Τι σημαίνει το maintenir στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης maintenir στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του maintenir στο Γαλλικά.

Η λέξη maintenir στο Γαλλικά σημαίνει διατηρώ, υπερασπίζομαι, υπερασπίζω, συνεχίζω, επιμένω σε κτ, σταθεροποιώ, διατηρώ, διατηρώ, επικυρώνω, συνεχίζω, παρατείνω, ισχυρίζομαι, υποστηρίζω, κρατιέμαι, θεωρώ, πιστεύω, νομίζω, κυμαίνομαι περί το, εντελώς ξύπνιος, κρατάω κτ/κπ μακριά, κρατάω κτ/κπ μακριά μου, συνεχίζω την πορεία, παραμένω στην πορεία, διατηρώ την τάξη, μένω στη επιφάνεια, μένω ενήμερος, κρατάω κπ ξύπνιο, περιορίζω, ανένδοτος, ανυποχώρητος, αμετακίνητος, τα φέρνω βόλτα, επιμένω ότι/πώς, κρατάω κτ σταθερό, κρατάω κπ/κτ ακίνητο, κρατώ στην επιφάνεια, συγκρατώ στην επιφάνεια, κρατάω κτ/κπ μακριά, κρατάω κτ/κπ μακριά μου, κινούμαι σταθερά, πηγαίνω σταθερά, κρατάω ενωμένο, περιπολώ, -, διατηρούμαι, βάζω βάρος σε κάτι για να μείνει κάτω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης maintenir

διατηρώ

(un rythme)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il conservait un rythme de 40 pages par heure.
Διατηρούσε ένα ρυθμό 40 σελίδων την ώρα.

υπερασπίζομαι, υπερασπίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les rebelles ont maintenu leur position jusqu'à l'arrivée des renforts.

συνεχίζω

verbe transitif (une cadence)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Maintiens cette cadence pour les cent prochains kilomètres.

επιμένω σε κτ

(des propos, un politique, une position)

σταθεροποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mark stabilisait l'échelle pendant que Laura montait dessus.
Ο Μαρκ κρατούσε σταθερή τη σκάλα, καθώς τη σκαρφάλωνε η Λόρα.

διατηρώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La coureuse a fait un bon départ, mais peut-elle soutenir ce rythme ?
Η δρομέας έκανε καλό ξεκίνημα, αλλά μπορεί να κρατήσει αυτό τον ρυθμό;

διατηρώ

verbe transitif (l'ordre)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le gouvernement de droite était déterminé à faire respecter l'ordre établi malgré les appels au changement.
Η δεξιά κυβέρνηση ήταν αποφασισμένη να διατηρήσει την υπάρχουσα τάξη παρά τις εκκλήσεις για αλλαγή.

επικυρώνω

verbe transitif (une décision)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le juge a confirmé la décision du tribunal inférieur.
Ο δικαστής επικύρωσε την απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου.

συνεχίζω, παρατείνω

(prolonger)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je me demande s'ils vont poursuivre (or: maintenir) le programme l'année prochaine.
Αναρωτιέμαι αν θα δώσουν παράταση στο πρόγραμμα για ένα ακόμη έτος.

ισχυρίζομαι, υποστηρίζω

verbe transitif (affirmer) (κάτι ή ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il soutenait que le tireur portait un sweat-shirt noir.
Ισχυρίστηκε (or: Υποστήριξε) ότι ο σκοπευτής φορούσε ένα μαύρο πουλόβερ.

κρατιέμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le niveau de l'eau s'est maintenu à un mètre au-dessus du niveau de la mer.

θεωρώ, πιστεύω, νομίζω

(affirmer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il maintient que ces actes devraient être illégaux.

κυμαίνομαι περί το

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le taux de croissance plafonne à environ 10% cette année.
Ο ρυθμός κυμαίνεται περί το 10% αυτό το χρόνο.

εντελώς ξύπνιος

Après mon café du matin, je suis généralement bien réveillé.
Μετά τον πρωινό μου καφέ είμαι συνήθως εντελώς ξύπνιος.

κρατάω κτ/κπ μακριά, κρατάω κτ/κπ μακριά μου

συνεχίζω την πορεία

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παραμένω στην πορεία

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διατηρώ την τάξη

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μένω στη επιφάνεια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μένω ενήμερος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

κρατάω κπ ξύπνιο

(involontaire)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Boire du café le soir m'empêche de dormir. Le film avec les monstres faisait tellement peur qu'il a empêché les enfants de dormir.

περιορίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le professeur a demandé aux garçons de faire moins de bruit.

ανένδοτος, ανυποχώρητος, αμετακίνητος

(σε κάτι, ως προς κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'homme politique maintenait que la loi devait être adoptée.
Ο πολιτικός ήταν ανένδοτος ως προς το να περάσει ο νόμος.

τα φέρνω βόλτα

verbe pronominal (figuré) (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les chefs d'entreprise ont du mal à se maintenir à flot.

επιμένω ότι/πώς

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle est très pâle mais elle assure qu'elle va bien.

κρατάω κτ σταθερό

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρατάω κπ/κτ ακίνητο

κρατώ στην επιφάνεια, συγκρατώ στην επιφάνεια

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le navire est maintenu à flot par des sacs gonflables qui l'entourent.

κρατάω κτ/κπ μακριά, κρατάω κτ/κπ μακριά μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορείς να κάνεις για να κρατήσεις μακριά τα κουνούπια.

κινούμαι σταθερά, πηγαίνω σταθερά

James maintenait sa vitesse à 100 kilomètres à l'heure.
Ο Τζέιμς κινείτο σταθερά με 60 μίλια την ώρα.

κρατάω ενωμένο

L'armée se voit comme était la seule force capable de maintenir l'unité du pays.

περιπολώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les soldats maintenaient l'ordre dans la région.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Il maintenait ses papiers en place grâce au poids du livre.
Σταθεροποίησε τα χαρτιά με ένα βιβλίο.

διατηρούμαι

(prendre soin de soi)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
C'est par un régime sérieux et des exercices physiques qu'elle s'est maintenue en forme.
Διατηρείται ακολουθώντας υγιεινή διατροφή και κάνοντας γυμναστική.

βάζω βάρος σε κάτι για να μείνει κάτω

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του maintenir στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του maintenir

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.