Τι σημαίνει το lighting στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lighting στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lighting στο Αγγλικά.

Η λέξη lighting στο Αγγλικά σημαίνει φωτισμός, φωτισμός, φωτισμός, φωτισμός, φως, φως, φωτιστικό, φως, ελαφρύς, ελαφρύς, ελαφρύς, ανοιχτός, απαλός, φωτίζω, ανάβω, ελαφρύς, ελαφρύς, μικρόσωμος, ελαφρύς, ελαφρύς, ελαφρύς, απαλός, ελαφρύς, ελαφρύς, ελαφρύς, ανάλαφρος, ελαφρύς, ανάλαφρος, ελαφρύς, ελαφρύς, απαλός, ελαφριά, ανάλαφρα, λάμπα, φως, φανάρι, φως, φως, φάρος, φως, οπτική, σκοπιά, -, λάμψη, φως, παράθυρο, φωτιά, συκώτι, ανάβω, φωτισμός περιβάλλοντος, λυχνία πυράκτωσης, χωνευτός φωτισμός, ταινία με φώτα, φωτισμός του θεάτρου, σύστημα φανών πάνω σε διαύλους. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lighting

φωτισμός

noun (light level in a room)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The lighting in her apartment wasn't very good, so Kate had another window installed.
Ο φωτισμός στο διαμέρισμά της δεν ήταν πολύ καλός και έτσι η Κέιτ έφτιαξε ένα ακόμη ένα παράθυρο.

φωτισμός

noun (way a work of art is lit)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The curator spent a long time ensuring that the lighting on each piece was perfect.
Ο επιμελητής αφιέρωσε πολύ χρόνο για να διασφαλίσει πως ο φωτισμός σε κάθε κομμάτι ήταν τέλειος.

φωτισμός

noun (stage lights)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The opera singer complained that he didn't look good on stage because of the poor lighting.
Η τραγουδίστρια της όπερας παραπονέθηκε πως δεν φαινόταν ωραία πάνω στη σκηνή λόγω του κακού φωτισμού.

φωτισμός

noun (lights, illumination)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The photographer needed good lighting to take good pictures.
Ο φωτογράφος χρειαζόταν καλό φωτισμό για να βγάλει καλές φωτογραφίες.

φως

noun (general: not darkness)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
These particular plants grow better in the light than in the dark.
Αυτά τα συγκεκριμένα φυτά μεγαλώνουν καλύτερα στο φως παρά στο σκοτάδι.

φως

noun (illumination)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Could we have some light in the room? It's too dark.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτό το δωμάτιο είναι πολύ σκοτεινό. Χρειάζεται λίγο φως.

φωτιστικό, φως

noun (lamp)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We have three lights in this room.
Έχουμε τρία φωτιστικά σ' αυτό το δωμάτιο.

ελαφρύς

adjective (not heavy in weight)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Give me the heavy bag, and you can carry the light one.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στο παραπάνω σχήμα οι τάσεις είναι ίσες, επειδή το νήμα είναι αβαρές.

ελαφρύς

adjective (faint) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You could only see a light outline of the mountains.
Μπορούσες να δεις μόνο ένα ελαφρύ (or: αχνό) περίγραμμα των βουνών.

ελαφρύς

adjective (easy, gentle) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Take a little light exercise - nothing too strenuous.
Κάνε λίγη ελαφριά γυμναστική, όχι τίποτα δύσκολο.

ανοιχτός, απαλός

adjective (color: pale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Have you seen my light blue shirt?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αγόρασε ένα καινούριο φόρεμα σε ανοιχτό (or: απαλό) γκρι χρώμα.

φωτίζω

transitive verb (illuminate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He finally found the lamp to light the room.
Βρήκε επιτέλους τη λάμπα για να φωτίσει (or: δώσει φως) στο δωμάτιο.

ανάβω

transitive verb (ignite)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I will light the petrol to set off the fire.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Άναψα ένα σπίρτο για να το δω να καίγεται.

ελαφρύς

adjective (food: easy to digest)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
While her husband ordered a steak, she ordered something lighter.
Ενώ ο άντρας της παρήγγειλε μπριζόλα, αυτή προτίμησε κάτι πιο ελαφρύ.

ελαφρύς

adjective (drink: low alcohol)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Some people prefer light beer to very alcoholic beverages.
Μερικοί άνθρωποι προτιμούν την ελαφριά μπίρα σε σχέση με τα πιο βαριά αλκοολούχα ποτά.

μικρόσωμος

adjective ([sb]: not heavily built)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She is very strong for someone so light!
Είναι πολύ δυνατή, αν και τόσο μικρόσωμη!

ελαφρύς

adjective (clothing: for warm weather)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You can wear a light jacket. It isn't too cold outside.
Μπορείς να φορέσεις ένα ελαφρύ μπουφάν. Δεν κάνει πολύ κρύο έξω.

ελαφρύς

adjective (figurative (low volume) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There was only light trading in the commodities markets due to the holiday.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχει ελαφριά κίνηση σήμερα στο κέντρο και μάλλον δεν θα δυσκολευτείς να βρεις θέση για το αυτοκίνητό σου.

ελαφρύς, απαλός

adjective (low pressure)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The masseur had a very light touch.
Ο μασέρ έχει πολύ ελαφρύ (or: απαλό) άγγιγμα.

ελαφρύς

adjective (figurative (not profound) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We just engaged in light conversation, nothing serious.
Κάναμε ελαφριά κουβεντούλα, τίποτα πολύ σοβαρό.

ελαφρύς

adjective (figurative (trivial) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι αρκετά ελαφρύς, δεν μπορείς να συζητήσεις σοβαρά θέματα μαζί του.

ελαφρύς

adjective (soil: sandy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Carrots are best grown in a light soil, rather than heavy clay.
Τα καρότα ευδοκιμούν καλύτερα σε ελαφρύ χώμα, παρά σε βαρύ αργιλώδες.

ανάλαφρος, ελαφρύς

adjective (delicate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The dancer executed some light and dainty steps.
Ο χορευτής έκανε μερικά ανάλαφρα (or: ελαφριά), λεπτεπίλεπτα βήματα.

ανάλαφρος

adjective (figurative (carefree) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The girls liked him for his light and carefree attitude towards life.
Άρεσε στα κορίτσια για την ανάλαφρη και ανέμελη στάση του προς τη ζωή.

ελαφρύς

adjective (of low weight capacity)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He has a licence to fly light aircraft.
Έχει δίπλωμα για ελαφρά αεροσκάφη.

ελαφρύς, απαλός

adjective (breeze: gentle)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It will be mainly sunny, with a light breeze.
Θα έχει κυρίως λιακάδα, με ένα ελαφρύ (or: απαλό) αεράκι.

ελαφριά

adverb (without burdens)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She traveled light, carrying only a small case.
Ταξίδευε ελαφριά, μόνο με μια μικρή βαλιτσούλα.

ανάλαφρα

adverb (poetic (lightly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She walked so light that she barely left a footprint.
Περπατούσε τόσο ανάλαφρα που σχεδόν δεν άφηνε πατημασιές στο έδαφος.

λάμπα

noun (light bulb)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The light has burned out in the kitchen. Can you replace it?
Κάηκε η λάμπα της κουζίνας. Μπορείς να την αλλάξεις;

φως

noun (daylight)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You had better go to the shop while there is still light.
Καλύτερα να πας στο μαγαζί όσο είναι ακόμα μέρα.

φανάρι

noun (traffic light)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The traffic stopped when the light turned red.
Τα αυτοκίνητα σταμάτησαν όταν το φανάρι έγινε κόκκινο.

φως

noun (street lamp)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They installed lights on the street to make it safer to walk at night.
Πέρασαν φώτα στο δρόμο, για να είναι ασφαλέστερο το περπάτημα τη νύχτα.

φως

noun (car: headlight)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When it got dark, he turned the car's lights on.
Όταν σκοτείνιασε, άναψε τα φώτα του αυτοκινήτου.

φάρος

noun (lighthouse)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The sailors were most relieved when they saw the Sambro Island Light in the distance.
Οι ναύτες ανακουφίστηκαν μόλις είδαν το φάρο του νησιού στο βάθος.

φως

noun (flame)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He could see her face in the light of the candle.
Κατάφερε να δει το πρόσωπό της στο φως του κεριού.

οπτική, σκοπιά

noun (figurative (viewpoint) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He always saw things in a negative light.
Πάντα έβλεπε τα πράγματα από αρνητική οπτική.

-

noun (luminary) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
She is a leading light in the art world.
Είναι πρωτοπόρος στον χώρο των τεχνών.

λάμψη

noun (gleam)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She saw the light in his eyes and knew he had a good idea.
Είδε τη λάμψη στα μάτια του και κατάλαβε ότι είχε μια καλή ιδέα.

φως

noun (art: effect)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Look at the light on the woman's face in this painting.
Κοίταξε το φως στο πρόσωπο της γυναίκας σ' αυτόν τον πίνακα.

παράθυρο

noun (small window)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Don't open the big window, just the corner light.
Μην ανοίξεις το μεγάλο παράθυρο, μόνο το γωνιακό παραθυράκι.

φωτιά

noun (fire to light a cigarette, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hey, do you have a light?
Συγγνώμη, μήπως έχεις φωτιά;

συκώτι

plural noun (animal lungs as food)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cook the lights for an hour in the stock.

ανάβω

intransitive verb (take fire)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He threw on a match and the bonfire lighted.
Πέταξε ένα σπίρτο και η φωτιά άναψε.

φωτισμός περιβάλλοντος

noun (main lighting in a room)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

λυχνία πυράκτωσης

noun (type of electric light)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Many modern cameras are able to automatically correct for incandescent lighting.

χωνευτός φωτισμός

noun (lamps inset into ceiling, etc.)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ταινία με φώτα

noun (long fluorescent ceiling lights)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φωτισμός του θεάτρου

noun (illumination of a stage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Theater lighting is meant to produce a very specific mood on stage.

σύστημα φανών πάνω σε διαύλους

noun (light fixture: electrified track)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lighting στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του lighting

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.