Τι σημαίνει το like στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης like στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του like στο Αγγλικά.
Η λέξη like στο Αγγλικά σημαίνει μου αρέσει, μ' αρέσει, μου αρέσει, μ' αρέσει, μου αρέσει, μ' αρέσει, μου αρέσει, μ' αρέσει, θέλω, προτιμώ, μου αρέσει, μ' αρέσει, όπως, περίπου, ίδιος, ολόιδιος, κάτι παρόμοιο, όμοιος, παρόμοιος, αντίστοιχος, ανάλογος, ας πούμε, κατά κάποιον τρόπο, να το πω κι έτσι, παραλίγο να κάνω κτ, αντίστοιχος, όμοιος, όμοιος, αντίστοιχος, άτομα του ίδιου είδους με κπ, άτομα της ίδιας πάστας με κπ, όπως, σαν, όπως, σα να λέω, κάνω Like, προτιμήσεις, μοιάζω με κπ/κτ, φαίνεται ότι/πως, φαίνεται ότι/πως, συμπεριφέρομαι λες και, συμπεριφέρομαι σαν να, κάνω, και άλλα συναφή είδη, και άλλα παρόμοια είδη, καθόλου, πιθηκόμορφος, πιθηκοειδής, όσο συχνά θέλεις, όσο συχνά σου αρέσει, αποφεύγω κπ/κτ όπως ο διάολος το λιβάνι, αποφεύγω κτ όπως ο διάολος το λιβάνι, είναι τυπική συμπεριφορά κπ, μοιάζω, είμαι παρόμοιος, σα να μιλάω σε τοίχο, που μοιάζει με πουλί, κάνε ό,τι θέλεις, σκυλίσιος, ντυμένος κτ, πίνω σαν νεροφίδα, τρώω σαν πουλάκι, τρώω σαν γουρούνι, έχω διάθεση για κτ, έχω όρεξη για κτ, έχω όρεξη να κάνω κτ, έχω διάθεση να κάνω κτ, αισθάνομαι, νιώθω, θυμίζω, φαίνεται ότι, αισθάνομαι ωραία, τσακώνομαι σαν τον σκύλο με τη γάτα, ταιριάζω γάντι, παρόμοιος με γρίπη, κτ αρχίζει να μου αρέσει σταδιακά, μου αρέσει, μου αρέσεις, θα ήθελα κτ, θα ήθελα, στο πι και φι, παρομοίως, ακριβώς σαν κτ, κλασικός, έτσι απλά, του σκοτωμού, σαν τρελός, σαν αστραπή, σαν ταύρος σε υαλοπωλείο, έξω από τα νερά μου, σαν να έχουν πιάσει φωτιά τα μπατζάκια μου, γίνομαι αμέσως κολλητός με κπ, σαν άντρας, σαν άντρας, είμαι κόκκινο πανί, σαν κλέφτης, στα κλεφτά, στα μουλωχτά, σαν όλους τους άλλους, μου αρέσει πιο πολύ, προτιμώ, προτιμώ, μονίμως, πάρα πολύ, τρελά, έντονα, μάλλον, πιθανόν, κατά μάνα κατά κύρη, κατά γιο και θυγατέρα, όμοιος, ομοειδής, ομώνυμα κλάσματα, σαν αστραπή, σαν βολίδα, πολύ, Όχι βέβαια!, χαοτικός, είτε σ' αρέσει είτε όχι, σαν βολίδα, σαν αστραπή, σαν τρελός, σαν παλαβός, σαν καινούργιο, σαν καινούριος, που δε μοιάζει με τίποτε άλλο, που δε μοιάζει με κανέναν, όσο τίποτε άλλο, ασύγκριτος, μοναδικός, ίδιος και απαράλλαχτος, εξαιρετικά δύσκολο, έτσι, δώρο άδωρον, έτσι, σαν τον άνεμο, σα να είναι η τελευταία φορά, έτσι, με αυτόν τον τρόπο, like-for-like πωλήσεις, που έχει την ίδια νοοτροπία με κάποιον άλλο, περισσότερο, εξίσου, τόσο όσο, παρόμοιος, δεν έχω όρεξη να κάνω κτ, δεν μοιάζω με, δεν φαίνεται, εντελώς διαφορετικός, που έχουν την ίδια άποψη, που σκέφτονται το ίδιο, κοιμάμαι σαν κούτσουρο, κοιμούνται με τα σώματά τους κολλημένα, μυρίζω σαν, καπνίζω σαν φουγάρο, κάτι σαν, κάτι τέτοιο, ακούγομαι σαν κτ, φαίνεται, καλό μου ακούγεται, καλό ακούγεται, διασκεδαστικό μου ακούγεται, διασκεδαστικό ακούγεται, διαδίδομαι πολύ γρήγορα, διαδίδομαι αστραπιαία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης like
μου αρέσει, μ' αρέσειtransitive verb (find personable) I like him. He seems like a good guy. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τον συμπαθώ. Είναι καλό παιδί. |
μου αρέσει, μ' αρέσειtransitive verb (be romantically attracted to) He really likes her a lot. Τη γουστάρει στ' αλήθεια. |
μου αρέσει, μ' αρέσειtransitive verb (consider good) I like that idea. Let's suggest it to the boss. Μ' αρέσει αυτή η ιδέα. Ας την προτείνουμε στο αφεντικό. |
μου αρέσει, μ' αρέσειtransitive verb (be fond of) Do you like pizza? ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Του αδερφού μου, δεν του αρέσει η πίτσα. |
θέλω, προτιμώtransitive verb (desire, prefer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You can do what you like till I get home, then we are cleaning the house. Μπορείς να κάνεις ό,τι σου αρέσει μέχρι να γυρίσω σπίτι. Μετά θα καθαρίσουμε. |
μου αρέσει, μ' αρέσειverbal expression (activity: enjoy) (να κάνω κάτι) Liz likes cooking Thai food. Στη Λιζ αρέσει να μαγειρεύει ταϊλανδέζικο φαγητό. |
όπωςpreposition (informal (in the same way as) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) She talks like her brother does. Μιλάει σαν τον αδερφό της. |
περίπουadverb (US, slang (approximately, more or less) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He's like six feet tall. Είναι ψηλός, γύρω στο ένα κι ογδόντα. |
ίδιος, ολόιδιοςadjective (formal (the same, identical) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) We always agree: We are of like mind. Συμφωνούμε πάντα: Έχουμε πανομοιότυπο τρόπο σκέψης. |
κάτι παρόμοιοnoun (something similar) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) What a strange car. I've never seen the like. |
όμοιοςadjective (formal (similar) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Like poles repel; opposite poles attract. Οι όμοιοι πόλοι απωθούνται και οι αντίθετοι έλκονται. |
παρόμοιος, αντίστοιχος, ανάλογοςadjective (formal (analogous, comparable) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Writing poems, odes, and like forms requires linguistic skills and imagination. Για να γράψει κανείς ποιήματα, ωδές και άλλα παρόμοια (or: αντίστοιχα) έργα, απαιτούνται γλωσσολογικές ικανότητες και φαντασία. |
ας πούμε, κατά κάποιον τρόπο, να το πω κι έτσιadverb (UK, regional, slang (as it were) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) But I really wanted that job, like. Ήθελα πολύ αυτή τη δουλειά, να πούμε. |
παραλίγο να κάνω κτexpression (US, regional (almost) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The poor kid like to froze. |
αντίστοιχος, όμοιοςnoun (counterpart) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) I don't think they have his like in any other firm. Δεν νομίζω ότι υπάρχει αντίστοιχός (or: όμοιος) του σε άλλη εταιρεία. |
όμοιος, αντίστοιχοςnoun (equal) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) He is the kindest man I know. I have never met his like. Είναι ο πιο ευγενικός άνθρωπος που γνωρίζω. Δεν έχω συναντήσει ποτέ όμοιό του. |
άτομα του ίδιου είδους με κπ, άτομα της ίδιας πάστας με κπplural noun (informal (people similar to [sb]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) My mother wouldn't let me go round with the likes of him. You'll end up in trouble if you go out with the likes of her. |
όπωςpreposition (in the way that) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) It was hot again today, like summer should be. Έκανε ξανά ζέστη σήμερα, όπως πρέπει να είναι το καλοκαίρι. |
σανpreposition (intensifier) He ran like hell. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έτρεχε σαν τρελός. |
όπωςpreposition (informal (such as) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) So you want a new challenge? Like what? Ψάχνεις για μια νέα πρόκληση; Σαν τι; |
σα να λέωverbal expression (slang (say: expressing attitude) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He was like, "I don't want to do that". Ήταν σα να έλεγε, «Δε θέλω να το κάνω αυτό». |
κάνω Liketransitive verb (social media: favorite) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I wished Danny a happy birthday and he "liked" my post. |
προτιμήσειςplural noun (informal (preferences) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
μοιάζω με κπ/κτphrasal verb, transitive, inseparable (resemble) This table looks like the one we have at home. Lucy looks like her aunt. Η Λούσυ μοιάζει στη θεία της. |
φαίνεται ότι/πωςphrasal verb, transitive, inseparable (informal (appear that) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) It looks like we'll have to cancel our holiday. Φαίνεται ότι θα πρέπει να ακυρώσουμε τις διακοπές μας. |
φαίνεται ότι/πωςphrasal verb, transitive, inseparable (informal (indicate) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) It's beginning to look like rain. Αρχίζει να δείχνει ότι θα βρέξει. |
συμπεριφέρομαι λες και, συμπεριφέρομαι σαν να(informal (behave as if) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She acts like she thinks she is the queen. |
κάνω(imitate) (μεταφορικά: μιμούμαι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Richard made everyone laugh by acting like a monkey. |
και άλλα συναφή είδη, και άλλα παρόμοια είδηexpression (and similar) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) There are a lot of waterfowl out on the lake—mergansers, geese, coots, and the like. Στη λίμνη, υπάρχουν πολλά υδρόβια πουλιά, όπως πρίστες, χήνες, νερόκοτες και άλλα παρόμοια είδη. |
καθόλουexpression (at all like) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) She doesn't look anything like her mother. Δε μοιάζει καθόλου με τη μητέρα της. |
πιθηκόμορφος, πιθηκοειδήςadjective (simian) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Bigfoot is reported to be an apelike creature. |
όσο συχνά θέλεις, όσο συχνά σου αρέσειadverb (informal (whenever you wish) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Come and visit me as often as you like. |
αποφεύγω κπ/κτ όπως ο διάολος το λιβάνιverbal expression (informal (stay away from) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Jenny is the most annoying person in the office; I avoid her like the plague. |
αποφεύγω κτ όπως ο διάολος το λιβάνιverbal expression (informal (not do) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Many teenagers avoid cleaning their room like the plague. |
είναι τυπική συμπεριφορά κπverbal expression (informal (be typical, expected of [sb]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It's just like Alice to lock herself out of her own hotel room. |
μοιάζω, είμαι παρόμοιος(resemble) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Michael is just like his father: he loves to play tennis. |
σα να μιλάω σε τοίχοverbal expression (figurative, informal (not be listened to) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Talking to Esther is like talking to a brick wall; neither one will listen! |
που μοιάζει με πουλίadjective (resembling a bird) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνε ό,τι θέλειςverbal expression (do whatever you wish to do) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Since you've finished your work, do what you like for the rest of the day. |
σκυλίσιοςadjective (resembling a dog) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ντυμένος κτexpression (in costume, disguised as) (καθομιλουμένη, μτφ) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Mandy was dressed up like a witch for Halloween. Η Μάντι ντύθηκε μάγισσα για το Χάλογουιν. |
πίνω σαν νεροφίδαverbal expression (figurative (be an alcoholic) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He may not be an alcoholic but he certainly drinks like a fish. Μπορεί να μην είναι αλκοολικός όμως πίνει σαν νεροφίδα. |
τρώω σαν πουλάκιverbal expression (figurative (consume little or in small amounts) (μεταφορικά) No wonder she's so skinny, she eats like a bird! |
τρώω σαν γουρούνιverbal expression (eat large quantities) (μεταφορικά) |
έχω διάθεση για κτ, έχω όρεξη για κτverbal expression (want to have) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I feel like a cup of tea. Έχω διάθεση για ένα φλιτζάνι τσάι. |
έχω όρεξη να κάνω κτ, έχω διάθεση να κάνω κτverbal expression (want to do) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) I feel like going out for dinner tonight. Θέλω να βγω έξω για δείπνο απόψε. |
αισθάνομαι, νιώθωverbal expression (informal (have sensation) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I feel like there are little ants running around on my skin. Έχω την αίσθηση ότι υπάρχουν μικρά μυρμήγκια που τρέχουν πέρα δώθε στο δέρμα μου. |
θυμίζωverbal expression (give sensation) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It's really starting to feel like spring! Άρχισε πραγματικά να θυμίζει άνοιξη! |
φαίνεται ότιverbal expression (seem likely) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It feels like it's going to rain. Δείχνει να το πάει για βροχή. |
αισθάνομαι ωραίαverbal expression (US, figurative, slang (feel good) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τσακώνομαι σαν τον σκύλο με τη γάταverbal expression (figurative (disagree ferociously) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Those three boys are always fighting like cats and dogs. |
ταιριάζω γάντιverbal expression (fit perfectly) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I had to buy a replacement bumper for my car from a junk yard, but it fits like a glove. |
παρόμοιος με γρίπηadjective (resembling influenza) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) She had flu-like symptoms: a cough and a fever. |
κτ αρχίζει να μου αρέσει σταδιακάverbal expression (appreciate after time) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mangoes didn't appeal to me at first, but I've grown to like them. |
μου αρέσειinterjection (I find it appealing) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) What a lovely dress! I like it. |
μου αρέσειςinterjection (I find you appealing) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) I like you a lot, but I don't love you. I like you. You seem like such a nice person. Μου αρέσεις αρκετά αλλά δεν σ' αγαπάω. Μου αρέσεις. Φαίνεσαι πολύ καλός άνθρωπος. |
θα ήθελα κτexpression (polite (with object: I want) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I would like the coq au vin, please. Θα ήθελα τον κρασάτο κόκκορα, παρακαλώ. |
θα ήθελαexpression (polite (I want) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I would like you to be more involved in the community website. Θα ήθελα να συμμετέχεις περισσότερο στην ιστοσελίδα της κοινότητας. |
στο πι και φιadverb (very quickly, in an instant) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Wait right there – I'll be back in a flash! |
παρομοίωςadverb (in a similar way) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I thought her ideas were stupid. In like manner, she thought mine were idiotic. |
ακριβώς σαν κτpreposition (informal (very similar to) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Amy has got a pair of shoes just like yours. Η Έιμυ έχει πάρει ένα ζευγάρι παπούτσια ολόιδια με τα δικά σου. |
κλασικόςpreposition (informal (typical of: [sb]) (ειρωνικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Just like Henry to be late on his own wedding day! Κλασικός Χένρυ! Άργησε ακόμα και στον γάμο του! |
έτσι απλάadverb (informal (suddenly) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) One minute Lucy was here, then she disappeared – just like that! |
του σκοτωμού, σαν τρελόςadverb (very fast) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The cat ran into the house like a bat out of hell. |
σαν αστραπήadverb (moving: fast) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) The winning horse shot out of the starting gate like a bolt of lightning. |
σαν ταύρος σε υαλοπωλείοadverb (colloquial (recklessly, clumsily) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έξω από τα νερά μουadverb (out of place, out of one's element) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I always feel like a fish out of water at formal gatherings. |
σαν να έχουν πιάσει φωτιά τα μπατζάκια μουexpression (with energy or enthusiasm) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γίνομαι αμέσως κολλητός με κπexpression (get along: very well) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σαν άντραςadverb (in a masculine way) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) She walks like a man. |
σαν άντραςadverb (informal, figurative (with stoicism) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Ben gritted his teeth and prepared to take his punishment like a man. |
είμαι κόκκινο πανίverbal expression (colloquial (that provokes anger) (μεταφορικά) |
σαν κλέφτης, στα κλεφτά, στα μουλωχτάadverb (silently, stealthily) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The fog crept down the valley like a thief in the night. The cat crept through the garden like a thief in the night. |
σαν όλους τους άλλουςexpression (ordinary, unremarkable) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It was a day like any other when the car crashed into their living room. Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες, μέχρι που το αυτοκίνητο εισέβαλε στο σαλόνι τους. |
μου αρέσει πιο πολύ, προτιμώ(prefer overall) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Reading detective novels is what I like best. |
προτιμώ(prefer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I cannot think of anything I like better, on a hot day, than a swim in the pool. |
μονίμωςexpression (regularly, predictably) (λόγιο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The cat shows up like clockwork every time we eat fish. Like clockwork, my phone always rings as soon as I fall asleep. Κάθε φορά που τρώμε ψάρι, εμφανίζεται η γάτα, σαν προγραμματισμένο ρομποτάκι. Το τηλέφωνό μου χτυπά μονίμως, μόλις με πάρει ο ύπνος. |
πάρα πολύ, τρελά, έντοναexpression (informal (intensively) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I've been working like crazy all day - I need a beer! |
μάλλον, πιθανόνadverb (informal (probably) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) My little sister will want to come with us, like enough. |
κατά μάνα κατά κύρη, κατά γιο και θυγατέραexpression (he behaves like his father) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όμοιος, ομοειδήςadjective (equivalent) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ομώνυμα κλάσματαplural noun (quotients with same denominator) (μαθηματικά) |
σαν αστραπή, σαν βολίδαadverb (figurative (thing: moves fast) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A cheetah can move like greased lightning for short distances. |
πολύexpression (a lot) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I hit my elbow and it hurt like hell! |
Όχι βέβαια!interjection (absolutely not) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χαοτικόςadjective (informal (management task: chaotic) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
είτε σ' αρέσει είτε όχιexpression (slang (whether or not it pleases you) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You're coming shopping with me, like it or lump it. |
σαν βολίδα, σαν αστραπήadverb (figurative (fast) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) The sprinter ran like lightning. |
σαν τρελός, σαν παλαβόςadverb (furiously, intensely) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Susan had to scrub like mad to get the grass stains out of her pants. He was working like mad in order to meet the deadline. |
σαν καινούργιοadverb (in excellent condition) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Mending the shirt made it like new. A coat of paint and this room will look like new. |
σαν καινούριοςadjective (in excellent condition) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) I sent the watch to the makers for repairs, and now it's like new. |
που δε μοιάζει με τίποτε άλλοadverb (incomparably) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Her love for him was like no other. |
που δε μοιάζει με κανένανadjective (incomparable, unique) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) This holiday offers tourists a holiday like no other. |
όσο τίποτε άλλοadverb (in a unique way) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The sound of babies crying irritates me like nothing else. |
ασύγκριτος, μοναδικόςadjective (unique) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The train ride through the Swiss Alps was like nothing else. |
ίδιος και απαράλλαχτοςadjective (figurative (identical to one another) (είμαι) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) The two little girls were as alike as two peas in a pod. |
εξαιρετικά δύσκολοexpression (figurative (very difficult) Trying to call the insurance company is like pulling teeth—I can never seem to talk to the right person! |
έτσιadverb (in this manner) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) You just turn the door handle like so and the door should open. |
δώρο άδωρονexpression (UK, informal (doing [sth] superfluous, not needed) |
έτσιadverb (in that way) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) If you do it like that, you will only hurt yourself. If you translate the sentence like that, it's going to sound funny in the target language. |
σαν τον άνεμοexpression (very fast) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σα να είναι η τελευταία φοράadverb (informal, figurative (in a frenzied way) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
έτσι, με αυτόν τον τρόποadverb (thus, like so) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We can't go on like this. If you do it like this, you'll get a better result. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι. Αν το κάνεις με αυτόν τον τρόπο, θα έχεις καλύτερο αποτέλεσμα. |
like-for-like πωλήσειςplural noun (equivalent commercial success) |
που έχει την ίδια νοοτροπία με κάποιον άλλοadjective (people, organizations) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sometimes it's difficult to meet like-minded people when you move to a new city. |
περισσότεροadverb (informal (in more accurate terms) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) It isn't overhearing by accident, it's more like eavesdropping. |
εξίσου, τόσο όσοpreposition (in the same way as) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
παρόμοιοςpreposition (very similar to) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δεν έχω όρεξη να κάνω κτverbal expression (not want to do) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I don't feel like going out tonight. Δεν έχω όρεξη να βγω έξω απόψε. |
δεν μοιάζω μεverbal expression (bear no resemblance to) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The beautiful girl does not look like the ugly witch. |
δεν φαίνεταιverbal expression (informal (not appear that) (απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.) Well, Robert's over an hour late; it doesn't look like he's going to come after all. |
εντελώς διαφορετικόςexpression (completely unlike) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Chicken tastes nothing like shrimp. |
που έχουν την ίδια άποψη, που σκέφτονται το ίδιοadjective (having similar opinions) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I'm glad to know that we are of like mind on this topic. |
κοιμάμαι σαν κούτσουροverbal expression (figurative (sleep heavily) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You were already sleeping like a log when I came to bed. |
κοιμούνται με τα σώματά τους κολλημέναverbal expression (informal (couple: lie with bodies close) (για ζευγάρι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μυρίζω σανverbal expression (have the same scent as) This soap smells like sweets! Αυτό το σαπούνι μυρίζει σαν γλυκό! |
καπνίζω σαν φουγάροverbal expression (figurative, informal (be a compulsive smoker) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάτι σανexpression (approximately the same as) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάτι τέτοιοnoun (a similar thing) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Clive claimed he was late because his car broke down or something like that. |
ακούγομαι σαν κτ(have same sound as) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) My kids call it music, but their band sounds like noise to me. Τα παιδιά μου το αποκαλούν μουσική, αλλά αυτά που παίζει το συγκρότημά τους εμένα μου ακούγονται σαν φασαρία. |
φαίνεται(informal (would seem that) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) From what you say, it sounds like he's an unpleasant person. |
καλό μου ακούγεται, καλό ακούγεται, διασκεδαστικό μου ακούγεται, διασκεδαστικό ακούγεταιinterjection (informal (accepting a suggestion or invitation) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διαδίδομαι πολύ γρήγορα, διαδίδομαι αστραπιαίαverbal expression (spread very quickly) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του like στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του like
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.