Τι σημαίνει το least στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης least στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του least στο Αγγλικά.

Η λέξη least στο Αγγλικά σημαίνει ο λιγότερος, ο παραμικρός, λιγότερο, ο μικρότερος, το ελάχιστο, το λιγότερο, μικρός, ελάχιστος, λίγο, ελάχιστα, μικρός, μικρότερος, μικρόσωμος, μικρός, μικρός, μικρούλης, μικρούτσικος, ελάχιστα, όχι ιδιαιτέρως, όχι ιδιαίτερα, όχι πολύ, τουλάχιστον, τουλάχιστον, τουλάχιστον, τουλάχιστον, τουλάχιστον, τουλάχιστον, τέλος, αρχή της ελάχιστης δράσης, ελάχιστος κοινός παρονομαστής, χαμηλότερος κοινός παρονομαστής, πόσω μάλλον, μέθοδος ελαχίστων τετραγώνων, Αμερικανικό νανογλάρονο, καθόλου, κυρίως, ειδικά, ιδιαιτέρως, το λιγότερο, τουλάχιστον. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης least

ο λιγότερος

adjective (smallest in amount)

Of the three brothers, Tony spends the least money on clothes.

ο παραμικρός

adjective (slightest)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I haven't the least idea how to drive a manual car.
Δεν έχω την παραμικρή ιδέα όσον αφορά την οδήγηση αυτοκινήτου με ταχύτητες.

λιγότερο

adverb (to the smallest degree)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She laughed least. This is our least popular ice cream.

ο μικρότερος

noun (lowest in importance) (μεταφορικά)

That is the least of my problems.
Αυτό είναι το μικρότερο (or: τελευταίο) από τα προβλήματά μου.

το ελάχιστο, το λιγότερο

noun (smallest possible quantity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
What is the least that I will pay for this?
Ποιο είναι το ελάχιστο (or: λιγότερο) που θα πληρώσω γι' αυτό;

μικρός

adjective (small in size)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This TV is big, but the one in our bedroom is little.
Αυτή η τηλεόραση είναι μεγάλη, αλλά εκείνη που έχουμε στο δωμάτιό μας είναι μικρή.

ελάχιστος

adjective (not much) (σχεδόν καθόλου)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She drinks little alcohol.
Πίνει ελάχιστο (or: πολύ λίγο) αλκοόλ.

λίγο

adverb (slightly) (ελαφρώς)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I am a little drunk, but in no way incapacitated.
Είμαι λίγο μεθυσμένος, αλλά σε καμία περίπτωση τύφλα.

ελάχιστα

adverb (small amount) (σχεδόν καθόλου)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The child ate little at dinnertime.
Το παιδί έφαγε ελάχιστα (or: πολύ λίγο) για βραδινό.

μικρός, μικρότερος

adjective (sibling: younger)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I have three little brothers and one big sister.
Έχω τρεις μικρούς (or: μικρότερους) αδερφούς και μια μεγάλη αδερφή.

μικρόσωμος

adjective (person: short)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She is too little to date a basketball player, isn't she?
Είναι πολύ μικρόσωμη για να βγει με μπασκετμπολίστα, έτσι δεν είναι;

μικρός

adjective (trivial) (μεταφορικά: ασήμαντος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It is such a little thing. Why do they argue about it so much?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μη δίνεις σημασία σε μικρά, ανούσια πράγματα.

μικρός

adjective (mind: narrow) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
As Emerson said, "A foolish consistency is the hobgoblin of little minds."
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν μπορώ να σας καταλάβω με το μικρό μου μυαλό.

μικρούλης, μικρούτσικος

adjective (endearingly small)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Oh, what a beautiful little puppy!
Αχ, τι όμορφο μικρούλικο (or: μικρούτσικο) σκυλάκι!

ελάχιστα

adverb (almost not at all)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She was very shy, and spoke little.
Ήταν πολύ ντροπαλή και μίλησε ελάχιστα.

όχι ιδιαιτέρως, όχι ιδιαίτερα, όχι πολύ

adverb (formal (not very)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I am little inclined to accept such an offer.
Ελάχιστα με ενδιαφέρει να αποδεχτώ την προσφορά σου.

τουλάχιστον

adverb (no less or fewer than)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mary needs at least £1,000 to pay for her holiday.
Η Μαίρη χρειάζεται τουλάχιστον 1000 λίρες για να πληρώσει τις διακοπές της.

τουλάχιστον

adverb (if nothing else)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He lost his job, but at least he still has a home. His wife left him, but at least she left him the furniture.
Έχασε τη δουλειά του, αλλά τουλάχιστον έχει το σπίτι του. Η γυναίκα του τον εγκατέλειψε, αλλά του άφησε τουλάχιστον τα έπιπλα.

τουλάχιστον

adverb (at the minimum)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Please at least wash the dishes!
Σε παρακαλώ πλένε τουλάχιστον τα πιάτα!

τουλάχιστον

expression (amount: not less than)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τουλάχιστον

expression (emphatic: and no less)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I would offer to pay half the cost, at the very least.
Θα πρότεινα να αναλάβω το μισό κόστος, το λιγότερο.

τουλάχιστον

expression (emphatic: as the minimum)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
At the very least you need to call her and say thank you.

τέλος

adverb (lastly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Last but not least, don't forget to ring me when you get there. Last but not least, I'd like to thank my husband for his support.

αρχή της ελάχιστης δράσης

noun (physics: principle of stationary action)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ελάχιστος κοινός παρονομαστής

noun (lowest shared multiple) (μαθηματικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The least common denominator of the two fractions 1/6 and 1/4 is 12.

χαμηλότερος κοινός παρονομαστής

noun (mathematics: lowest common denominator)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πόσω μάλλον

adverb (applying especially to [sb/sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nobody should behave so stupidly, least of all someone with such a responsible job.

μέθοδος ελαχίστων τετραγώνων

plural noun (method of quantity estimation) (μαθηματικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Αμερικανικό νανογλάρονο

noun (sea bird) (είδος θαλάσσιου πουλιού)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καθόλου

adverb (not at all)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sure, you can borrow five dollars, I don't mind in the least.

κυρίως, ειδικά, ιδιαιτέρως

adverb (notably)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The building is very impressive, not least because of its magnificent setting.

το λιγότερο, τουλάχιστον

adverb (at the minimum)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
He was a bit taken aback, to say the least. Her comment was highly inappropriate, to say the least.
Ήταν τουλάχιστον λίγο ξαφνιασμένος.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του least στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του least

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.