Τι σημαίνει το leap στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης leap στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του leap στο Αγγλικά.

Η λέξη leap στο Αγγλικά σημαίνει πήδημα, άλμα, πηδάω, πηδώ, ορμάω, ορμώ, πηδάω, πηδώ, άλμα, αύξηση, ρίσκο, περνάω κτ πάνω από κτ, μου έρχεται, μου 'ρχεται, διαισθητικό αξίωμα, βγάζω βιαστικά συμπεράσματα, βιάζομαι να συμπεράνω ότι/πως, αρπάζω την ευκαιρία, αρπάζω την ευκαιρία να κάνω κτ, 29 Φεβρουαρίου, τολμηρή κίνηση, ριψοκίνδυνη κίνηση, άλμα πίστης, νοητικό άλμα, ξεπηδώ, ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι, πηδώ, αναπηδώ, πηδώ, αναπηδώ, χοροπηδώ, δίσεκτο έτος, σκέψου το καλά πριν κάνεις κάτι, κβαντικό άλμα, τεράστιο άλμα, άλμα με φόρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης leap

πήδημα, άλμα

noun (jump)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sarah jumped over the stream with a leap.
Η Σάρα πήδηξε πάνω από το ρυάκι με ένα σάλτο.

πηδάω, πηδώ

intransitive verb (jump)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Kyle leaped over the fence.
Ο Κάιλ πήδηξε πάνω από τον φράκτη.

ορμάω, ορμώ

intransitive verb (attack)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The lion leaped at the antelope.
Το λιοντάρι όρμηξε στην αντιλόπη.

πηδάω, πηδώ

transitive verb (jump over)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The horse leaped the barrier and ran away.
Το άλογο πήδηξε το φράγμα και δραπέτευσε.

άλμα

noun (figurative (career: advancement) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The promotion was a huge leap in David's career.

αύξηση

noun (figurative (abrupt change)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was a big leap in the company's stock prices this week.

ρίσκο

noun (figurative (action involving risk)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The venture represents a bold leap for investors.

περνάω κτ πάνω από κτ

(cause to jump over)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The horseman leapt his horse over the gate.

μου έρχεται, μου 'ρχεται

(figurative (be obvious) (σκέψη, ιδέα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The detective was drinking his tea when suddenly the answer leaped out at him: the butler had done it.

διαισθητικό αξίωμα

noun (figurative (bold insight)

The scientist's intuitive leap will be difficult to prove since there is little data available.

βγάζω βιαστικά συμπεράσματα

verbal expression (judge hastily)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Stop leaping to conclusions about their relationship when you hardly even know them.

βιάζομαι να συμπεράνω ότι/πως

verbal expression (deduce hastily)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρπάζω την ευκαιρία

verbal expression (figurative (seize the opportunity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When he asked me if I'd like to go on holiday to Hawaii with him, I leapt at the chance.

αρπάζω την ευκαιρία να κάνω κτ

verbal expression (figurative (seize an opportunity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She leapt at the chance to perform with her favourite singer.

29 Φεβρουαρίου

noun (29th February)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
People born on a leap day only get a birthday once every four years.

τολμηρή κίνηση, ριψοκίνδυνη κίνηση

noun (taking a chance, daring)

άλμα πίστης

noun (figurative (act of blind trust) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Acceptance of the plan will require a leap of faith.

νοητικό άλμα

noun (figurative (creative insight)

ξεπηδώ, ξεπροβάλλω

(jump out, emerge suddenly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εμφανίζομαι

verbal expression (jump out, emerge from)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The assassin leapt out from his hiding place.

πηδώ, αναπηδώ

(jump to your feet)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When I saw the young mother leap up, I looked to see why.

πηδώ, αναπηδώ, χοροπηδώ

(spring, jump)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δίσεκτο έτος

noun (year: February has 29 days)

Leap year always falls in even years.

σκέψου το καλά πριν κάνεις κάτι

interjection (figurative (be aware of the risks involved in [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Thinking of investing in a new business? Look before you leap!
Σκέφτεσαι να επενδύσεις σε μια νέα δουλειά; Σκέψου καλά πριν το κάνεις!

κβαντικό άλμα

noun (physics: abrupt change in energy level of electron)

τεράστιο άλμα

noun (figurative (huge advance) (πρόοδος)

άλμα με φόρα

noun (jump preceded by a run-up)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του leap στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του leap

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.