Τι σημαίνει το liked στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης liked στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του liked στο Αγγλικά.

Η λέξη liked στο Αγγλικά σημαίνει που τον συμπαθούν πολύ, με Like, που έχει Like, μου αρέσει, μ' αρέσει, μου αρέσει, μ' αρέσει, μου αρέσει, μ' αρέσει, μου αρέσει, μ' αρέσει, θέλω, προτιμώ, μου αρέσει, μ' αρέσει, όπως, περίπου, ίδιος, ολόιδιος, κάτι παρόμοιο, όμοιος, παρόμοιος, αντίστοιχος, ανάλογος, ας πούμε, κατά κάποιον τρόπο, να το πω κι έτσι, παραλίγο να κάνω κτ, αντίστοιχος, όμοιος, όμοιος, αντίστοιχος, άτομα του ίδιου είδους με κπ, άτομα της ίδιας πάστας με κπ, όπως, σαν, όπως, σα να λέω, κάνω Like, αρεστός, διάσημος, γνωστός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης liked

που τον συμπαθούν πολύ

adjective (found personable)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Arthur is a much liked member of the club.

με Like, που έχει Like

adjective (social media: favorited) (μέσα κοινωνικής δικτύωσης)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Zoe's comment was the most liked post on the forum.

μου αρέσει, μ' αρέσει

transitive verb (find personable)

I like him. He seems like a good guy.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τον συμπαθώ. Είναι καλό παιδί.

μου αρέσει, μ' αρέσει

transitive verb (be romantically attracted to)

He really likes her a lot.
Τη γουστάρει στ' αλήθεια.

μου αρέσει, μ' αρέσει

transitive verb (consider good)

I like that idea. Let's suggest it to the boss.
Μ' αρέσει αυτή η ιδέα. Ας την προτείνουμε στο αφεντικό.

μου αρέσει, μ' αρέσει

transitive verb (be fond of)

Do you like pizza?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Του αδερφού μου, δεν του αρέσει η πίτσα.

θέλω, προτιμώ

transitive verb (desire, prefer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You can do what you like till I get home, then we are cleaning the house.
Μπορείς να κάνεις ό,τι σου αρέσει μέχρι να γυρίσω σπίτι. Μετά θα καθαρίσουμε.

μου αρέσει, μ' αρέσει

verbal expression (activity: enjoy) (να κάνω κάτι)

Liz likes cooking Thai food.
Στη Λιζ αρέσει να μαγειρεύει ταϊλανδέζικο φαγητό.

όπως

preposition (informal (in the same way as)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She talks like her brother does.
Μιλάει σαν τον αδερφό της.

περίπου

adverb (US, slang (approximately, more or less)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He's like six feet tall.
Είναι ψηλός, γύρω στο ένα κι ογδόντα.

ίδιος, ολόιδιος

adjective (formal (the same, identical)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We always agree: We are of like mind.
Συμφωνούμε πάντα: Έχουμε πανομοιότυπο τρόπο σκέψης.

κάτι παρόμοιο

noun (something similar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
What a strange car. I've never seen the like.

όμοιος

adjective (formal (similar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Like poles repel; opposite poles attract.
Οι όμοιοι πόλοι απωθούνται και οι αντίθετοι έλκονται.

παρόμοιος, αντίστοιχος, ανάλογος

adjective (formal (analogous, comparable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Writing poems, odes, and like forms requires linguistic skills and imagination.
Για να γράψει κανείς ποιήματα, ωδές και άλλα παρόμοια (or: αντίστοιχα) έργα, απαιτούνται γλωσσολογικές ικανότητες και φαντασία.

ας πούμε, κατά κάποιον τρόπο, να το πω κι έτσι

adverb (UK, regional, slang (as it were) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
But I really wanted that job, like.
Ήθελα πολύ αυτή τη δουλειά, να πούμε.

παραλίγο να κάνω κτ

expression (US, regional (almost)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The poor kid like to froze.

αντίστοιχος, όμοιος

noun (counterpart)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
I don't think they have his like in any other firm.
Δεν νομίζω ότι υπάρχει αντίστοιχός (or: όμοιος) του σε άλλη εταιρεία.

όμοιος, αντίστοιχος

noun (equal)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
He is the kindest man I know. I have never met his like.
Είναι ο πιο ευγενικός άνθρωπος που γνωρίζω. Δεν έχω συναντήσει ποτέ όμοιό του.

άτομα του ίδιου είδους με κπ, άτομα της ίδιας πάστας με κπ

plural noun (informal (people similar to [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My mother wouldn't let me go round with the likes of him. You'll end up in trouble if you go out with the likes of her.

όπως

preposition (in the way that)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It was hot again today, like summer should be.
Έκανε ξανά ζέστη σήμερα, όπως πρέπει να είναι το καλοκαίρι.

σαν

preposition (intensifier)

He ran like hell.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έτρεχε σαν τρελός.

όπως

preposition (informal (such as)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
So you want a new challenge? Like what?
Ψάχνεις για μια νέα πρόκληση; Σαν τι;

σα να λέω

verbal expression (slang (say: expressing attitude) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He was like, "I don't want to do that".
Ήταν σα να έλεγε, «Δε θέλω να το κάνω αυτό».

κάνω Like

transitive verb (social media: favorite)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I wished Danny a happy birthday and he "liked" my post.

αρεστός

adjective (person: popular)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
If you tell lies, you will not be liked by others.

διάσημος, γνωστός

adjective (popular)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Anchovies are not well liked by most people. Trisia is well-liked by all her classmates.
Οι αντσούγιες δεν είναι γνωστές σε πολλούς ανθρώπους. Η Τρίσια είναι διάσημη με όλους τους συμμαθητές της,

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του liked στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του liked

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.