσης τους.

συμπεριφέρομαι σε κπ με επιείκεια

verbal expression (stop making difficulties for [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The boss has just given Charlie another pile of work; she never lets up on him.
Η εργοδότρια του Τσάρλι τον φόρτωσε πάλι με επιπλέον δουλειά. Ποτέ δεν του συμπεριφέρεται με επιείκεια.

σταματώ να μιλώ για κτ

verbal expression (subject: stop talking about)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Matt was late home on Friday night and his wife still hasn't let up about it.
Ο Ματ άργησε να επιστρέψει στο σπίτι την Παρασκευή το βράδυ και η γυναίκα του δεν έχει σταματήσει να μιλά για αυτό το θέμα.

χαλάρωση

noun (easing off, lessening) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There has been no let-up in the rain since yesterday.

χαλαρώνω

verbal expression (figurative (get comfortable and relax)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο

verbal expression (be unrestrained, uninhibited)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αφήνομαι

verbal expression (appearance: deteriorate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απογοήτευση

noun (informal (disappointment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The bad news was a letdown.

έκθλιψη

noun (release of breast milk) (μητρικού γάλακτος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λεπτομέρεια

noun (UK (loophole: technicality)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ας

contraction (abbreviation (suggestion: let us)

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Let's stay in and just watch a video.
Ας μείνουμε μέσα να δούμε απλά ένα βίντεο.

εντάξει, σύμφωνοι

interjection (UK (agreement: OK)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"Shall we try the new Chinese restaurant?" "Yes, let's!"
«Να δοκιμάσουμε αυτό το νέο κινέζικο εστιατόριο;» «Ναι, σύμφωνοι!»

πάμε

interjection (informal (let us go)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Let's go to town and do some shopping! Are you ready to leave? Let's go.
Πάμε στην πόλη να κάνουμε μερικά ψώνια! Είσαι έτοιμος να φύγουμε; Πάμε.

let's play

noun (video game)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ας υποθέσουμε ότι

interjection (informal (supposing that, imagine)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Let's say we don't make a profit this quarter. What can we change in order to become profitable?

ανακούφιση

noun (informal (respite, relief)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's been raining without letup for weeks.

κοιτάω τη δουλειά μου και δεν ασχολούμαι με τους άλλους

verbal expression (be tolerant of others)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Those two men used to fight a lot, but now they have decided to live and let live.

κρατάω γερά, δεν αφήνω

verbal expression (keep a grip on [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κρατάω γερά, δεν αφήνω

verbal expression (refuse to release)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If the lobster grabs your finger, it won't let go.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του let στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του let

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.