Τι σημαίνει το map στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης map στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του map στο Αγγλικά.
Η λέξη map στο Αγγλικά σημαίνει χάρτης, χάρτης, χαρτογραφώ, αντιστοιχίζομαι σε κτ, χάρτης, χάρτης, σχεδιάζω, χαρτογραφώ, καταστρώνω, άνω-κάτω, παντού, bitmap, υπόμνημα χάρτη, χαρτογράφος, αίθουσα χαρτών, κέντρο διοίκησης, δημοφιλής, φυσικός χάρτης, πολιτικός χάρτης, κάνω κτ γνωστό, ανάγλυφος χάρτης, οδικός χάρτης, σχέδιο δράσης, οδικός χάρτης, πρόχειρος χάρτης, χάρτης αστεριών, χάρτης αστέρων, μετεωρολογικός χάρτης, παγκόσμιος χάρτης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης map
χάρτηςnoun (topographical plan) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Do you have a map of Spain? Έχεις ένα χάρτη της Ισπανίας; |
χάρτηςnoun (schematic plan of streets, etc.) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I have a map of New York that shows every street. Έχω ένα χάρτη της Νέας Υόρκης που δείχνει κάθε δρόμο. |
χαρτογραφώtransitive verb (draw up a topographical plan) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The explorers were the first to map the interior of the continent. Οι εξερευνητές ήταν οι πρώτοι που χαρτογράφησαν το εσωτερικό της ηπείρου. |
αντιστοιχίζομαι σε κτ(mathematics: mark out) (μαθηματικά: συνάρτηση) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) The variable x maps to y. Η μεταβλητή χ αντιστοιχίζεται στη μεταβλητή ψ. |
χάρτηςnoun (diagram) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) She drew a map of the industrial process for the inspectors. Σχεδίασε ένα χάρτη (or: διάγραμμα) της βιομηχανικής διαδικασίας για τους ελεγκτές. |
χάρτηςnoun (organization of genes) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The genetic map showed each and every gene. Ο γενετικός χάρτης παρουσίαζε όλα τα γονίδια ένα προς ένα. |
σχεδιάζωtransitive verb (draw up: a schematic plan) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Let me map the development plan for you. Άσε με να σου σχεδιάσω το πλάνο ανάπτυξης. |
χαρτογραφώtransitive verb (locate: a gene) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They only mapped the genome of a fly a few years ago. Χαρτογράφησαν το γονιδίωμα μιας μύγας μόλις πριν μερικά χρόνια. |
καταστρώνωphrasal verb, transitive, separable (figurative (plan) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The general mapped out a strategy with his advisors. Ο στρατηγός με τους συμβούλους του σχεδίασαν τη στρατηγική. |
άνω-κάτωexpression (figurative, informal (changeable) (καθομιλουμένη, μτφ) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) After her father died, her emotions were all over the map. Όταν πέθανε ο πατέρας της εκείνη ήταν άνω κάτω. |
παντούexpression (informal (in many places) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) When he looked up the nearest ATM, they came up all over the map. |
bitmapnoun (digital image format) |
υπόμνημα χάρτηnoun (key to symbols on a map) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The map legend says that a "+" marks the location of each battle site. |
χαρτογράφοςnoun (cartographer) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
αίθουσα χαρτώνnoun (library where maps are kept) (σε βιβλιοθήκη) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κέντρο διοίκησηςnoun (war room) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
δημοφιλήςexpression (place: be well-known) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Since the success of its music festival, this small town has been firmly on the map. |
φυσικός χάρτηςnoun (map that shows landforms) |
πολιτικός χάρτηςnoun (map that shows political boundaries) |
κάνω κτ γνωστόverbal expression (figurative (place: make famous) |
ανάγλυφος χάρτηςnoun (map with three-dimensional surface) The lines on a relief map show how steep the terrain is. |
οδικός χάρτηςnoun (route plan for drivers) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Sarah was looking at the road map, trying to decide on the best route to Oxford. |
σχέδιο δράσηςnoun (figurative (software business: plan) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The President explained his road map for the future of the economy. Ο Πρόεδρος εξήγησε το σχέδιο δράσης του για το μέλλον της οικονομίας. |
οδικός χάρτηςnoun (road plan showing where to go) |
πρόχειρος χάρτηςnoun (roughly-drawn map) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Instead of trying to explain it, I'll draw you a quick sketch map. |
χάρτης αστεριών, χάρτης αστέρωνnoun (astronomy) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
μετεωρολογικός χάρτηςnoun (diagram to illustrate weather forecast) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The weather map showed a storm coming in from the east. |
παγκόσμιος χάρτηςnoun (map of the Earth) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του map στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του map
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.