Τι σημαίνει το long στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης long στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του long στο Γαλλικά.

Η λέξη long στο Γαλλικά σημαίνει μακρύς, μεγάλος, μακρύς, μεγάλος, μακρύς, μακρός, μεγάλος, ανοδικός, για ώρα, για πολλή ώρα, για πολύ, μάξι, maxi, μακροσκελής, εκτενής, μακρύς, ολόσωμος, εκτενής, μακροσκελής, μακρόσυρτος, μακρύς, που έχει μήκος, ιστιοφόρο, χοντροκέφαλος, ταινία, κολάν, μεγάλων αποστάσεων, παραποτάμιος, μεγάλη απόσταση, ισόβιος, μακρύτερος, μεγάλη, μίντι, αραχνούφαντος, λεπτοϋφής, ένα μίλι, μεγάλου μήκους, με μακρύ χερούλι, με μακριά λαβή, μακροπρόθεσμος, μεσαίου μήκους, μέτριου μήκους, χαζός, παράκτιος, έμπειρος, μακροπρόθεσμος, παράκτια, παρακτίως, κατά μήκος, διεξοδικά, αναλυτικά, όλο το χρόνο, απ' έξω κι ανακατωτά, μακροπρόθεσμα, επί μακρόν, μακροπρόθεσμα, ολόκληρη την απόσταση, όλη τη νύχτα, καθόλη τη διάρκεια της νύχτας, κατά μήκος, δίπλα, που παίρνει τον διπλάσιο χρόνο, ταξιδιώτης, ταξιδιώτισσα, μεγάλη απόσταση, μεγάλο ταξίδι, μακρύ ταξίδι, μεγάλη απόσταση, δύσκολο, απίθανο, μακροπρόθεσμο σχέδιο, μακροπρόθεσμος σχεδιασμός, μακροπρόθεσμη μνήμη, τίποτα, ρόλος, ταινία μεγάλου μήκους, ταλαιπωρία, δοκιμασία, διάδρομος, μακροπρόθεσμη ζημία, μακροπρόθεσμη επίπτωση, μακροπρόθεσμη επίδραση, μακροπρόθεσμη στρατηγική, μακρύρυγχο στροφοδέλφινο, μακρόρυγχο ζωνοδέλφινο, προγραμματισμός, long covid, σκελέα, ισοθερμικό παντελόνι, καθ' όλη τη διάρκεια, κατά μήκος, από την αρχή μέχρι το τέλος, καθ' όλη τη διάρκεια, κατά μήκος, κατά τη διάρκεια του, κατά μήκος, δεν αντέχω, δεν στέκω, έχω εξουσία/επιρροή, κόβω εγκάρσια, μεγαλύτερος, κοντόφθαλμος, που μπορεί να προβλέπει, μεγάλος, λίγο αργός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης long

μακρύς

(route, vêtement,...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ναι, είναι μακρύ το τραπέζι.

μεγάλος

adjectif (durée)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce film était trop long.
Η ταινία ήταν πολύ μεγάλη (or: μακροσκελής).

μακρύς, μεγάλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'ai une longue liste de problèmes concernant la maison.
Έχω μια μακριά (or: μεγάλη) λίστα με πράγματα που πρέπει να κάνω, αλλά δεν μου περισσεύει καθόλου χρόνος.

μακρύς

adjectif (contraire de court)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'aime garder les cheveux longs.
Μου αρέσουν τα μαλλιά μου μακριά.

μακρός

adjectif (Phonétique)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
En anglais, le mot "tool" comprend la voyelle longue [u:].
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Στα αρχαία ελληνικά, υπήρχαν τα μακρά και τα βραχέα φωνήεντα.

μεγάλος

adjectif (temps) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cette journée m'a semblé si longue, j'ai hâte de rentrer à la maison.
Ήταν μεγάλη μέρα σήμερα - περιμένω πώς και πώς να πάω σπίτι.

ανοδικός

adjectif (Finance : conserver des titres)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Alors que les autres vendaient leurs actions, il a adopté une position longue.
Ενώ οι άλλοι πουλούσαν τη μετοχή, αυτός πήρε ανοδική θέση (or: θέση long).

για ώρα, για πολλή ώρα, για πολύ

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Elle va être longue ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα λείψει για καιρό; Ναι, είπε οτι θα γυρίσει σε δύο εβδομάδες.

μάξι, maxi

adjectif (vêtements) (φούστα: μέχρι το πάτωμα)

J'aime ce modèle de robe, mais est-ce qu'il existe en long ?
Μου αρέσει αυτή η γραμμή του φορέματος, αλλά υπάρχει σε μάξι (or: μακρύ);

μακροσκελής, εκτενής

(neutre)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tom a rédigé un long article sur son travail pour un journal local.
Ο Τομ έγραψε ένα μακροσκελές άρθρο για την δουλειά του σε μια τοπική εφημερίδα.

μακρύς, ολόσωμος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cette robe longue me semble trop démodée. // Pour une soirée chic, les femmes devraient porter des robes longues.
Το μακρύ φόρεμα μου φαίνεται πολύ παλιομοδίτικο. // Σε μια επίσημη δεξίωση, οι γυναίκες θα πρέπει να φοράνε μακρύ φόρεμα.

εκτενής, μακροσκελής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il nous fit un long compte rendu de pourquoi il était en retard.

μακρόσυρτος

(neutre)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kate a eu une longue discussion avec sa mère au sujet de son copain.

μακρύς

(μεταφορικά: διάρκεια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Καθ' όλη τη διάρκεια της μακρόχρονης φιλίας τους, οι δυο γυναίκες δεν είχαν διαφωνήσει ποτέ.

που έχει μήκος

adjectif (mesure)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La table fait trois mètres de long. Le bouchon faisait près de 800m de long.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το τραπέζι έχει τρία μέτρα μήκος (or: μάκρος).

ιστιοφόρο

nom masculin (μεγάλο, εμπορικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χοντροκέφαλος

(familier : bête) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est vraiment bouché. J'ai dû lui expliquer le truc sept fois.

ταινία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Au cinéma, il y a généralement des publicités et des bandes-annonces avant le film.

κολάν

(anglicisme)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Tonya porte toujours un legging (or: des leggings) sous ses jupes.

μεγάλων αποστάσεων

(vol, avion)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

παραποτάμιος

(le long d'une rivière)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μεγάλη απόσταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tu veux que je porte ça jusqu'à la maison ?

ισόβιος

(ami, passe-temps)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Germaine et moi sommes des amies de longue date (or: de toujours).
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο γάμος πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια ισόβια δέσμευση.

μακρύτερος

locution adjectivale (longueur)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est la plus longue limousine que je n'ai jamais vue. C'est notre corde la plus longue.
Αυτή είναι η μακρύτερη λιμουζίνα που έχω δει ποτέ μου. Αυτό είναι το μακρύτερο σκοινί μας.

μεγάλη

(Imprimerie) (σύμβολο, παύλα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μίντι

(μήκος ρούχου)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αραχνούφαντος, λεπτοϋφής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ένα μίλι

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La route fait environ un mile de long (or: 1,6 km de long).
Ο δρόμος έχει μήκος περίπου ένα μίλι.

μεγάλου μήκους

nom masculin (για ταινία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Son premier film en tant que réalisatrice fut un long métrage comique sur la vie en ville.

με μακρύ χερούλι, με μακριά λαβή

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μακροπρόθεσμος

adjectif (αναφορά στο μέλλον)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Comment puis-je améliorer ma mémoire à long terme ?

μεσαίου μήκους, μέτριου μήκους

χαζός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παράκτιος

locution adverbiale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έμπειρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μακροπρόθεσμος

locution adjectivale (Finance)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παράκτια, παρακτίως

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κατά μήκος

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

διεξοδικά, αναλυτικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il m'a expliqué en détail sa situation financière.

όλο το χρόνο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

απ' έξω κι ανακατωτά

adverbe (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μακροπρόθεσμα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

επί μακρόν

(expliquer,parler...)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μακροπρόθεσμα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
C'est sûrement pour le mieux à long terme. Ça sera sûrement chaotique au début mais à long terme, cela en vaudra la peine.
Πιθανόν να βγει σε καλό μακροπρόθεσμα. Αρχικά θα υπάρξουν λίγες δυσκολίες, αλλά μακροπρόθεσμα θα αξίζει τον κόπο.

ολόκληρη την απόσταση

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il vient de courir un marathon et il était pieds nus tout du long.
Μόλις έτρεξε σε ένα μαραθώνιο και δε φορούσε παπούτσια για ολόκληρη την απόσταση.

όλη τη νύχτα, καθόλη τη διάρκεια της νύχτας

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
On a entendu de la musique forte venant de l'étage au-dessus toute la nuit.

κατά μήκος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nous avons construit un mur de soutènement le long du côté de la terrasse.

δίπλα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

που παίρνει τον διπλάσιο χρόνο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
C'est deux fois plus long de traverser la ville pendant l'heure de pointe.

ταξιδιώτης, ταξιδιώτισσα

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

μεγάλη απόσταση

Kane a marqué un but depuis une longue distance.

μεγάλο ταξίδι, μακρύ ταξίδι

Aller de France en Australie est un long voyage.

μεγάλη απόσταση

(missile)

L'appareil permet à la police de transmettre des messages importants sur une longue portée dans un environnement bruyant.

δύσκολο, απίθανο

μακροπρόθεσμο σχέδιο

nom masculin

Notre projet à long terme implique de construire trois nouvelles installations au cours des vingt prochaines années.

μακροπρόθεσμος σχεδιασμός

nom féminin

Les directeurs confirmés utilisent la planification à long terme pour porter la mission de l'entreprise.

μακροπρόθεσμη μνήμη

nom féminin

Ma mémoire à long terme est bonne mais je ne sais plus ce que j'ai fait ce matin.

τίποτα

(μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
On se reverra dans deux semaines. Ce n'est rien du tout.
Θα ιδωθούμε σε δύο βδομάδες. Τίποτα δεν είναι.

ρόλος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ταινία μεγάλου μήκους

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ταλαιπωρία, δοκιμασία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διάδρομος

nom masculin (μεταφορικά: χαλί)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μακροπρόθεσμη ζημία

nom masculin pluriel

μακροπρόθεσμη επίπτωση, μακροπρόθεσμη επίδραση

nom masculin

μακροπρόθεσμη στρατηγική

nom féminin

Ils n'avaient pas réfléchi à une stratégie à long terme pour leur entreprise.

μακρύρυγχο στροφοδέλφινο, μακρόρυγχο ζωνοδέλφινο

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

προγραμματισμός

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

long covid

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σκελέα

nom masculin (bas, hommes) (εσώρουχο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ισοθερμικό παντελόνι

nom masculin

καθ' όλη τη διάρκεια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les avions atterrissent tout au long de la journée.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αεροπλάνα προσγειώνονται όλη μέρα (or: όλη την ημέρα).

κατά μήκος

(suivant la longueur)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Par mesure de sécurité, on a érigé une clôture le long de la rivière.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Υπάρχει ένας φράχτης κατά μήκος του ποταμού, για ασφάλεια.

από την αρχή μέχρι το τέλος, καθ' όλη τη διάρκεια

(temps) (χρονική διάρκεια)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κατά μήκος

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Elle avait accroché de petites lumières tout le long du patio pour la fête.
Είχε κρεμάσει μικροσκοπικά φωτάκια κατά μήκος της αυλής για το πάρτυ.

κατά τη διάρκεια του

préposition

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La chaleur du soleil s'est faite plus intense tout au long de la journée.

κατά μήκος

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)

δεν αντέχω, δεν στέκω

locution verbale (familier) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ses mensonges ne feront pas long feu devant le tribunal.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα ψέματά του δε θα σταθούν στο δικαστήριο.

έχω εξουσία/επιρροή

verbe transitif (fig, fam)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Demande-lui s'il peut t'aider, il a le bras long !

κόβω εγκάρσια

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεγαλύτερος

locution adjectivale (durée) (σε διάρκεια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'aurais souhaité qu'ils ne prévoient pas la plus longue conférence (or: la conférence la plus longue) en dernier.

κοντόφθαλμος

(figuré : personne) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le projet de loi du Congrès visant à réduire les taxes pour les entreprises produisant des gaz à effet de serre était sans vision à long terme.
Το νομοσχέδιο του Κογκρέσου για τη μείωση των φόρων σε εταιρείες που εκπέμπουν αέρια που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου ήταν κοντόφθαλμο.

που μπορεί να προβλέπει

(politique,...)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεγάλος

(missile)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λίγο αργός

(figuré : pas intelligent) (μτφ, καθομ, προσβλ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est un peu lent mais il est vraiment gentil malgré tout.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του long στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του long

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.