Τι σημαίνει το plan στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης plan στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του plan στο Αγγλικά.

Η λέξη plan στο Αγγλικά σημαίνει σχέδιο, πρόγραμμα, πρόθεση, σχέδιο, πρόγραμμα, σχέδιο, σχέδιο, σχεδιάζω, σκοπεύω, οργανώνω, προγραμματίζω, σχεδιάζω, πρόγραμμα, πρόγραμμα, κάνω σχέδια, σχεδιάζω, προετοιμάζομαι, οργανώνομαι, σκοπεύω, σχεδιάζω, σχεδιάζω, σκοπεύω, σχεδιάζω, προγραμματίζω, σχέδιο δράσης, εναλλακτικό σχέδιο, εναλλακτικό σχέδιο, πλάνο τοκετού, πρόσθετη παροχή, επιχειρησιακό σχέδιο, επιχειρηματικό σχέδιο, επαγγελματικό πλάνο, εναλλακτικό σχέδιο, τοπογραφικό, καταρτίζω σχέδιο, σχέδιο πτήσης, κάτοψη, σχέδιο δράσης, κάτοψη, βασικό σχέδιο, καταστρώνω σχέδιο, δεν έχω πρόγραμμα, δεν έχω σχέδιο, αγορά με δόσεις, πλάνο δόσεων, ασφαλιστήριο συμβόλαιο, πρόγραμμα μαθήματος, μακροπρόθεσμο σχέδιο, σχέδιο μάρκετινγκ, σχέδιο, καταρτίζω ένα γενικό σχέδιο, διαιτολόγιο, στα σχέδια, χωρίς εσωτερικούς τοίχους, συνταξιοδοτικό σχήμα, συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, σχέδιο δράσης, κάτοψη, προσχεδιάζω, προσχεδιάζομαι, συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, διάταξη θέσεων, σχέδιο, στρατηγικό σχέδιο, στρατηγικό σχέδιο, πρόγραμμα εργασιών, πλάνο εργασιών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης plan

σχέδιο, πρόγραμμα

noun (scheme)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A five-year plan was formulated to revitalize the economy.
Ένα πενταετές σχέδιο δημιουργήθηκε για να τονώσει την οικονομία.

πρόθεση

noun (intention)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have no plan to change jobs.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Άλλαξε το πλάνο και δεν θα πάμε στη θάλασσα σήμερα.

σχέδιο

noun (idea)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Do you have a plan for getting us out of this mess?
Έχεις καμία ιδέα για να μας ξεμπλέξεις;

πρόγραμμα

noun (outline)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I've sketched out a plan of how the event should run.
Έχω φτιάξει ένα πρόγραμμα για το πώς πρέπει να κυλήσει η εκδήλωση.

σχέδιο

noun (often plural (project)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Do you have any plans for this weekend?
Έχεις κανονίσει τίποτα για το σαββατοκύριακο;

σχέδιο

plural noun (design)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Have you seen the architect's plans for the new library?
Έχεις δει το σχέδιο του αρχιτέκτονα για την καινούρια βιβλιοθήκη;

σχεδιάζω, σκοπεύω

(intend) (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We're planning to buy a house next year.
Λέμε να αγοράσουμε ένα σπίτι του χρόνου.

οργανώνω, προγραμματίζω

transitive verb (set a schedule)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We need to plan the next few weeks.
Πρέπει να σχεδιάσουμε τι θα κάνουμε τις επόμενες εβδομάδες.

σχεδιάζω

transitive verb (arrange)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He planned the campaign in minute detail.
Σχεδίασε την καμπάνια με την παραμικρή λεπτομέρεια.

πρόγραμμα

noun (program)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She contributes to a retirement plan.

πρόγραμμα

noun (schedule)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He decided to follow a weight-loss plan.

κάνω σχέδια

(make plans) (για κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I've started planning for next year's vacation.

σχεδιάζω

transitive verb (draw)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'll plan the whole area before we start building.
Θα κάνω το σχέδιο όλου του χώρου πριν αρχίσουμε να χτίσουμε.

προετοιμάζομαι, οργανώνομαι

phrasal verb, intransitive (be prepared)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It's a good thing you planned ahead, otherwise we might have never found a hotel.

σκοπεύω, σχεδιάζω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (intend to) (να κάνω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I don't plan on being home before midnight.

σχεδιάζω, σκοπεύω

phrasal verb, transitive, inseparable (count on, expect) (να κάνω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I planned on going with my sister, but she is sick so I'll have to go on my own.

σχεδιάζω, προγραμματίζω

phrasal verb, transitive, separable (organize in detail)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
By the time she was 12, she had her whole life planned out.

σχέδιο δράσης

noun (outline of strategy, schedule)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εναλλακτικό σχέδιο

noun (scheme: alternative)

If the buses are not running, the back-up plan is to take a taxi.

εναλλακτικό σχέδιο

noun (contingency plan)

πλάνο τοκετού

noun (document: labor preferences)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πρόσθετη παροχή

noun (employee incentive scheme)

επιχειρησιακό σχέδιο, επιχειρηματικό σχέδιο

noun (commercial outline)

Before examining my loan request, the bank wanted to see a business plan.

επαγγελματικό πλάνο

noun (outline of professional goals)

εναλλακτικό σχέδιο

noun (alternative or emergency plan)

The contingency plan is to run like hell.

τοπογραφικό

noun (drawing: land contours)

καταρτίζω σχέδιο

intransitive verb (devise a way to proceed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σχέδιο πτήσης

noun (course or itinerary of an aircraft) (αεροπλοΐα)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κάτοψη

noun (outline of a room or storey)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The floor plan shows the internal layout of the property.

σχέδιο δράσης

noun (strategy)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The game plan was to avoid an early goal while frustrating the other team in midfield.

κάτοψη

noun (plan of floor of building)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βασικό σχέδιο

noun (first plan)

καταστρώνω σχέδιο

verbal expression (plot, devise a plot)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We will have to hatch a plan to sort this out.

δεν έχω πρόγραμμα, δεν έχω σχέδιο

verbal expression (lack intent, organization)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bachmann said that she has no plan to launch another presidential campaign.

αγορά με δόσεις

noun (UK (buying [sth] by installments)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Thank goodness for hire purchase; I'd never have been able to buy a new car without it. We got our new cooker on hire purchase.

πλάνο δόσεων

noun (finance: payment in installments)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ασφαλιστήριο συμβόλαιο

noun (contract that insures [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My health insurance policy won't cover my diabetic medication.

πρόγραμμα μαθήματος

noun (outline of teaching session)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
It takes me about 15 minutes to prepare an hour-long lesson plan. Because there was a school inspection the next day, Ginny prepared her lesson plan with extra care.
Χρειάζομαι περίπου 15 λεπτά για να ετοιμάσω το πρόγραμμα μαθήματος μίας ώρας διδασκαλίας. Επειδή θα γίνει επιθεώρηση αύριο, η Τζίνι ετοίμασε το πρόγραμμα του μαθήματός της με ιδιαίτερη προσοχή.

μακροπρόθεσμο σχέδιο

noun (figurative (plan for distant future)

Our long-range plan calls for building three new facilities in the next twenty years.

σχέδιο μάρκετινγκ

noun (promotional strategy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Our marketing plan will detail how we intend to market this product.

σχέδιο

noun (large scale scheme or project) (ευρείας κλίμακας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tonight, the corporation will unveil its master plan to maximize third-quarter profit.

καταρτίζω ένα γενικό σχέδιο

transitive verb (create master plan)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαιτολόγιο

noun (outline of what to cook and eat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στα σχέδια

adjective (property: under construction)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χωρίς εσωτερικούς τοίχους

adjective (without interior walls)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I work in an open-plan office, which can at times be very noisy.

συνταξιοδοτικό σχήμα, συνταξιοδοτικό πρόγραμμα

noun (econ: retirement money)

σχέδιο δράσης

noun (sequence of things to do)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
What's the plan of action for today?

κάτοψη

(drawing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προσχεδιάζω

transitive verb (arrange for future)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσχεδιάζομαι

intransitive verb (arrange for future)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συνταξιοδοτικό πρόγραμμα

noun (provisions for later life)

διάταξη θέσεων

noun (layout of seats at a venue or on transport) (ποιος κάθεται που)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σχέδιο

noun (architectural blueprint) (κτίριο, έργο κλπ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στρατηγικό σχέδιο

noun (long-term programme or goal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στρατηγικό σχέδιο

noun (practical implementation)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πρόγραμμα εργασιών, πλάνο εργασιών

noun (timetable or schedule of tasks)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του plan στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του plan

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.