Τι σημαίνει το light στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης light στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του light στο Αγγλικά.

Η λέξη light στο Αγγλικά σημαίνει φως, φως, φωτιστικό, φως, ελαφρύς, ελαφρύς, ελαφρύς, ανοιχτός, απαλός, φωτίζω, ανάβω, ελαφρύς, ελαφρύς, μικρόσωμος, ελαφρύς, ελαφρύς, ελαφρύς, απαλός, ελαφρύς, ελαφρύς, ελαφρύς, ανάλαφρος, ελαφρύς, ανάλαφρος, ελαφρύς, ελαφρύς, απαλός, ελαφριά, ανάλαφρα, λάμπα, φως, φανάρι, φως, φως, φάρος, φως, οπτική, σκοπιά, -, λάμψη, φως, παράθυρο, φωτιά, συκώτι, ανάβω, του δίνω, φωτίζομαι, λάμπω, αστράφτω, φωτίζομαι, φωτίζω, ανάβω τσιγάρο, ανάβω, τεχνητό φως, ακτίνα, μαύρο φως, εκτυφλωτικό φως, φως που αναβοσβήνει, στοπ, έντονο φως, τα φώτα της πόλης, αποκαλύπτω, γνωστοποιώ, μπύρα μπαντ, λάμπα, αρπάζω φωτιά, πιάνω φωτιά, λάμπα οροφής, έρχομαι στο φως,αποκαλύπτομαι, εκτυφλωτικό φως, αμυδρό φως, ηλεκτρικός λαμπτήρας, ηλεκτρικός φωτισμός, ηλεκτρικός λαμπτήρας, φωτόμετρο, το πρώτο φως της ημέρας, φως που αναβοσβήνει, φως ομίχλης, πράσινο φανάρι, πράσινο φως, δίνω το πράσινο φως, ξημερώνει, ελαφραίνω, φωτεινό παράδειγμα, ημίφως, αποκορύφωμα, μη ευνοϊκά, θετικά, δεδομένου, δεδομένου ότι, υπό το φως, με τον καλύτερο τρόπο, λυχνία πυράκτωσης, φάρος, ελαφρύ αεροσκάφος, ελαφρύς σαν πούπουλο, φως στο τούνελ, φως στην άκρη του τούνελ, γαλάζιο, γαλάζιος, διαφανοσκόπιο, αεράκι, ανοιχτό καφέ, ανοιχτός καφέ, λάμπα, δίοδος εκπομπής φωτός, δίοδος φωτοεκπομπής, φωτιστικό, φωτιστικό, απαλό πράσινο, ανεμελιά, στην κατηγορία ελαφριών βαρέων βαρών, της κατηγορίας ελαφριών βαρέων βαρών, ελαφρά βιομηχανία, διαρροή φωτός, ανοιχτόχρωμος σφένδαμος, ελαφρύ γεύμα, ελαφρύ γεύμα, δεν έχω πολύ κτ, πετρελαϊκός αιθέρας, φωτορύπανση, ελαφρύς σιδηρόδρομος, ακτίνες φωτός, σόου με φώτα, κπ που κοιμάται ελαφριά, πηγή φωτός, διακόπτης, διακόπτης, ελαφρύ άγγιγμα, μικρή πινελιά, φωτίζω, έτος φωτός, ανοιχτόχρωμος, ελαφροχέρης, που έχει ελαφρύ βήμα, ξανθός, ελαφρόμυαλος, επιπόλαιος, που έχει ανοιχτόχρωμο δέρμα, ζαλισμένος, εύθυμος, ανάλαφρος, ξέγνοιαστος, ελαφρά τη καρδία, ελαφρών βαρών, ασήμαντος, ερασιτέχνης, λάιτ, υποβαθμίζω, φωτάκι νυχτός, φως νυχτός, μικρή λάμπα που φωτίζει μονοπάτι, λαμπίτσα που φωτίζει μονοπάτι, φλόγα εναύσματος, ακτίνα φωτός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης light

φως

noun (general: not darkness)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
These particular plants grow better in the light than in the dark.
Αυτά τα συγκεκριμένα φυτά μεγαλώνουν καλύτερα στο φως παρά στο σκοτάδι.

φως

noun (illumination)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Could we have some light in the room? It's too dark.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτό το δωμάτιο είναι πολύ σκοτεινό. Χρειάζεται λίγο φως.

φωτιστικό, φως

noun (lamp)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We have three lights in this room.
Έχουμε τρία φωτιστικά σ' αυτό το δωμάτιο.

ελαφρύς

adjective (not heavy in weight)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Give me the heavy bag, and you can carry the light one.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στο παραπάνω σχήμα οι τάσεις είναι ίσες, επειδή το νήμα είναι αβαρές.

ελαφρύς

adjective (faint) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You could only see a light outline of the mountains.
Μπορούσες να δεις μόνο ένα ελαφρύ (or: αχνό) περίγραμμα των βουνών.

ελαφρύς

adjective (easy, gentle) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Take a little light exercise - nothing too strenuous.
Κάνε λίγη ελαφριά γυμναστική, όχι τίποτα δύσκολο.

ανοιχτός, απαλός

adjective (color: pale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Have you seen my light blue shirt?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αγόρασε ένα καινούριο φόρεμα σε ανοιχτό (or: απαλό) γκρι χρώμα.

φωτίζω

transitive verb (illuminate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He finally found the lamp to light the room.
Βρήκε επιτέλους τη λάμπα για να φωτίσει (or: δώσει φως) στο δωμάτιο.

ανάβω

transitive verb (ignite)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I will light the petrol to set off the fire.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Άναψα ένα σπίρτο για να το δω να καίγεται.

ελαφρύς

adjective (food: easy to digest)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
While her husband ordered a steak, she ordered something lighter.
Ενώ ο άντρας της παρήγγειλε μπριζόλα, αυτή προτίμησε κάτι πιο ελαφρύ.

ελαφρύς

adjective (drink: low alcohol)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Some people prefer light beer to very alcoholic beverages.
Μερικοί άνθρωποι προτιμούν την ελαφριά μπίρα σε σχέση με τα πιο βαριά αλκοολούχα ποτά.

μικρόσωμος

adjective ([sb]: not heavily built)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She is very strong for someone so light!
Είναι πολύ δυνατή, αν και τόσο μικρόσωμη!

ελαφρύς

adjective (clothing: for warm weather)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You can wear a light jacket. It isn't too cold outside.
Μπορείς να φορέσεις ένα ελαφρύ μπουφάν. Δεν κάνει πολύ κρύο έξω.

ελαφρύς

adjective (figurative (low volume) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There was only light trading in the commodities markets due to the holiday.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχει ελαφριά κίνηση σήμερα στο κέντρο και μάλλον δεν θα δυσκολευτείς να βρεις θέση για το αυτοκίνητό σου.

ελαφρύς, απαλός

adjective (low pressure)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The masseur had a very light touch.
Ο μασέρ έχει πολύ ελαφρύ (or: απαλό) άγγιγμα.

ελαφρύς

adjective (figurative (not profound) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We just engaged in light conversation, nothing serious.
Κάναμε ελαφριά κουβεντούλα, τίποτα πολύ σοβαρό.

ελαφρύς

adjective (figurative (trivial) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι αρκετά ελαφρύς, δεν μπορείς να συζητήσεις σοβαρά θέματα μαζί του.

ελαφρύς

adjective (soil: sandy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Carrots are best grown in a light soil, rather than heavy clay.
Τα καρότα ευδοκιμούν καλύτερα σε ελαφρύ χώμα, παρά σε βαρύ αργιλώδες.

ανάλαφρος, ελαφρύς

adjective (delicate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The dancer executed some light and dainty steps.
Ο χορευτής έκανε μερικά ανάλαφρα (or: ελαφριά), λεπτεπίλεπτα βήματα.

ανάλαφρος

adjective (figurative (carefree) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The girls liked him for his light and carefree attitude towards life.
Άρεσε στα κορίτσια για την ανάλαφρη και ανέμελη στάση του προς τη ζωή.

ελαφρύς

adjective (of low weight capacity)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He has a licence to fly light aircraft.
Έχει δίπλωμα για ελαφρά αεροσκάφη.

ελαφρύς, απαλός

adjective (breeze: gentle)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It will be mainly sunny, with a light breeze.
Θα έχει κυρίως λιακάδα, με ένα ελαφρύ (or: απαλό) αεράκι.

ελαφριά

adverb (without burdens)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She traveled light, carrying only a small case.
Ταξίδευε ελαφριά, μόνο με μια μικρή βαλιτσούλα.

ανάλαφρα

adverb (poetic (lightly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She walked so light that she barely left a footprint.
Περπατούσε τόσο ανάλαφρα που σχεδόν δεν άφηνε πατημασιές στο έδαφος.

λάμπα

noun (light bulb)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The light has burned out in the kitchen. Can you replace it?
Κάηκε η λάμπα της κουζίνας. Μπορείς να την αλλάξεις;

φως

noun (daylight)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You had better go to the shop while there is still light.
Καλύτερα να πας στο μαγαζί όσο είναι ακόμα μέρα.

φανάρι

noun (traffic light)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The traffic stopped when the light turned red.
Τα αυτοκίνητα σταμάτησαν όταν το φανάρι έγινε κόκκινο.

φως

noun (street lamp)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They installed lights on the street to make it safer to walk at night.
Πέρασαν φώτα στο δρόμο, για να είναι ασφαλέστερο το περπάτημα τη νύχτα.

φως

noun (car: headlight)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When it got dark, he turned the car's lights on.
Όταν σκοτείνιασε, άναψε τα φώτα του αυτοκινήτου.

φάρος

noun (lighthouse)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The sailors were most relieved when they saw the Sambro Island Light in the distance.
Οι ναύτες ανακουφίστηκαν μόλις είδαν το φάρο του νησιού στο βάθος.

φως

noun (flame)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He could see her face in the light of the candle.
Κατάφερε να δει το πρόσωπό της στο φως του κεριού.

οπτική, σκοπιά

noun (figurative (viewpoint) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He always saw things in a negative light.
Πάντα έβλεπε τα πράγματα από αρνητική οπτική.

-

noun (luminary) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
She is a leading light in the art world.
Είναι πρωτοπόρος στον χώρο των τεχνών.

λάμψη

noun (gleam)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She saw the light in his eyes and knew he had a good idea.
Είδε τη λάμψη στα μάτια του και κατάλαβε ότι είχε μια καλή ιδέα.

φως

noun (art: effect)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Look at the light on the woman's face in this painting.
Κοίταξε το φως στο πρόσωπο της γυναίκας σ' αυτόν τον πίνακα.

παράθυρο

noun (small window)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Don't open the big window, just the corner light.
Μην ανοίξεις το μεγάλο παράθυρο, μόνο το γωνιακό παραθυράκι.

φωτιά

noun (fire to light a cigarette, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hey, do you have a light?
Συγγνώμη, μήπως έχεις φωτιά;

συκώτι

plural noun (animal lungs as food)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cook the lights for an hour in the stock.

ανάβω

intransitive verb (take fire)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He threw on a match and the bonfire lighted.
Πέταξε ένα σπίρτο και η φωτιά άναψε.

του δίνω

phrasal verb, intransitive (leave, set off) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Άκουσα τα βήματα του διευθυντή. Ας του δίνουμε.

φωτίζομαι, λάμπω, αστράφτω

phrasal verb, intransitive (figurative (brighten with joy) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Her face lit up when she heard that her father was returning.
Το πρόσωπό της φωτίστηκε (or: έλαμψε) όταν άκουσε ότι ο πατέρας της θα επέστρεφε.

φωτίζομαι

phrasal verb, intransitive (become brighter)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Give it a moment and the room will light up.
Περίμενε μια στιγμή και θα φωτιστεί το δωμάτιο.

φωτίζω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (brighten) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I love you - you light up my life.
Σ' αγαπώ γιατί δίνεις φως στη ζωή μου.

ανάβω τσιγάρο

phrasal verb, intransitive (informal (light a cigarette) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When she pulled out a cigarette and lit up, several people left the room.
ΝEW: Άναψε τσιγάρο και ξεκίνησε να μας λέει την ιστορία της.

ανάβω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (cigarette: apply flame)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rob lit up a cigarette.
Ο Ρομπ άναψε ένα τσιγάρο.

τεχνητό φως

noun (illumination other than daylight)

The plants were amazing considering they were all grown in the basement under artificial light.

ακτίνα

noun (light ray)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The room was dark except for a thin beam of light shining through a small hole in the roof.
Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, εκτός από μια λεπτή ακτίνα φωτός η οποία έμπαινε από μια μικρή τρύπα που υπήρχε στη στέγη.

μαύρο φως

noun (ultraviolet lamp) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Did you know that bodily fluids and scorpions are visible under a black light?

εκτυφλωτικό φως

noun (intensely bright light)

When lightning strikes, there is a blinding light and an instantaneous loud crack.
Όταν πέφτει αστραπή, βγαίνει ένα εκτυφλωτικό φως και άμεσα μια δυνατή βροντή.

φως που αναβοσβήνει

noun (indicator: flashes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στοπ

plural noun (vehicle lights: when braking) (φώτα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The cop pulled me over because my brake lights were out.

έντονο φως

noun (light: harsh)

I had to cover my eyes because of the bright light.

τα φώτα της πόλης

plural noun (figurative (excitement of city life) (μεταφορικά)

The bright lights attract people from small towns.

αποκαλύπτω, γνωστοποιώ

transitive verb (reveal, make known)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We should bring his outrageous actions to light.

μπύρα μπαντ

noun (® US (low-alcohol beer)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λάμπα

noun (light)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The bulb in the hallway needs to be replaced.
Η λάμπα στο διάδρομο χρειάζεται αλλαγή.

αρπάζω φωτιά, πιάνω φωτιά

verbal expression (ignite)

Gasoline can catch fire very easily. If you knock that candle onto the rug, it will catch on fire.

λάμπα οροφής

noun (light fixture attached to a ceiling)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έρχομαι στο φως,αποκαλύπτομαι

verbal expression (figurative (be revealed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Every day more information about the scandal comes to light.
Κάθε μέρα όλο και περισσότερες πληροφορίες για το σκάνδαλο έρχονται στο φως.

εκτυφλωτικό φως

noun (very bright light)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Don't miss the dazzling lights of Broadway when you're in New York.

αμυδρό φως

noun (low or soft light)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I'm not calling you ugly but you definitely look best in a dim light.

ηλεκτρικός λαμπτήρας

noun (incandescent lamp)

ηλεκτρικός φωτισμός

noun (light made by lamp)

ηλεκτρικός λαμπτήρας

noun (glass object producing light)

Anna changed the electric light bulb in the living room.

φωτόμετρο

noun (photography: measures light)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

το πρώτο φως της ημέρας

noun (dawn)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φως που αναβοσβήνει

noun (light that goes on and off quickly)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φως ομίχλης

noun (usually plural (vehicle's headlight for foggy conditions)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I use my fog lights so rarely that I can never remember where the switch is.

πράσινο φανάρι

noun (traffic signal: go)

We'll never make it to the green light in time.

πράσινο φως

noun (figurative (authorization to begin) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Today we got a green light from the director to begin the new project. The committee gave my project the green light.

δίνω το πράσινο φως

transitive verb (figurative (authorize) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The Federal Aviation Administration has green-lighted a request to extend the airport runway.

ξημερώνει

(day: arrive, dawn)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
It grows light around 6 am at this time of year.

ελαφραίνω

(figurative (become less of a burden) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φωτεινό παράδειγμα

noun (figurative (person: inspires, leads)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nelson Mandela was a guiding light for South Africa, during a very difficult time in the country's history.

ημίφως

noun (low light, esp. twilight)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αποκορύφωμα

noun (figurative, often plural (most important moment) (η πιο σημαντική στιγμή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The highlight of the trip was the visit to the Eiffel Tower.
Το αποκορύφωμα του ταξιδιού ήταν η επίσκεψη στον Πύργο του Άιφελ.

μη ευνοϊκά

adverb (figurative (unfavourably)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

θετικά

adverb (figurative (favourably)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The article is very critical and does not portray her in a good light.

δεδομένου

preposition (considering, in view of)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
In light of the weather forecast, maybe we'd better postpone the picnic.
Δεδομένου του δελτίου καιρού ίσως θα ήταν καλύτερα να αναβάλουμε το πικ νικ.

δεδομένου ότι

preposition (figurative (in view of, given)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
In the light of recent developments, it would be appropriate to review the arrangements.

υπό το φως

preposition (illuminated by)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)

με τον καλύτερο τρόπο

expression (figurative (giving the most favourable view)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λυχνία πυράκτωσης

noun (type of electric light)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φάρος

noun (figurative (person: inspirational) (μεταφορικά: δίνει παράδειγμα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Jacobi has been a leading light of the theatre through most of his career.

ελαφρύ αεροσκάφος

noun (small aircraft)

ελαφρύς σαν πούπουλο

adjective (weighing very little)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

φως στο τούνελ, φως στην άκρη του τούνελ

noun (figurative (prospect of relief or success) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

γαλάζιο

noun (pale blue color)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Do you have this shirt in light blue?
Έχετε αυτό το πουκάμισο σε ανοιχτό μπλε;

γαλάζιος

adjective (pale blue in colour)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διαφανοσκόπιο

noun (for transparencies)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αεράκι

(meteorology)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ανοιχτό καφέ

noun (pale brown color)

The old leather bag had faded to light brown.
Η παλιά δερμάτινη τσάντα ξεθώριασε και τώρα έχει χρώμα ανοιχτό καφέ.

ανοιχτός καφέ

adjective (pale brown in color)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The police described the attacker as tall, with short, light-brown hair.
Σύμφωνα με τους αστυνομικούς, το άτομο που έκανε την επίθεση είναι ψηλό με κοντά μαλλιά ανοικτού καστανού χρώματος.

λάμπα

noun (electric light)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The light bulb flickered, then went out.

δίοδος εκπομπής φωτός, δίοδος φωτοεκπομπής

noun (LED: electronic light) (επίσημο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The little indicator lights on electronic devices are usually light-emitting diodes.

φωτιστικό

noun (fixture for attaching a lamp)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φωτιστικό

noun (fitting for attaching a lamp)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We replaced the light fixture in the bathroom when we were remodeling.

απαλό πράσινο

noun (pale green colour)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ανεμελιά

noun (carefree mood)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I set off on my journey with a light heart.

στην κατηγορία ελαφριών βαρέων βαρών

noun (boxer of lightest class)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

της κατηγορίας ελαφριών βαρέων βαρών

noun as adjective (boxer: of lightest class)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ελαφρά βιομηχανία

noun (consumer goods manufacturing)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διαρροή φωτός

noun (camera fault creating overexposure) (φωτογραφία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανοιχτόχρωμος σφένδαμος

noun (type of wood)

ελαφρύ γεύμα

noun (dinner: small serving)

ελαφρύ γεύμα

noun (dinner: low calorie)

δεν έχω πολύ κτ

verbal expression (lack, not have much)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πετρελαϊκός αιθέρας

noun (type of crude oil used as fuel)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

φωτορύπανση

noun (excessive artificial light)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You can hardly see any stars from big cities because of the light pollution.

ελαφρύς σιδηρόδρομος

noun (rapid transit railway)

ακτίνες φωτός

plural noun (beams of light)

σόου με φώτα

noun (colorful display of lights)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κπ που κοιμάται ελαφριά

noun ([sb] who does not sleep deeply)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πηγή φωτός

noun ([sth] that produces light)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διακόπτης

noun (lever or knob for controlling a light)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I entered the darkened room and reached for the light switch.

διακόπτης

noun (knob or dial controlling an electric light)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ελαφρύ άγγιγμα

noun (light contact with [sth])

μικρή πινελιά

noun (figurative (small adjustment to [sth]) (μεταφορικά)

φωτίζω

(illuminate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The dim lamp hardly lights up the room.
Αυτή η λάμπα ίσα που φωτίζει το δωμάτιο.

έτος φωτός

noun (astronomy: measure of distance) (αστρονομία)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Barnard's Star is 5.96 light years away from Earth.

ανοιχτόχρωμος

adjective (pale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ελαφροχέρης

adjective (figurative, informal (given to stealing) (επιδέξιος κλέφτης)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έχει ελαφρύ βήμα

adjective (informal (stepping nimbly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξανθός

adjective (having blonde hair)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ελαφρόμυαλος, επιπόλαιος

adjective (frivolous, silly)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έχει ανοιχτόχρωμο δέρμα

adjective (skin color: light)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζαλισμένος

adjective (dizzy, faint)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I'm feeling lightheaded; could we rest for a moment?

εύθυμος, ανάλαφρος, ξέγνοιαστος

adjective (cheerful, light in mood)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
So why are you in such a lighthearted mood today?

ελαφρά τη καρδία

adverb (carefree, relaxed)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ελαφρών βαρών

adjective (sport: of lightest weight division) (άθλημα, κατηγορία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The lightweight match will start at 8 pm.
Ο αγώνας κατηγορίας ελαφρών βαρών θα αρχίσει στις 8 μ.μ.

ασήμαντος

adjective (not serious, trivial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It's just a lightweight romance novel, but I enjoyed reading it.

ερασιτέχνης

noun (informal, figurative (person who gets drunk quickly) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Stumbling after only two beers? You're such a lightweight!
Κουτουλάς με δυο μπύρες μόνο; Είσαι ερασιτέχνης!

λάιτ

adjective (US, informal (light: low in fat, sugar, etc.)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Brian bought the lite lunch option at the restaurant.

υποβαθμίζω

verbal expression (treat as unimportant)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mick made light of the situation, and did not take offence at Jeff's rude remark.

φωτάκι νυχτός

noun (soft room light left on at night)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My daughter is afraid of the dark so she sleeps with a night light in her bedroom.

φως νυχτός

noun (soft light left on at night)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μικρή λάμπα που φωτίζει μονοπάτι, λαμπίτσα που φωτίζει μονοπάτι

noun (small lamp illuminating a pathway)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φλόγα εναύσματος

noun (light indicating gas supply)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The gas central heating wouldn't come on because the pilot light was out.

ακτίνα φωτός

noun (light beam)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Suddenly a ray of light beamed in the darkness, helping us climb to safety.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του light στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του light

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.