Τι σημαίνει το longtemps στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης longtemps στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του longtemps στο Γαλλικά.

Η λέξη longtemps στο Γαλλικά σημαίνει για μεγάλο χρονικό διάστημα, πολύς καιρός, για μεγάλο χρονικό διάστημα, πολύς καιρός, πολύς καιρός, χρόνια, πολύ καιρό, για πολύ καιρό, για καιρό, πολλή ώρα, για πολλή ώρα, για ώρα, για πολλή ώρα, για πολύ, σύντομος, χαμένος, ξεχασμένος, που πέθανε πριν από πολύ καιρό, που πέθανε πριν πολύ καιρό, πριν από πολύ καιρό, πολύ παλιά, εδώ και πολύ καιρό, εδώ και καιρό, εδώ και πολύ καιρό, πολύ καιρό πριν, πολλά χρόνια πριν, εκ των προτέρων, για πολύ καιρό ακόμα, αρκετός καιρός, έχει περάσει πολύς καιρός, χρόνια και ζαμάνια, μακρινό παρελθόν, ο χρόνος μου είναι μετρημένος, περιμένω πολλή ώρα, ζω περισσότερο, επιβιώνω περισσότερο, μένω περισσότερο από κπ, μένω περισσότερο από όσο επιτρέπεται, διαρκώ περισσότερο, πάει καιρός που έφυγε, πάει καιρός που τον χάσαμε, για πάρα πολύ καιρό, για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, περισσότερο, μεγάλης διάρκειας, όσο, περισσότερο, περισσότερο, όσο, είμαι ανθεκτικός, περπατάω, περπατώ, μακρύς, μακρόχρονος, εδώ και πολύ καιρό, εδώ και καιρό, παραβράζω, . Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης longtemps

για μεγάλο χρονικό διάστημα

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Μετά από μια μέρα σκληρής δουλειάς είμαι πάντα έτοιμος να κοιμηθώ για πολύ ώρα.

πολύς καιρός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Cela fait longtemps qu'on ne s'est pas vus.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Λείπει από τη δουλειά για μεγάλο χρονικό διάστημα.

για μεγάλο χρονικό διάστημα

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
J'ai attendu longtemps mais il n'est jamais venu.

πολύς καιρός

adverbe (πχ μέρες, μήνες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ça fait un moment que je n'ai pas vu mon ex-mari.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έκατσα πολλή ώρα στον ήλιο και κάηκα.

πολύς καιρός

adverbe

Ça fait (assez) longtemps que je n'ai pas joué au golf.

χρόνια

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Ça fait longtemps que je ne l'ai pas vu.
Πέρασε ένας αιώνας από τότε που τον είδα για τελευταία φορά.

πολύ καιρό

(antérieurement)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Il y avait des problèmes ici longtemps avant son arrivée.
Υπήρχαν προβλήματα εδώ πολύ καιρό (or: πολύ) πριν φτάσει.

για πολύ καιρό, για καιρό

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Il sera parti longtemps ?
Θα λείπει για πολύ καιρό;

πολλή ώρα, για πολλή ώρα

adverbe (pendant un long moment)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Il a réfléchi longuement (or: longtemps) et profondément au sujet.

για ώρα, για πολλή ώρα, για πολύ

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Elle va être longue ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα λείψει για καιρό; Ναι, είπε οτι θα γυρίσει σε δύο εβδομάδες.

σύντομος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La saison des prunes n'est pas longue.

χαμένος

(objet)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ξεχασμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

που πέθανε πριν από πολύ καιρό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που πέθανε πριν πολύ καιρό

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πριν από πολύ καιρό, πολύ παλιά, εδώ και πολύ καιρό

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Il y a longtemps, mes ancêtres ont investi ces terres.

εδώ και καιρό, εδώ και πολύ καιρό

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Je suis à la retraite depuis longtemps ; ça fait des années que je n'ai pas travaillé.

πολύ καιρό πριν

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Julie a commencé à apprendre la guitare (il y a longtemps) dans les années soixante.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Τσακ κι εγώ πολύ καιρό πριν πηγαίναμε μαζί γυμνάσιο. Η Τζούλι άρχισε να παίζει κιθάρα πολύ καιρό πριν στην δεκαετία των '60.

πολλά χρόνια πριν

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
J'ai habité à Nottingham, il y a longtemps.
Πολλά χρόνια πριν έμενα στο Νότινγκχαμ, θα ήταν μάλλον πριν γεννηθείς.

εκ των προτέρων

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le vin de noix doit être préparé longtemps à l'avance pour avoir du goût.

για πολύ καιρό ακόμα

adverbe

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αρκετός καιρός

adverbe

Ça fait assez longtemps que je ne l'ai pas vu.

έχει περάσει πολύς καιρός

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cela fait longtemps que je ne l'ai pas vu.

χρόνια και ζαμάνια

(familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hey, Andrew ! Ça fait un bail !

μακρινό παρελθόν

locution adverbiale

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il y a très longtemps, cette ferme en ruines était habitée par une famille de paysans.

ο χρόνος μου είναι μετρημένος

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si tu continues de fumer comme ça, bientôt, il ne te restera plus longtemps à vivre (or: il te restera peu de temps à vivre).

περιμένω πολλή ώρα

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζω περισσότερο

(σύγκριση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η γιαγιά μου είναι τόσο γεμάτη ενέργεια που σίγουρα θα μας θάψει!

επιβιώνω περισσότερο

(personne)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μένω περισσότερο από κπ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μένω περισσότερο από όσο επιτρέπεται

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαρκώ περισσότερο

locution verbale (αντοχή στο χρόνο)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πάει καιρός που έφυγε, πάει καιρός που τον χάσαμε

(ευφημισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

για πάρα πολύ καιρό, για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περισσότερο

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je ne peux pas le faire plus longtemps que lui.

μεγάλης διάρκειας

locution adverbiale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

όσο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Aussi longtemps que tu vivras sous mon toit, tu obéiras à mes règles, jeune fille !
Όσο ζεις στο δικό μου σπίτι, θα υπακούς στους κανόνες μου, νεαρή μου!

περισσότερο

locution adverbiale (durée)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je suis désolée que tu ne puisses pas rester plus longtemps.
Λυπάμαι που δε μπορούμε να μείνουμε περισσότερο.

περισσότερο

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cette crème glacée a duré le plus longtemps. Cette voiture a roulé le plus longtemps.

όσο

Tant qu'il y a de la nourriture, le peuple acceptera n'importe quelle autorité.
Εφόσον υπάρχει αρκετό φαγητό και νερό, ο κόσμος θα δεχτεί κάθε αρχή ή στρατό.

είμαι ανθεκτικός

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
J'achète des vêtements simples, qui sont résistants (or: qui durent longtemps) et ne se démodent pas.

περπατάω, περπατώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Irene a marché d'ici jusqu'à la maison de son frère.
Η Ιρένε περπάτησε όλη τη διαδρομή από εδώ μέχρι το σπίτι του αδερφού της.

μακρύς, μακρόχρονος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εδώ και πολύ καιρό, εδώ και καιρό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παραβράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mme Jones avait encore une fois laissé infuser le thé trop longtemps, mais Rachel l'a bu poliment même s'il avait un goût horrible.

adverbe (pendant un long moment)

Les randonneurs ont marché longtemps. // J'ai longtemps cru que cet acteur était italien.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του longtemps στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του longtemps

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.