Τι σημαίνει το most στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης most στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του most στο Αγγλικά.

Η λέξη most στο Αγγλικά σημαίνει ο περισσότερος, περισσότεροι, περισσότερος, πιο, περισσότερο, ο περισσότερος, πολύ, οι περισσότεροι, περισσότερος, σχεδόν, οι περισσότεροι, πολλοί, πολλοί, οι πολλοί, πολύ, πολύ, πολύς, πολύ, πολύς, ακριβώς, το πολύ, πιο αγαπημένος, ο πιο κάτω, σε γενικές γραμμές, εκμεταλλεύομαι πλήρως κτ, εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ το χρόνο μου, οπωσδήποτε, εννοείται, εννοείται, κύριος,πιο σημαντικός, κυρίως, πιο πιθανός, πιθανότερος, πάνω απ' όλα, συνήθως, πολύ συχνά, κατά πάσα πιθανότητα, πιο πρόσφατος, ηγούμενος, τις περισσότερες φορές, μέλος του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, φίνος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης most

ο περισσότερος

adjective (almost all)

Most flowers are pretty.
Τα περισσότερα (or: Τα πιο πολλά) λουλούδια είναι όμορφα.

περισσότεροι

adjective (in the greatest number)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This plant has the most strawberries.
Αυτό το φυτό έχει τις περισσότερες (or: πιο πολλές) φράουλες.

περισσότερος

adjective (in the greatest measure)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Father makes the most money of all of us.
Ο πατέρας βγάζει τα περισσότερα (or: πιο πολλά) χρήματα από όλους μας.

πιο

adjective (to the greatest degree)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
That is the most difficult game of all.
Αυτό ήταν το πιο (or: πλέον) δύσκολο παιχνίδι από όλα.

περισσότερο

adverb (to the greatest quantity or degree) (από άλλους)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The teacher likes him the most.
Η δασκάλα τον συμπαθεί περισσότερο (or: πιο πολύ) από όλους.

ο περισσότερος

noun (majority or larger part of [sth])

Most of the soup has been eaten.
Η περισσότερη (or: Η πιο πολλή) σούπα έχει φαγωθεί.

πολύ

adverb (to the greatest extent)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He wrote most clearly, and his essay was persuasive.
Έγραψε πολύ (or: ιδιαίτερα) ξεκάθαρα και η έκθεσή του ήταν πειστική.

οι περισσότεροι

pronoun (greatest number)

Most don't read newspapers, but get their information from the internet. He owns more cars than most.
Οι πιο πολλοί δεν διαβάζουν εφημερίδα, αλλά ενημερώνονται από το διαδίκτυο. Έχει περισσότερα αυτοκίνητα από τους περισσότερους.

περισσότερος

adjective (in greatest quantity)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tom's glass has the most milk.
Το ποτήρι του Τομ έχει το περισσότερο (or: πιο πολύ) γάλα.

σχεδόν

adverb (US, informal (almost)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Most all of them are at home in the evening.
Σχεδόν όλοι τους είναι στο σπίτι το βράδυ.

οι περισσότεροι

pronoun (the majority)

Most are in favour of the proposal.
Οι περισσότεροι (or: Οι πιο πολλοί) είναι υπέρ της πρότασης.

πολλοί

adjective (a large number of [sth])

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Donna has many cousins.
Η Ντόνα έχει πολλά ξαδέρφια.

πολλοί

pronoun (many people or things)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Many have tried to climb the mountain and failed.
Πολλοί προσπάθησαν να ανεβούν στο βουνό και απέτυχαν.

οι πολλοί

plural noun (a lot of people)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
This government's policies benefit only the richest, not the many.

πολύ

adverb (greatly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He looks much older now.
Μοιάζει πολύ μεγαλύτερος τώρα.

πολύ

adjective (of great degree)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
They ate much more than usual yesterday.
Έφαγαν πολύ περισσότερο από το συνηθισμένο εχθές.

πολύς

adjective (of great quantity)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We heard much laughter coming from the room.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ακούσαμε πολύ θόρυβο από το διπλανό διαμέρισμα.

πολύ

adjective (in comparisons) (εμφατικός τύπος)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He felt much better after taking an aspirin.
Ένιωσε πολύ καλύτερα αφού πήρε μια ασπιρίνη.

πολύς

noun (great amount)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Much of his reasoning was illogical.
Πολλά από τα επιχειρήματά του ήταν παράλογα.

ακριβώς

noun (often negative (notable thing) (άρνηση: με ουσιαστικό)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It wasn't much of a lunch - just a few snacks.
New: Δεν είμαι και πολύ καλός κηπουρός.

το πολύ

adverb (and no more, not more than)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A newly imported vehicle may be used for three months at most before it becomes liable to tax. It will take 10 minutes at the most.
Όχημα που εισήχθη πρόσφατα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τρεις μήνες το πολύ, πριν γίνει απαραίτητη η φορολόγησή του. Θα πάρει το πολύ 10 λεπτά.

πιο αγαπημένος

adjective (most cherished)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
She is one of the country's best-loved sportswomen.

ο πιο κάτω

adjective ([sth] at the very bottom)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε γενικές γραμμές

adverb (mostly, largely)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I agree with you for the most part, but still have a problem with the timing of the plan.
Συμφωνώ μαζί σου σε γενικές γραμμές, αλλά έχω ακόμη πρόβλημα με τον χρόνο του σχεδίου.

εκμεταλλεύομαι πλήρως κτ

verbal expression (take full advantage of)

We made the most of our vacation by leaving our phones and computers turned off.

εκμεταλλεύομαι

verbal expression (take advantage)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You only get one chance, so make the most of it.

αξιοποιώ το χρόνο μου

verbal expression (be productive)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Isabel made the most of her time in the UK by visiting as many places as she could.

οπωσδήποτε

adverb (certainly, definitely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εννοείται

adverb (definitely)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Do I love my husband? I most certainly do!

εννοείται

adverb (of course)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
"Did you remember to bring the tickets?" "I most certainly did!"

κύριος,πιο σημαντικός

adjective (primary, of greatest significance)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κυρίως

adverb (above all)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πιο πιθανός, πιθανότερος

adjective (most probable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The most likely explanation for your wallet being missing is that it fell out of your pocket.

πάνω απ' όλα

adverb (above all else)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I want to make money and to be famous, but most of all I want to be loved. I love to listen to music; I like jazz most of all!
Μου αρέσει ν' ακούω μουσική, η τζαζ μου αρέσει περισσότερο απ' όλα.

συνήθως

adverb (usually)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I can hardly understand what he's saying most of the time.
Συνήθως καταλαβαίνω με το ζόρι τι λέει.

πολύ συχνά

adverb (usually, chiefly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κατά πάσα πιθανότητα

adverb (informal (in all likelihood)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πιο πρόσφατος

adjective (latest)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ηγούμενος

noun (title of high-ranking church minister)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τις περισσότερες φορές

adverb (usually)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μέλος του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας

noun (initialism (honored member)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φίνος

adjective (US, slang, dated (outstanding) (αργκό, παλαιό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's so dreamy, he's just the most.
Είναι απίθανος, απλά δεν υπάρχει.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του most στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του most

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.