Τι σημαίνει το key στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης key στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του key στο Αγγλικά.

Η λέξη key στο Αγγλικά σημαίνει κλειδί, κλειδί, πλήκτρο, κλειδί, υπόμνημα, πλήκτρο, κλειδί, κλειδί, κλειδί, υπόμνημα, κλειδί, μυστικό, ύφος, κεντρικός λίθος, κοραλλιογενές νησί, ανοιχτήρι, κουρδίζω, χαράσσω, περνάω, κλειδί άλεν, κλειδί Allen, λύσεις, απαντήσεις, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πλήκτρο, πλήκτρο Control, πλήκτρο ελέγχου, κλειδί, πλήκτρο Enter, πλήκτρο λειτουργίας, απαλά χρώματα, ανοιχτά χρώματα, απαλών χρωμάτων, ανοιχτών χρωμάτων, πλήκτρο πρόσβασης, μίζα αυτοκινήτου, κάρτα πρόσβασης, μπρελόκ, κλειδαράς, σημαντική ημερομηνία, στοιχείο κλειδί, κομμάτι κλειδί, βασικό χαρακτηριστικό, κύριο χαρακτηριστικό, μπρελόκ, μπρελόκ, κλειδοκράτορας, πληκτρολογώ, βασική πληροφορία, σημαντικό θέμα, σημαντικό ζήτημα, γραμμή επεξήγησης, γραμμή ορίων, γεωμετρικό σχέδιο, βασικό προσόν, μπρελόκ, μπρελόκ κλειδιών, αρχαίο κλειδί που χρησιμοποιούνταν ως δαχτυλίδι, δείκτης κινδύνου, οπλισμός, βασική δεξιότητα, σημαντικό δυνατό σημείο, βασικό δυνατό σημείο, κύριο δυνατό σημείο, καρτελάκι για κλειδιά, απαραίτητος εργαζόμενος, απαραίτητη εργαζόμενη, διατρητική μηχανή μηχανογράφησης, εισάγω δεδομένα με χρήση διατρητικής μηχανής, εισάγω με χρήση διατρητικής μηχανής, λέξη κλειδί, λέξη-κλειδί, κωδικός, λέξη κλειδί, λέξη-κλειδί, καίριος δείκτης απόδοσης, απαλός, χαμηλών τόνων, διακριτικός, κατά βάθος, καρπός σφενδάμου, πασπαρτού, ελάσσονας τόνος, εκτός τόνου, εκτός τόνου, εκτός τονικότητας, σε δυσαρμονία, δίεση, πλήκτρο εκτύπωσης οθόνης, πλήκτρο shift, αντικλείδι, κεντρικό κλειδί, υπό κράτηση, στην φυλακή, φυλακισμένος, κρατούμενος, κλειδωμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης key

κλειδί

noun (device that opens a lock)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I can't find the key to unlock the door.
Δεν μπορώ να βρω το κλειδί για να ξεκλειδώσω την πόρτα.

κλειδί

noun (software: code)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The software has a key that you have to type in to be able to use it.
Το λογισμικό έχει ένα κλειδί που πρέπει να πληκτρολογήσεις για να μπορέσεις να το χρησιμοποιήσεις.

πλήκτρο

noun (button on a computer keyboard)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
After finishing a line, you need to hit the Enter key.
Όταν ολοκληρώνεις μια γραμμή, πρέπει να πατάς το πλήκτρο enter.

κλειδί

noun (music: D major, etc.) (μουσική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The song was written in the key of D major.
Το τραγούδι γράφτηκε στο κλειδί της Ρε μείζονος.

υπόμνημα

noun (legend on a map)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
What does this symbol mean? I can't find it in the key.
Τι σημαίνει αυτό το σύμβολο; Δεν το βρίσκω στο υπόμνημα.

πλήκτρο

noun (on a piano, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A piano has many white and black keys.
Το πιάνο έχει πολλά άσπρα και μαύρα πλήκτρα.

κλειδί

noun (solution) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The key to solving the puzzle is to eliminate the incorrect answers.
Το κλειδί για τη λύση του κουίζ είναι να αποκλείσεις τις λανθασμένες απαντήσεις.

κλειδί

noun (on a mechanism, for winding)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I've lost the key for the grandfather clock.
Έχασα το κλειδί για το ρολόι του παππού.

κλειδί

adjective (most important) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The key ingredient is garlic.
Το συστατικό-κλειδί είναι το σκόρδο.

υπόμνημα

noun (dictionary)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The dictionary's key explains all the abbreviations.
Το υπόμνημα του λεξικού εξηγεί όλες τις συντομογραφίες.

κλειδί, μυστικό

noun (most imporant thing) (μτφ: το σημαντικότερο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The key to getting into this college is to perform well at interview.
Το κλειδί (or: μυστικό) για να γίνει κάποιος δεκτός σε αυτό το πανεπιστήμιο είναι να τα πάει καλά στη συνέντευξη.

ύφος

noun (style, tone)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Her house is decorated in a very soft key.
Το σπίτι της είναι διακοσμημένο σε πολύ ήπιο στυλ.

κεντρικός λίθος

noun (keystone) (αρχιτεκτονική)

Look at the key of the arch.
Κοίτα τον κεντρικό λίθο της αψίδας.

κοραλλιογενές νησί

noun (island reef)

Key West is one of the Florida Keys.
Το Κι Γουέστ είναι ένα από τα κοραλλιογενή νησιά της Φλόριντα.

ανοιχτήρι

noun (can opener)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You open the sardine tin with the key that's attached to the lid.
Η κονσέρβα με τις σαρδέλες ανοίγει με το ανοιχτήρι που υπάρχει στο κάλυμμα.

κουρδίζω

transitive verb (set pitch of musical instrument) (μουσικό όργανο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The guitar needs to be keyed higher than that.
Η κιθάρα πρέπει να κουρδιστεί πιο ψηλά.

χαράσσω

transitive verb (scratch with a key)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Annoyed to find a car parked half on the pavement, Audrey keyed it.

περνάω

(data: type in) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She keyed the data into a spreadsheet.
Πέρασε (or: Πληκτρολόγησε) τα δεδομένα σε ένα υπολογιστικό φύλλο.

κλειδί άλεν, κλειδί Allen

noun (L-shaped wrench)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

λύσεις, απαντήσεις

noun (answers to test questions) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The student stole the answer key from the teacher's desk, and sold the answers.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (on computer keyboard)

Hitting the backspace key removes the most recently typed symbol.

πλήκτρο

noun (touch control on a keyboard)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πλήκτρο Control, πλήκτρο ελέγχου

noun (Ctrl: touch control on a keyboard) (σε συσκευή υπολογιστή)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The control key is used to modify the actions of other keys.

κλειδί

noun (key to house, hotel room)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In modern hotels, the door key is a plastic card.
Στα σύγχρονα ξενοδοχεία, τα κλειδιά των δωματίων είναι πλαστικές κάρτες.

πλήκτρο Enter

noun (Return: button on keyboard)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The enter key is used to take the cursor to the next line or to execute a command or operation.

πλήκτρο λειτουργίας

noun (button on computer keyboard)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The function keys are always numbered F1, F2, F3, etc.

απαλά χρώματα, ανοιχτά χρώματα

noun (light tones)

απαλών χρωμάτων, ανοιχτών χρωμάτων

noun as adjective (light toned)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

πλήκτρο πρόσβασης

noun (computing: shortcut to a command)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μίζα αυτοκινήτου

noun (key that starts an engine)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He turned the ignition key in the lock and the engine started to run.

κάρτα πρόσβασης

noun (access card)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μπρελόκ

noun (fob for attaching keys)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I got my dad a souvenir key chain from Paris.

κλειδαράς

noun ([sb] who makes or copies keys)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σημαντική ημερομηνία

noun (day [sth] important happens)

στοιχείο κλειδί, κομμάτι κλειδί

noun (crucial feature, part) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
An easy-to-use catalogue is a key element of a good library.

βασικό χαρακτηριστικό, κύριο χαρακτηριστικό

noun (most important characteristic)

A key feature of the new system will be an entirely comprehensive database, accessible to all.

μπρελόκ

noun (key ring)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μπρελόκ

noun (ring or fob to which keys are attached)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He gave me a key holder which I can attach to my belt so I don't lose it.

κλειδοκράτορας

noun ([sb] who has the key)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The police need the contact details of a keyholder in case the burglar alarm goes off.

πληκτρολογώ

transitive verb (enter by typing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Key in your name and email address on the online application form.

βασική πληροφορία

noun (essential or important knowledge)

The time the crime was committed was key information for the investigators.

σημαντικό θέμα, σημαντικό ζήτημα

noun (crucial subject)

γραμμή επεξήγησης

noun (printing: explanatory line)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γραμμή ορίων

noun (graphic design: border)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γεωμετρικό σχέδιο

noun (geometric border design)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ancient Greek pottery makes extensive use of the key pattern.

βασικό προσόν

noun (essential academic certification)

μπρελόκ

noun (metal loop for holding keys)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The keys on the guard's key ring jangled as he walked.

μπρελόκ κλειδιών

noun (computing: file of encryption keys) (πληροφορική, κρυπτογράφηση δεδομένων)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αρχαίο κλειδί που χρησιμοποιούνταν ως δαχτυλίδι

noun (ancient key worn as a ring)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δείκτης κινδύνου

noun (business: measure of risk)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Excess weight is a key risk indicator of many diseases.

οπλισμός

(music) (ζαργκόν)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βασική δεξιότητα

noun (often plural (important ability)

The key skills needed for the job are knowledge of computer programming and good organization.

σημαντικό δυνατό σημείο, βασικό δυνατό σημείο, κύριο δυνατό σημείο

noun (best feature or quality)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
One of the key strengths of a manager is the ability to bring the best out of everybody.

καρτελάκι για κλειδιά

noun (fob on a keyring)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απαραίτητος εργαζόμενος, απαραίτητη εργαζόμενη

noun ([sb] providing vital goods or services)

διατρητική μηχανή μηχανογράφησης

noun (hole-punching device)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εισάγω δεδομένα με χρήση διατρητικής μηχανής

intransitive verb (enter data using a keypunch)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εισάγω με χρήση διατρητικής μηχανής

transitive verb (data: enter using a keypunch)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

λέξη κλειδί, λέξη-κλειδί

noun (search term)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The index can be searched by subject or by keyword.

κωδικός

noun (word: deciphers a code)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The spy's mother was the only other person that knew the keyword to decipher the notebook.

λέξη κλειδί, λέξη-κλειδί

noun (important term)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The key word here is 'estimated'.

καίριος δείκτης απόδοσης

noun (initialism (key performance indicator)

απαλός

adjective (light, colour: subtle, subdued) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The colour of this carpet is very low key.

χαμηλών τόνων, διακριτικός

adjective (not ostentatious)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The party was just a low-key affair with a few friends.

κατά βάθος

adverb (informal (secretly, with embarrassment)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I lowkey want to buy a pound of candy and spend the day eating it in bed.

καρπός σφενδάμου

noun (fruit of the maple tree)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πασπαρτού

noun (passkey, key that opens a number of locks) (κλειδί)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I lost the key to my apartment and so had to ask the caretaker to open the door for me with his master key.

ελάσσονας τόνος

noun (music: key one half-step down)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

εκτός τόνου

adjective (out of tune)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Elena was off key and her voice sounded very strained.

εκτός τόνου

adverb (out of tune)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Angela was singing off key.

εκτός τονικότητας

verbal expression (music: be off-pitch) (για μουσική)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

σε δυσαρμονία

adverb (play, sing music: off-pitch)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

δίεση

noun (keyboard, phone: #)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Next, enter the amount, followed by the pound key.

πλήκτρο εκτύπωσης οθόνης

noun (computer function key) (το πλήκτρο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Hit print screen to take a screenshot.

πλήκτρο shift

noun (computer keyboard key)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αντικλείδι, κεντρικό κλειδί

noun (master or multi-purpose key)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The hotel maid had a skeleton key so she could let herself into any room she wanted.

υπό κράτηση, στην φυλακή

adverb (to or in prison)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
This type of deviant behaviour will get you put under lock and key.

φυλακισμένος, κρατούμενος

adjective (person: in prison)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's under lock and key after he committed that robbery last year.

κλειδωμένος

adjective (thing: locked away)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I want you to stop overspending so I put your credit card under lock and key.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του key στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του key

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.