Τι σημαίνει το livre στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης livre στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του livre στο Γαλλικά.

Η λέξη livre στο Γαλλικά σημαίνει λίβρα, λίρα, βιβλίο, λίβρα, λίρα, βιβλίο, βιβλίο, εγχειρίδιο, ηλεκτρονικό βιβλίο, δολάριο, βιβλίο, αγαπημένος, παίρνω μέρος, παραδίδω, παραδίνω, εκμυστηρεύομαι κτ σε κπ, εξομολογούμαι κτ σε κπ, λίρα Αγγλίας, κάλυμμα βιβλίου, αναλόγιο, βιβλίο σε όγδοο σχήμα, τσακίζω, που αφήνεται στη μοίρα του/της, μόνος μου, από μόνος μου, λογιστικό βιβλίο, στερλίνα, χαρτόδετο βιβλίο, λίρα, σκληρόδετος, ηχογραφημένο βιβλίο, παραμύθι, βιβλίο μαγειρικής, σχολικό βιβλίο, υμνολόγιο, λογιστικό βιβλίο, σχολικό βιβλίο, υμνολόγιο, χαρτόδετο βιβλίο, σκληρόδετο βιβλίο, εικονογραφημένο βιβλίο, λογιστικό βιβλίο, λυσάρι, εξώφυλλο βιβλίου, παζάρι βιβλίου, παιδικό βιβλίο, βιβλίο ζωγραφικής, μαθητικό βιβλίο, υμνολόγιο, βιβλίο παραγγελιών, κατάσταση μισθοδοσίας, βιβλίο τσέπης, στερλίνα, λίρα, προσευχητάρι, ανθολογία τραγουδιών, βιβλίο με τραγούδια, βιβλίο μαγειρικής, γενικό καθολικό, υμνολόγιο, βιβλίο με πλούσια εικονογράφηση, βιβλίο επισκεπτών, βιβλίο iστορίας, ιερό βιβλίο, εικονογραφημένο βιβλίο, βιβλίο μαθηματικών, έκθεση περιγραφής μεθόδου, συναρπαστικός, τρισδιάστατο βιβλίο, χαρτονόμισμα μίας αγγλικής λίρας, λανσάρισμα βιβλίου, e-book, βιβλίο αυτοβοήθειας, στερλίνα, βιβλίο που αποτελεί την εξεταστέα ύλη, Β' Έσδρας, λίρα Αγγλίας, βιβλίο αγορών, Κριτές, βιβλίο με σκληρά φύλλα, καταβροχθίζω βιβλίο, αποκτώ δικαίωμα εκμετάλλευσης βιβλίου, αλφαβητάρι, σκληρόδετο βιβλίο, αλφαβητάριο, τόμος, χαρτόδετος, βιβλίο επισκεπτών, λογιστικό βιβλίο, συνδρομητική υπηρεσία αποστολής βιβλίων, βιβλίο για τις διακοπές, εξώφυλλο, Ησαΐας, Ιωήλ, Ιησούς του Ναυή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης livre

λίβρα

nom féminin (masse : 454 g)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Χρειάζομαι μια λίβρα κολοκυθάκια και μισή λίβρα τομάτες για αυτή τη συνταγή.

λίρα

nom féminin (monnaie)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'entrée coûte dix livres (or: 10 £) par personne.
Η είσοδος κοστίζει δέκα λίρες το άτομο.

βιβλίο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Je suis en train de lire un très bon livre.
Διαβάζω ένα πολύ καλό βιβλίο.

λίβρα

nom féminin (masse)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λίρα

nom féminin (monnaie britannique) (Αγγίας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βιβλίο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βιβλίο

nom masculin (Religion)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La Bible commence avec le Livre de la Genèse.

εγχειρίδιο

(scolaire)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ηλεκτρονικό βιβλίο

nom masculin (électronique)

Le logiciel vous permet de télécharger un livre.

δολάριο

(ΗΠΑ, χαρτονόμισμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βιβλίο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mes manuels de physique ont coûté plus de 100 £.
Τα βιβλία της φυσικής κοστίζουν πάνω από 100 λίρες.

αγαπημένος

(personne)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Ήταν αποφασισμένη να γίνει η αγαπημένη της δασκάλας από την πρώτη ημέρα.

παίρνω μέρος

verbe transitif (bataille)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Les soldats ont livré bataille.
Οι στρατιώτες πήραν μέρος σε μια μάχη.

παραδίδω, παραδίνω

(des lettres,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le facteur a distribué le courrier.
Ο ταχυδρόμος μοίρασε τα γράμματα.

εκμυστηρεύομαι κτ σε κπ, εξομολογούμαι κτ σε κπ

verbe transitif

λίρα Αγγλίας

nom féminin (unité monétaire)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La livre est élevée par rapport au dollar en ce moment.
Η λίρα Αγγλίας είναι πιο ισχυρή από το ευρώ αυτή τη στιγμή.

κάλυμμα βιβλίου

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αναλόγιο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βιβλίο σε όγδοο σχήμα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τσακίζω

(un livre) (σελίδα σε βιβλίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

που αφήνεται στη μοίρα του/της

locution adjectivale (αρνητικό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μόνος μου, από μόνος μου

adjectif (animal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'ourson était livré à lui-même après le meurtre de sa mère.

λογιστικό βιβλίο

(Comptabilité)

Ben a inscrit les ventes dans le grand livre.
Ο Μπεν πέρασε την πώληση στο λογιστικό βιβλίο.

στερλίνα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le traducteur était basé au Royaume-Uni et a demandé à être payé en livres sterling.

χαρτόδετο βιβλίο

nom masculin (βιβλίο)

Est-ce que vous auriez "Autant en Emporte Le Vent" en livre de poche ?
Έχεις το χαρτόδετο βιβλίο 'Όσα Παίρνει ο Άνεμος;'

λίρα

nom féminin (στερλίνα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tu peux te payer le déjeuner ici pour cinq livres (sterling).

σκληρόδετος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ηχογραφημένο βιβλίο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
J'aime écouter des livres audio pendant que je fais le ménage.

παραμύθι

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Avant le coucher des enfants, Mary leur a lu une histoire d'un livre de contes.

βιβλίο μαγειρικής

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σχολικό βιβλίο

υμνολόγιο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λογιστικό βιβλίο

nom masculin (Comptabilité)

σχολικό βιβλίο

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υμνολόγιο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χαρτόδετο βιβλίο

nom masculin

σκληρόδετο βιβλίο

nom masculin

Même s'ils sont chers, j'aime les livres reliés.

εικονογραφημένο βιβλίο

nom masculin

Mon premier livre d'images était un livre des contes de la mère l'oie.

λογιστικό βιβλίο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λυσάρι

nom masculin (Scolaire)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
J'ai acheté le manuel de maths, mais je n'ai pas acheté le livre de l'enseignant.

εξώφυλλο βιβλίου

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Il y existe peu de relieurs qui puissent réparer le lettrage doré sur les couvertures de livre en cuir.

παζάρι βιβλίου

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il y a un grand salon du livre sur la place principale de La Havane.

παιδικό βιβλίο

(objet)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Durant sa carrière, l'artiste a illustré plusieurs livres pour enfants.

βιβλίο ζωγραφικής

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je prends toujours des albums de coloriage pour les enfants durant les longs trajets.

μαθητικό βιβλίο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υμνολόγιο

nom masculin (θρησκεία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βιβλίο παραγγελιών

nom masculin (Comptabilité)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κατάσταση μισθοδοσίας

nom masculin (France, supprimé en 1998)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βιβλίο τσέπης

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ce roman va bientôt sortir en livre de poche.

στερλίνα, λίρα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Comme d'habitude, la livre sterling va mal par rapport à l'euro et au dollar.

προσευχητάρι

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ανθολογία τραγουδιών, βιβλίο με τραγούδια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βιβλίο μαγειρικής

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Je n'utilise jamais de livres de cuisine : je préfère improviser.
Ποτέ δεν χρησιμοποιώ βιβλία μαγειρικής. Προτιμώ να αυτοσχεδιάζω.

γενικό καθολικό

nom masculin (λογιστική)

Tu vas devoir entrer les totaux dans le grand livre général.

υμνολόγιο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βιβλίο με πλούσια εικονογράφηση

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βιβλίο επισκεπτών

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Merci de signer notre livre d'or avant de partir.
Σας παρακαλούμε να υπογράψετε το βιβλίο επισκεπτών πριν αναχωρήσετε από το ξενοδοχείο.

βιβλίο iστορίας

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ιερό βιβλίο

nom masculin

εικονογραφημένο βιβλίο

nom masculin

βιβλίο μαθηματικών

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

έκθεση περιγραφής μεθόδου

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συναρπαστικός

(για βιβλίο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τρισδιάστατο βιβλίο

nom masculin

Les livres animés sont déconseillés pour les petits enfants qui ont tendance à déchirer les parties en relief.

χαρτονόμισμα μίας αγγλικής λίρας

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λανσάρισμα βιβλίου

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

e-book

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Je lis beaucoup de livres électroniques pendant mes trajets en autobus.

βιβλίο αυτοβοήθειας

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

στερλίνα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βιβλίο που αποτελεί την εξεταστέα ύλη

nom masculin (Scolaire)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Β' Έσδρας

nom masculin (Bible)

(κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.)

λίρα Αγγλίας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βιβλίο αγορών

nom masculin (λογιστικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Κριτές

nom masculin (Bible) (βιβλίο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

βιβλίο με σκληρά φύλλα

nom masculin (pour enfants)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καταβροχθίζω βιβλίο

locution verbale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cynthia se prend une heure ou deux chaque week-end pour dévorer un livre.
Η Σύνθια αφιερώνει μια με δυο ώρες τα σαββατοκύριακα για να καταβροχθίσει κάποιο βιβλίο.

αποκτώ δικαίωμα εκμετάλλευσης βιβλίου

locution verbale (για τηλεόραση, σινεμά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλφαβητάρι

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les premiers livres du 19ème siècle n'avaient quasiment aucune image.
Τα αλφαβητάρια του 19ου αιώνα δεν είχαν σχεδόν καθόλου εικόνες.

σκληρόδετο βιβλίο

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le sac est lourd parce qu'il est rempli de livres reliés.

αλφαβητάριο

nom masculin (παλαιό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τόμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χαρτόδετος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βιβλίο επισκεπτών

nom masculin (sur site Internet) (μεταφορικά: ιστοσελίδα)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

λογιστικό βιβλίο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le comptable tenait deux livres de comptes : l'un pour le fisc et l'autre pour ses investisseurs.

συνδρομητική υπηρεσία αποστολής βιβλίων

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Le club du livre envoie un livre de son choix à ses abonnés.

βιβλίο για τις διακοπές

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξώφυλλο

nom féminin (το σχέδιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ησαΐας

nom masculin (Bible)

Ιωήλ

nom masculin (Bible)

Ιησούς του Ναυή

nom masculin (Bible)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του livre στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του livre

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.