Τι σημαίνει το plot στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης plot στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του plot στο Αγγλικά.

Η λέξη plot στο Αγγλικά σημαίνει πλοκή, συνωμοσία, σχέδιο, κομμάτι γης, οικόπεδο, συνωμοτώ, μηχανορραφώ, χαράσσω, επισημαίνω, τάφος, γράφημα, σχέδιο, γραφική απεικόνιση, γραφική παράσταση, χάρτης πορείας πλοίου ή αεροπλάνου, σχεδιάζω κτ (σε κτ), χαράσσω κτ (σε κτ), κάνω γραφική παράσταση, επινοώ, ισοϋψής, η Συνωμοσία της Πυρίτιδας, τα παίζω, τα χάνω, σενάριο, παρουσιάζω σε διάγραμμα, σχεδιάζω, σχεδιάζω, ανατροπή, διάγραμμα διασποράς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης plot

πλοκή

noun (story: of a novel, film, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The plot of this film is predictable.
Η πλοκή αυτής της ταινίας είναι προβλέψιμη.

συνωμοσία

noun (conspiracy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Don fears that he is the victim of a plot.
Ο Ντον φοβάται ότι είναι θύμα συνωμοσίας.

σχέδιο

noun (secret plan)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Their plot to surprise him for his birthday was ruined when he overheard them planning the party.
Το σχέδιο που είχαν να του κάνουν έκπληξη για τα γενέθλιά του καταστράφηκε όταν τους κρυφάκουσε να μιλάνε για το πάρτι.

κομμάτι γης

noun (area of land: patch)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
There's a nice plot at the bottom of the garden that I plan to turn into a vegetable patch.
Υπάρχει ένα ωραίο κομμάτι γης στο κάτω μέρος του κήπου, το οποίο σκοπεύω να μετατρέψω σε λαχανόκηπο.

οικόπεδο

noun (piece of land: lot)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The developer owned five plots on which he planned to build new houses.
Ο κατασκευαστής είναι ιδιοκτήτης πέντε οικοπέδων στα οποία σκοπεύει να χτίσει σπίτια.

συνωμοτώ

intransitive verb (conspire)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He plotted to get his boss sacked.
Συνωμοτεί για να κάνει το αφεντικό του να απολυθεί.

μηχανορραφώ

transitive verb (plan)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The opposition is plotting a takeover.
Οι αντίπαλοι μηχανορραφούν για να υφαρπάξουν την εξουσία.

χαράσσω

transitive verb (mark out, measure)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The captain plotted the ship's course on the map.
Ο καπετάνιος χάραξε τη ρότα του πλοίου στον χάρτη.

επισημαίνω

transitive verb (mark results on graph) (σε γράφημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bonnie plotted the points on a graph.
Η Μπόνι επισήμανε τα σημεία στη γραφική παράσταση.

τάφος

noun (grave)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Grandpa was buried in the family plot.

γράφημα

noun (graph)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The plot showed where supply and demand converged.
Το γράφημα έδειξε το σημείο όπου συγκλίνουν η προσφορά με τη ζήτηση.

σχέδιο

noun (floor plan)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We will need a plot of the building to calculate the useful area.
Θα χρειαστούμε κάτοψη του κτηρίου, για να υπολογίσουμε την ωφέλιμη επιφάνεια.

γραφική απεικόνιση, γραφική παράσταση

noun (graphic array)

The salesman showed his managers a colorful plot of the past quarter's sales.
Ο πωλητής έδειξε στους ανωτέρους του ένα έγχρωμο γράφημα των πωλήσεων του περασμένου τριμήνου.

χάρτης πορείας πλοίου ή αεροπλάνου

noun (chart for ship or plane's course)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The captain studied the plot carefully and decided to alter the course.

σχεδιάζω κτ (σε κτ), χαράσσω κτ (σε κτ)

transitive verb (mark curve on a graph)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Plot the line on the graph.
Σχεδίασε την ευθεία στο γράφημα.

κάνω γραφική παράσταση

transitive verb (make graph of an equation) (πολλά σημεία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Plot the solution on the graph.
Σημείωσε τη λύση στο γράφημα.

επινοώ

transitive verb (devise the story for: a novel, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The writer plotted his first novel when he was 16.

ισοϋψής

noun (drawing: curves indicate land) (δείχνει υψόμετρο)

Contour plots are used on maps to show the elevation of the land.

η Συνωμοσία της Πυρίτιδας

noun (historical (assassination attempt on James I in 1605)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τα παίζω, τα χάνω

verbal expression (UK, informal, figurative (go insane) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Bill lost the plot when he saw the scratch along the side of his new car.

σενάριο

noun (literature, art, film)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παρουσιάζω σε διάγραμμα

(data: put in a graph)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σχεδιάζω

(map out: a route)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σχεδιάζω

(outline, draft: a plan, story)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανατροπή

noun (fiction: [sth] unexpected)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The movie had a very interesting plot twist at the end.

διάγραμμα διασποράς

noun (graph showing values as points) (τύπος γραφήματος)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The scatter plot shows the highest and lowest temperatures for each day of the week.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του plot στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του plot

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.